Στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, παίζεται αυτόν τον καιρό το γνωστό δράμα του Μπύχνερ, «Βόυτσεκ», για πρώτη φορά ως ενιαία παράσταση. Ο Σταύρος Τσακίρης που σκηνοθετεί αυτό το μεγάλο εγχείρημα, μας εξηγεί τη σημασία μιας τέτοιας παραγωγής, καθώς και διάφορες παραμέτρους του έργου, που αγγίζουν κάθε εποχή και κοινωνία. Ωστόσο, εκτός από το να φωτίσει τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου ανεβάσματος, αποκαλύπτει και μία μεγάλη και ενδιαφέρουσα φιλοδοξία του για το μέλλον, την παρουσίαση του έπους του «Διγενή Ακρίτα».
Συνέντευξη: Αναστασία Ρίζου
Cul. N.: Ο «Βόυτσεκ» του Γκέοργκ Μπύχνερ ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε καλλιτεχνικά με αυτό το έργο-σταθμό;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στ. Τσ.: Μέχρι πρόσφατα ήταν ένα έργο-σταθμός κυρίως για τους ανθρώπους του θεάτρου. Με την αποκατάσταση των τεσσάρων χειρογράφων, αλλά δυστυχώς σε συνάρτηση με τις ιστορικές εξελίξεις στις σύγχρονες κοινωνίες, το έργο γίνεται περισσότερο επίκαιρο από ποτέ κι αφορά πλέον όλους. Ο κόσμος που ζούμε φορτώθηκε με τόσα ψέματα και συμβάσεις που τώρα πεθαίνει αργά- αργά. Μόνο που και το καινούργιο αργεί να γεννηθεί. Όπως θα έλεγε κι ο Γκράμσκι:. Ζούμε την εποχή των τεράτων. Μόνο, παρακαλώ, μην βιαζόμαστε να κρίνουμε τα γεγονότα χαρίζοντας στον εαυτό μας την βολική θέση του παρατηρητή. Η δικιά μας εικόνα είναι που πολλαπλασιάζεται και μας απειλεί. Ας υπομείνουμε τώρα την σαρωτική δύναμη της αλλαγής.
Cul. N.: Ο «Βόυτσεκ» έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές στην Ελλάδα. Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες και τα καινούργια στοιχεία που υπάρχουν στη συγκεκριμένη παράσταση και θα θέλατε να τονίσετε ιδιαίτερα;
Στ. Τσ.: Η παρουσίαση για πρώτη φορά των τεσσάρων χειρογράφων σε συνδυασμό με την επιλογή μας να τα συνδυάσουμε με την δικαστική περιπέτεια του αληθινού Βόυτσεκ, έδωσε την δυνατότητα να δημιουργήσουμε μια παράσταση πολυπρισματική. Το υποκειμενικό των αναγνώσεων μιας υπόθεσης φόνου. Κοινωνικά, ηθικά, επιστημονικά, ανθρώπινα. Αυτό από μόνο του είναι ένα ενδιαφέρον σκηνικό «παιχνίδι». «Πλούσιο» για ηθοποιούς και θεατές.
Δεύτερον, φωτίζονται σημεία της συγγραφικής διάνοιας του Μπύχνερ, πρωτότυπα και προωθημένα ακόμη και για σήμερα, που δεν περιλαμβάνονταν στις μέχρι τώρα εκδόσεις. Έτσι αποκτάμε διαφορετικές πανανθρώπινες αναγνώσεις του έργου πέρα από μια απλή ερωτική ιστορία που καταλήγει στο φόνο.
Cul. N.: Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τις πρωτότυπες συνθέσεις του Μίνωα Μάτσα, που ντύνουν την παράσταση;
Στ. Τσ.: Στις τωρινές πεποιθήσεις του σύγχρονου θεάματος ένα σημαντικό ρόλο παίζει η μουσική. Επιλέξαμε τα τραγούδια ν’ αποτελούν την ανακεφαλαίωση των σημαντικών ιδεών του έργου ώστε να γίνονται περισσότερο εύληπτες για τον θεατή. Ο Μίνως Μάτσας με την συνεργασία της Λουίζας Αρκουμανέα, που έγραψε τους στίχους, κάνανε μια σημαντική δουλειά. Το αποτέλεσμά τους ανέδειξε το σκεπτικό της παράστασης, αλλά και μας πρόσφεραν στιγμές αληθινής αισθητικής απόλαυσης.
Cul. N.: Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Αλέξανδρο Ψυχούλη; Με ποιον τρόπο συμβάλλει στο τελικό αποτέλεσμα η εικαστική του οπτική;
Στ. Τσ.: Με τον Ψυχούλη, όπως και με τον Μάτσα έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές. Η ιδιαίτερη εικαστική του ματιά αλλά και η πρωτότυπη δημιουργία των animations που συμπληρώνουν την αφήγηση, είναι στοιχεία που προωθούν την έρευνά μας σ’ ένα νέο αφηγηματικό θέατρο.
Cul. N.: Βλέπουμε τον θάνατο και τον έρωτα να συνοδοιπορούν για ακόμα μία φορά δραματουργικά. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, είναι μόνο ο έρωτας που προδικάζει το δραματικό φινάλε;
Στ. Τσ.: Ο έρωτας είναι μια παράμετρος που έχει καθοριστικό ρόλο στο πρώτο χειρόγραφο. Στο δεύτερο, η ιστορία του Βόυτσεκ καθορίζεται από την όποια μικρο- εξουσία του περίγυρού μας και τα καπρίτσια της. Στο τρίτο, η άμετρη εμπιστοσύνη των ανθρώπων στην επιστήμη και τις ανακαλύψεις της. Στο τέταρτο όμως, που όλα είναι φανερά, αποκαλύπτεται ότι ο βασικός αίτιος του δράματος είναι το ίδιο το εποικοδόμημα. Το κοινωνικό πλέγμα της ζωής μας που είναι υποχείριο της λογικής που δημιουργούν τα λεφτά. Όλα: έρωτας, σχέσεις, επιθυμίες, φιλοδοξίες, όνειρα, καταδυναστεύονται από την εξουσία του χρήματος.
Cul. N.: Εκλαμβάνοντας την ιστορία αυτήν, ως αλληγορία, με ποιον τρόπο αντικατοπτρίζει κατά τη γνώμη σας την εποχή μας;
Στ. Τσ.: Είναι ατελέσφορη η γνώμη ότι οι εποχές αλλάζουν. Όσο υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όσο υπάρχει καταστροφή του πλανήτη μας για την απόκτηση πλούτου, όσο υπάρχει αφανισμός των υπόλοιπων ζώων γιατί αισθανόμαστε ιδιοκτήτες τους, ιστορίες σαν κι αυτή δεν θα είναι ανώφελες. Με την ελπίδα μήπως κάποτε συνειδητοποιήσουμε τον φυσικό μας προορισμό. Τότε μπορεί ν’ αναγνωρίσουμε και να γευτούμε τον επίγειο παράδεισο που μας έχει χαριστεί.
Cul. N.: Θεωρείτε πως το κοινό δύναται να πάρει απαντήσεις για καίρια και επίκαιρα ερωτήματα, μέσα από την τέχνη;
Στ. Τσ.: Μόνο η τέχνη δίνει τον δρόμο της ενσυνείδησης. Γι αυτό όλοι μας κοινό και κατασκευαστές προσερχόμαστε σ’ αυτήν. Μόνο αυτήν μας κάνει να ξεχνάμε και να απομακρυνόμαστε από τον καταστροφέα που φέρουμε μέσα μας.
Cul. N.: Έχετε σκηνοθετήσει άλλα δύο έργα στο Κ. Θ. Β. Ε. και τέσσερα περίπου στο Εθνικό. Προτιμάτε περισσότερο τις ανεξάρτητες σκηνές και αν ναι, γιατί;
Στ. Τσ.: Φαίνεται με προτιμούν οι ανεξάρτητοι θίασοι. Προσέρχομαι και τιμώ αυτούς που με καλούν έχοντας πάντα γνώμονα τις κοινές μας «αγάπες».
Cul. N.: Πριν κλείσουμε, θα θέλατε να μας περιγράψετε τα επόμενα καλλιτεχνικά σας βήματα, μετά τον «Βόυτσεκ»;
Στ. Τσ.: Το μεγάλο μου όνειρο είναι να κάνω μια παράσταση πάνω στο έπος του Διγενή Ακρίτη. Μετά από είκοσι χρόνια που δουλεύω μαζεύοντας στοιχεία για ένα νέο αφηγηματικό θέατρο που θα είναι ευχάριστο αλλά και παρήγορο για τον σύγχρονο θεατή, είμαι έτοιμος να συναντήσω αυτό το παλιό αφήγημα. Φιλοδοξώ μαζί με τους συνεργάτες μου να δημιουργήσουμε μια κιβωτό που θα περιέχει την ελληνική έκφραση της αφήγησης, της μελωδικότητας, της όρασης και της κινησιολογίας.
Cul. N.: Ας αφήσουμε για το τέλος μία φράση του κειμένου, η οποία σας έχει εντυπωθεί ιδιαίτερα.
Στ. Τσ.: «Να σας πω ένα μυστικό; Κι ένας τρελός το ξέρει. Αυτός ο κόσμος είναι ένας κόσμος τρελός και μας τρελαίνει. »