Θεωρώ ότι το «Μάθε με να φεύγω» είναι από εκείνα τα έργα που είναι τόσο οργανικά και ριζικά εύθραυστα που όταν πας να τα εκλογικεύσεις και να αποπειραθείς να τα εξηγήσεις, κινδυνεύεις να σπάσεις το λεπτό τους “κέλυφος”.

Είναι ένα έργο εύθραυστο όπως και οι χαρακτήρες του. Αποτελείται από ανθρώπους παραιτημένους. Τόσο παραιτημένους ώστε η ολική τους παραίτηση να τους μετατρέπει μυστηριωδώς σε μαχητές, που διεκδικούν το δικαίωμα στο ζην με νύχια και με δόντια. Είναι τόσο ολοκληρωτικά νεκροί που αγωνίζονται να ζήσουν με όλο τους το είναι.

Είναι ένα έργο που ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία, το μπουλβάρ και το ρομάντζο, το θρίλερ και το μελόδραμα. Ένα έργο που φλερτάρει με την τρέλα και ταυτόχρονα παραμένει απόλυτα γειωμένο και πραγματικό.

Το «Μάθε με να φεύγω» επιχειρεί τόσο ως συγγραφικό πόνημα, όσο και ως καλλιτεχνική τοποθέτηση να κατανοήσει μέσω του λυρισμού την έννοια του τραύματος.

Στην ιαπωνική φιλοσοφία υπάρχει ο όρος kintsugi που μιλάει για την επιδιόρθωση των σπασμένων  κεραμικών με χρυσάφι. Με το τρόπο αυτό χωρίς να αγνοείται το ρήγμα, γιορτάζεται η επιδιόρθωση του με μια τεχνοτροπία που μετατρέπει συμβολικά και πρακτικά το τραύμα σε δύναμη και τον πόνο σε έργο τέχνης.

Αυτό ΑΚΡΙΒΩΣ είναι το «Μάθε με να φεύγω».

Να! Tις βρήκα τις λέξεις!

Photo Credit: Evita Skourleti

Διαβάστε επίσης:

Μάθε με να φεύγω, του Άκη Δήμου από την bijoux de kant στο HOOD art space
Χάρης Χαραλάμπους Καζέπης: Ο αντιηρωισμός και η νοσταλγική μελαγχολία του «Μάθε με να φεύγω»