Με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «Η χορεύτρια του Διαβόλου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, ο Στέφανος Δάνδολος απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr για το περιεχόμενο του μυθιστορήματός του, τη συγγραφική εμπειρία, το κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου αλλά και την επικρατούσα πολιτιστική κατάσταση των καιρών μας!
Συνέντευξη: Ελισάβετ Σπαντιδάκη
Culturenow.gr: Υπάρχει μια πορεία ωρίμανσης μεταξύ των βιβλίων σου που είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη. Εσύ βρίσκεις τον εαυτό σου διαφορετικό; Σε μυεί η διαδικασία της γραφής στην αλλαγή αυτή;
Στέφανος Δάνδολος: Όχι μόνο της γραφής. Θεωρώ πως οι περισσότεροι συγγραφείς –τουλάχιστον αυτοί που δεν ξεκίνησαν με ένα έργο-σταθμό, βάζοντας πολύ ψηλά τον πήχη απ’ την αρχή- ωριμάζουν μέσα από τον τρόπο που διαχειρίζονται την γραφή, μέσα από τη μελέτη, τα ερεθίσματα, και φυσικά μέσα από την ίδια την ωρίμανση του εαυτού τους. Θα έλεγα πως όσο περνούν τα χρόνια –και αυτό είναι κάτι που μπορώ ίσως να το εντοπίσω από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας- γίνομαι όλο και πιο δύσκολος στις γέννες, θέλω να αφιερώνω όσο περισσότερο χρόνο χρειάζεται χωρίς να βιάζομαι, κάτι που οφείλεται μάλλον στο ότι έχω γίνει πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου, ίσως υπερβολικά αυστηρός. Για μένα δεν έχει καμία σημασία το να γράψω ένα ακόμα βιβλίο, αν δεν είναι ακριβώς το βιβλίο που θέλω να γράψω. Και στα δικά μου μάτια αυτό είναι το βασικότερο σημάδι ωρίμανσης.
Cul.N.: Η «Χορεύτρια του Διαβόλου» είναι ένα μυθιστόρημα κοσμοπολίτικο, με ήρωες και βάση όλη στο εξωτερικό. Η Ελλάδα είναι ένα πέρασμα. Αυτό δεν είναι μία απόδειξη ότι οι Έλληνες συγγραφείς μπορούν να σπάσουν τα σύνορα;
Σ.Δ.: Φυσικά κι οι Έλληνες συγγραφείς μπορούν να σπάσουν τα σύνορα, διότι δεν υπολείπονται σε ταλέντο των Γερμανών, ας πούμε, ή των Γάλλων ή των Ισπανών. Έχουν όμως να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που θέτει η γλώσσα μας, το γεγονός δηλαδή ότι οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι του εξωτερικού δε διαθέτουν Έλληνες αναγνώστες για να διαβάσουν τα πρωτότυπα κείμενα. Η «Χορεύτρια του Διαβόλου» δεν είναι πάντως το πρώτο μου μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στο εξωτερικό, και ασφαλώς δεν είμαι ο μοναδικός από τη γενιά μου που έχει αποπειραθεί κάτι τέτοιο, το έχουν επιχειρήσει πολύ πετυχημένα συγγραφείς όπως ο Σταμάτης, η Τριανταφύλλου, ο Στεφανάκης και άλλοι, καταθέτοντας έργα που αναδεικνύουν το νέο παγκοσμιοποιημένο ρεύμα στην λογοτεχνία, την ιδεολογία ότι είμαστε πολίτες του κόσμου που μας αφορούν τα μεγάλα, μακριά από κάθε είδους παρωχημένα ταμπού και οπισθοδρομικά σύνδρομα συνόρων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cul.N.: Διαπιστώνεις ότι οι αναγνώστες μπορούν πλέον να αξιολογήσουν και να δεχτούν ένα μυθιστόρημα από έναν Έλληνα συγγραφέα που εξελίσσεται όλο στο εξωτερικό;
Σ.Δ.: Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έχω αντιληφθεί ότι κάποιοι αναγνώστες νιώθουν έκπληξη, ακόμα κι αμηχανία ίσως, σαν να ξαφνιάζονται, σαν να μη περιμένουν από έναν Έλληνα συγγραφέα κάτι τέτοιο. Και πραγματικά δεν το καταλαβαίνω. Ένα σωρό ξένοι συγγραφείς, από τον Τζον Φόουλς μέχρι τον Ντον Ντε Λίλο, έγραψαν για την Ελλάδα του παρελθόντος και του παρόντος, γιατί δεν μπορεί να το κάνει ένας Έλληνας συγγραφέας για την Αμερική του παρελθόντος και του παρόντος, ή την Γαλλία ή την Αγγλία ή τη Γερμανία; Το θέμα δεν είναι πού εξελίσσεται ένα μυθιστόρημα. Το θέμα είναι να κάνεις μια επιλογή και να τη στηρίξεις με έρευνα και μελέτη. Όταν διάβασα τα «Αρχαία Δειλινά» του Νόρμαν Μέιλερ, δε με απασχόλησε το ότι είναι ένας Αμερικανός που γράφει για την Αίγυπτο των Φαραώ. Κι όταν πήγα στο σινεμά να δω την «Ζωή του Πι» δε σκεφτόμουν ότι ο Αγκ Λι κάνει μια ταινία για την Ινδία. Όλα έχουν να κάνουν με το έργο αυτό καθαυτό, με την καλλιτεχνική του αξία. Τα υπόλοιπα αφορούν ανθρώπους με συμπλέγματα.
Cul.N.: Οι πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούν στο μυθιστόρημα, αντικατοπτρίζουν μία πραγματικότητα όσο πιο σύγχρονη γίνεται. Θεωρείς ότι είναι αλήθεια το ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται;
Σ.Δ.: Η «Χορεύτρια του Διαβόλου» θα ήταν ένα μυθιστόρημα πολύ διαφορετικά γραμμένο αν δε θεωρούσα ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται κι εάν δεν έψαχνα να βρω όλες αυτές τις συνάφειες που συνδέουν την εποχή μας με κείνο το κομμάτι του εικοστού αιώνα. Θα ήταν ένα ερωτικό μυθιστόρημα της σειράς ή μια κοσμοπολίτικη περιπέτεια με φόντο απλά κάποιες ωραίες εικόνες. Για μένα όμως ένα ιστορικό μυθιστόρημα –αν δεχτούμε ότι είναι ιστορικό- πρέπει να έχει πολλαπλές αναγνώσεις (χωρίς βέβαια να αφαιρεί τη ψυχαγωγία που προσφέρει σε όσους δεν μπορούν να τις απορροφήσουν). Νομίζω πως είναι πολύ πιο βαθύ το ταξίδι που πηγαίνεις τον αναγνώστη αν του μεταφέρεις και συνάφειες με την δική του εποχή.
Cul.N.: Παρόλο που το μυθιστόρημα είναι –κατά την άποψή μου- βαθιά πολιτικοποιημένο, το λογοτεχνικό και μυθοπλαστικό μέρος είναι εξίσου βαρύνουσας σημασίας. Τι ήταν αυτό που κατάφερε να σε κάνει να κρατήσεις αυτήν την ισορροπία;
Σ.Δ.: Η διαρκής υπενθύμιση ότι ήθελα το βιβλίο να απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, όχι αποκλειστικά σε κείνους που είναι γνώστες της Ιστορίας, αλλά και σε ανθρώπους που δεν ξέρουν πολλά ή δεν γνωρίζουν ίσως και τίποτα, δηλαδή σε αναγνώστες της νεότερης γενιάς. Δεν σου κρύβω μάλιστα ότι από κάποιο σημείο και έπειτα, αυτό έγινε κάτι σαν στοίχημα, δηλαδή το να συνθέσω μια τέτοια τοιχογραφία, με τόσες προεκτάσεις κι ανατροπές στην πλοκή, η οποία όμως να είναι βατή σε κάθε είδος αναγνώστη. Το ζητούμενο λοιπόν ήταν να πορευτώ με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η πολιτική πλευρά του έργου, καθώς και οι δευτερεύουσες αναγνώσεις, με τον πλούτο των ιστορικών στοιχείων και των πληροφοριών, να μη βαρύνουν στο ελάχιστο τη πλοκή της ιστορίας που ήθελα εξαρχής να αφηγηθώ.
Cul.N.: Ποια είναι η άποψή σου για την εξέλιξη του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου;
Σ.Δ.: Δυστυχώς επιβεβαιώνει την αίσθηση ότι ζούμε σε μια χώρα που δεν κόπτεται για το βιβλίο. Είναι θλιβερό. Η Ελλάδα ζει στον αστερισμό της Πάολα και του Παντελίδη. Κλείνουν βιβλιοπωλεία για να ανοίξουν στη θέση τους μαγαζιά με frozen yogurt. Και τι κάνει το κράτος για να βοηθήσει το Πολιτισμό; Περνάει λουκέτο στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Cul.N.: Ο εκδοτικός χώρος αλλάζει, ανακατατάσσεται και συρρικνώνεται. Αυτό πώς το αντιμετωπίζει ένας συγγραφέας;
Σ.Δ.: Με αγωνία φυσικά. Ξέρεις, έχω συνειδητοποιήσει τελικά ότι είναι πολύ παρεξηγημένη η ιδιότητα του συγγραφέα. Πολλοί νομίζουν ότι γράφεις απλά για να γεμίσεις τον ελεύθερο χρόνο σου, για να ικανοποιήσεις ένα χόμπι. Και δεν είναι έτσι. Γράφουμε γιατί αυτή είναι η δουλειά μας, γιατί αυτό είναι που επιλέξαμε να κάνουμε. Δεν λέω ότι γράφω έχοντας στο μυαλό μου τα λεφτά, γιατί αν ήταν έτσι θα δημοσίευα κάθε χρόνο, δεν είναι και πολύ δύσκολο. Από την άλλη, όμως, δεν θεωρώ σωστό ή δίκαιο το να αποκόψω την τέχνη που παράγω από την αμοιβή που αναλογεί στο αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου. Πράγματι, ο χώρος μας αλλάζει και συρρικνώνεται. Οφείλεις λοιπόν να ζεις στην πραγματικότητα, να αγωνιάς και να προσπαθείς να δεις πώς θα τα καταφέρεις ενδεχομένως καλύτερα. Εκατομμύρια Έλληνες ζουν με αυτόν τον προβληματισμό, οι συγγραφείς δεν μπορούν να αποτελούν εξαίρεση.
Cul.N.: Η σημερινή εκδοτική εικόνα δίνει την απαραίτητη σημασία θεωρείς στη λογοτεχνία ή στο εμπόριό της; Η κρίση φτιάχνει συγγραφείς, προωθεί συγγραφείς ή είναι ευκαιρία για το παιχνίδι των αριθμών; Πώς αντιμετωπίζει τους νέους συγγραφείς;
Σ.Δ.: Καταρχάς το ιδεατό για μένα είναι η καλή λογοτεχνία και το καλό εμπόριο που θα οδηγήσει την καλή αυτή λογοτεχνία σε όλο και περισσότερο κόσμο. Δεν έχω πρόβλημα με το μάρκετινγκ, μόνο καλό μπορεί να προσφέρει στην αγορά, εξάλλου γράφουμε βιβλία που θα καταλήξουν στην αγορά. Βγαίνουν και καλά και κακά βιβλία –φυσικά περισσότερο κακά- αλλά αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο, συνέβαινε και πριν από πέντε χρόνια που η αγορά δεν είχε ακόμα αρχίσει να συρρικνώνεται. Σε ό,τι αφορά το αν η κρίση φτιάχνει συγγραφείς, θα έλεγα ότι από κάθε δύσκολη περίοδο αναδεικνύονται νέοι δημιουργοί και νέες τάσεις, η ευρύτερη πολιτισμική λειψυδρία στην Ελλάδα δε θεωρώ ότι θα έκαμπτε την όποια δυναμική τους. Το παιχνίδι των αριθμών πάντως κυριαρχεί λόγω του ανταγωνισμού των εκδοτών. Και νομίζω ότι, λόγω συρρίκνωσης, αυτός ο ανταγωνισμός παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Βιώνουμε τελικά μια μάλλον παράδοξη φάση μετάβασης, όπου η μάχη των εκδοτών είναι λυσσαλέα, η αγορά πολύ πεσμένη, οι συγγραφείς αμήχανοι, τα μικρά βιβλιοπωλεία σε τροχιά απελπισίας. Φαντάζομαι ότι η ανάκαμψη θα είναι για τους περισσότερους λυτρωτική.
Cul.N.: Ο συγγραφέας είναι ένα είδος δημοσιογράφου; Είναι η λογοτεχνία το μέσο από το οποίο θα μπορούσε να εκφράσει τη δική του αλήθεια;
Σ.Δ.: Ναι, ασφαλώς. Με τη διαφορά όμως ότι ο συγγραφέας εκφράζει τη δική του υποκειμενική αλήθεια, ενώ ο δημοσιογράφος είναι υποχρεωμένος να γράψει την αντικειμενική αλήθεια, παραδοσιακά τουλάχιστον. Ωστόσο οι συγγένειες είναι περισσότερες από τις διαφορές.
Cul.N.: Η «Χορεύτρια του Διαβόλου» είναι ένα μυθιστόρημα με ιδιαίτερη ψυχογραφική διάσταση. Οι ήρωές σου είναι σημαδεμένα πρόσωπα με πτυχές και ιστορία πριν και μετά το μυθιστόρημα. Πώς ένιωθες όσο καιρό έγραφες γι’ αυτούς; Όταν τελείωσες τη συγγραφή σε άφησαν ή σε στοιχειώνουν ακόμα;
Σ.Δ.: Πέρασα πάρα πολύ καιρό μαζί τους και μπορώ να πω ότι η «συμβίωση» ήταν συγκινητική, αν και πολυκύμαντη. Με γέμισαν αλλά και με κούρασαν με τις κρυφές πτυχές τους. Γενικά, πάντως, το βιβλίο με εξουθένωσε και βάζοντας τελεία αισθάνθηκα ανακούφιση. Ωστόσο ακόμα με στοιχειώνουν με κάποιο τρόπο, και υποθέτω πως πρέπει να δώσω λίγο χρόνο στον εαυτό μου ώστε να τους αποβάλλω τελείως. Οι ωραιότερες στιγμές τελικά είναι όταν αρχίζεις ένα καινούργιο μυθιστόρημα κι όταν το τελειώνεις. Η διαδικασία ανάμεσα σε αυτές τις δύο στιγμές –τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά- είναι ένα ταξίδι όπου οι δυσκολίες είναι περισσότερες από τις χαρές. Ζηλεύω αφάνταστα τους συγγραφείς που λένε ότι περνούν θαυμάσια όταν γράφουν.
Cul.N.: Διαβάζεις κάτι αυτόν τον καιρό;
Σ.Δ.: Ένας από τους λόγους που χαίρομαι όταν δεν γράφω είναι επειδή μπορώ και διαβάζω απερίσπαστα. Μου λείπει αυτή η πολυτέλεια όταν είμαι βυθισμένος στα δικά μου. Τους τελευταίους μήνες διάβασα αρκετά βιβλία. Κατ’ αρχάς το «Ο εντιμότατος μαθητής» του Τζον Λε Καρέ, που κυριολεκτικά με γοήτευσε. Το «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» του Λεονάρδο Παδούρα, που το συνιστώ ανεπιφύλακτα στους λάτρεις της ευρωπαϊκής ιστορίας του εικοστού αιώνα. Το «Η χημεία των δακρύων» του Πήτερ Κάρευ και το «Τζόζεφ Άντον» του Σαλμάν Ρούσντι, διαμάντια και τα δύο. Και φυσικά, τα καινούργια έργα Ελλήνων συγγραφέων που αγαπώ και θαυμάζω, όπως το υπέροχο «Μυστικό της Έλλης» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη και, σε χειρόγραφο, το νέο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, το οποίο θα κυκλοφορήσει σύντομα. Αυτά για την ώρα, και έχω πολλά που με περιμένουν στο κομοδίνο μου. Το επόμενο διάστημα είναι αφιερωμένο στην ανάγνωση.