Στέλιος Θεοδώρου: Στα μάτια μου κάθε πειρατής αποτελεί μια ποιητική κατασκευή συμπυκνωμένης ζωής

Ο Στέλιος Θεοδώρου γράφει στο CultureNow για τον χαρακτήρα του, Μπεν Γκαν, αλλά και για ολόκληρο το σύμπαν που δημιουργεί η παιδική παράσταση «Το νησί των θησαυρών», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.

Το θέατρο Πόρτα υποδέχεται την παιδική παράσταση «Το νησί των θησαυρών», του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Πολλά θεαματικά κοστούμια, εμτυπωσιακά σκηνικά και ένας θίασος- ορχήστρα 10 ηθοποιών που ερμηνεύει ζωντανά την ξεσηκωτική μουσική του έργου, θα κάνουν μικρούς και μεγάλους να απολαύσουν ένα από τα πιο αγαπημένα έργα της κλασικής λογοτεχνίας!

Ο Στέλιος Θεοδώρου ερμηνεύει τον Μπεν Γκαν στην παράσταση.

***

Πλοία φεύγουν
Πλοία γυρνάν
Πού νομίζουν ότι παν
Κοίτα πάνω δες
Να λαμπόκοπάν
Δες τ’ αστέρια πώς σε κοιτάν*

Αφ’ ενός στ’ όνομα του νεκρού αρχιπειρατή Κάπταιν Φλιντ μαζί με τη μυθική «κληρονομιά»  που αφήνει πίσω του και αφ’ ετέρου στην λειτουργία της ανάμνησης του μικρού Τζιμ η οποία έχει μπολιαστεί με μπόλικες πειρατικές μελωδίες θεμελιώνεται αντίστοιχα η πλούσια ατμόσφαιρα της αναζήτησης του κρυμμένου θησαυρού του Νησιού και η αφήγησή της απ’ την φημισμένη μπάντα των Καλών ή των Κακών παιδιών.  Ακόμα αναρωτιούνται κι αυτοί σχετικά με το ποιόν τους.

Βασικός υπεύθυνος για τον προσανατολισμό της περιέργειας του νεαρού Τζιμ Χώκινς προς το πειρατικό σύμπαν είναι ο χαρακωμένος στη δεξιά παρειά και κυριολεκτικά καραβοτσακισμένος καπετάνιος Μπιλ Μπόουνς.  Ο Τζιμ, γιος ενός ετοιμοθάνατου πατέρα και μιας μητέρας που προσπαθεί να σώσει το πανδοχείο τους απ’ την χρεοκοπία γοητεύεται απ’ την προσωπικότητα του καπετάνιου ο οποίος εγκαθίσταται στο ερημωμένο πανδοχείο μαζί με την κασέλα του κι επιβάλλει την παρουσία του.  Ο Μπιλ είναι αρκετά ευάλωτος κι αποδυναμωμένος λόγω – εκτός των άλλων – του εθισμού του στο ρούμι.  Όταν ο τυφλός πειρατής Πιού δίνει στον Μπιλ την μαύρη βούλα που ισοδυναμεί με αναγγελία θανάτου ο δεύτερος πεθαίνει ακαριαία απ’ τον τρόμο και τον πανικό του.

Άθελα του ο Μπιλ καθιστά τον – ορφανό πια από πατέρα – Τζιμ, κληρονόμο του μυθικού χάρτη του Φλιντ κι έτσι τίθεται η βάση για την εκκίνηση ενός ταξιδιού που θ’ αγγίξει τόσο τις αισθήσεις όσο την διάνοια, την ψυχή και το πνεύμα των συμμετεχόντων, ιδιατέρως  όμως του Τζιμ που θ’ αποτελέσει γι’ αυτόν μια διαδρομή μύησης προς την ενήλικη ζωή και τον κόσμο των διαφορών.

Ο Τζιμ επιχειρεί μια ακροβασία ανάμεσα στον έννομο κόσμο των θεσμών, της οργανωμένης οικονομίας, της «κανονικότητας» και τον παράνομο, παραβατικό, «εκκεντρικό» κόσμο των πειρατών.  Δύο κόσμοι που αρχικά φαίνεται ν’ αποτελούν ένα αντιθετικό ζεύγος αλλά εν τέλει συνδιαλέγονται έντονα και τα όρια ανάμεσά τους δεν είναι τόσο σαφή.  Στην πορεία αποδεικνύεται ότι η μια πλευρά έχει ανάγκη την άλλη για να επιτευχθεί ο εντοπισμός του θησαυρού.

Η αφήγηση της ιστορίας σου επιτρέπει να παρατηρήσεις την ευθραυστότητα των στερεοτύπων, την ανοησία και τον φανατισμό που πολλές φορές ενώνει τους ανθρώπους σε ομάδες για τους λάθος λόγους ή με τον λάθος τρόπο.  Τις διάφορες στρατηγικές επιβίωσης που επιστρατεύει ο καθένας για να υπάρξει μέσα σ’ ένα σύνολο ή ως άτομο έξω απ’ το σύνολο.  Το πώς προσπαθούμε οι άνθρωποι να βολευτούμε πίσω από κάποιο προσωπείο ή να γοητεύσουμε μέσω αυτού όσο και του υλικού της βλακείες που δύναται να παράξουμε και να ξοδέψουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο τον βίο μας.  Όπως λέει και ο Θωμάς Μοσχόπουλος το έργο μπορεί να ειδωθεί ως μια ιστορία κοινωνικής ανθρωπολογίας, πράγμα που με βρίσκει πολύ σύμφωνο. Επίσης, το έργο φαίνεται να ασκεί μια κριτική στο δήθεν καθαρό το οποίο καθώς διυλίζεται μέσα απ’ την αφήγηση της ιστορίας μοιάζει να αποτελεί ένα είδος παιδικού ιδεαλισμού που συντρίβεται.

Στα μάτια μου κάθε πειρατής, αποτελεί μια ποιητική κατασκευή συμπυκνωμένης ζωής μ’ έντονες αντιφάσεις και σπάνια βιώματα με μια ευρεία παλέτα που χωράει απ’ το ευτελές μέχρι το υψηλό,  απ’ το οικείο ως το ανοίκειο, απ’ το τραγικό που αγγίζει το γελοίο.  Υλικά που λειτουργούν αμφιμικτικά και μπορούν ν’ αποτελέσουν εύφορο έδαφος για την εκκόλαψη μιας προσωπικής ποιητικής αλήθειας απέναντι στην οποία κανείς μπορεί ν’ αηδιάσει, να γελάσει, να νοιώσει συμπόνια ή σαγήνη, θαυμασμό ή θυμό, φόβο ή ασφάλεια, μίσος ή αγάπη.  Ο καθένας τους ακούσια ή εκούσια γίνεται δημιουργός του εαυτού του που δοκιμάζεται από την ζωή και την δοκιμάζει.  Άλλωστε η ετυμολογική ρίζα της λέξης πειρατής είναι το αρχαίο ελληνικό ρήμα πειράω – πειρώ που σημαίνει προσπαθώ, δοκιμάζω.

Ο Μπεν Γκαν για παράδειγμα, τον οποίο ερμηνεύω, είναι ένας «εκκεντρικός» μετα-πειρατής.  Είναι ο μόνος που έχει απαλλαγεί από θησαυριστικές επιθυμίες.  Έχει διατελέσει μέλος του πληρώματος του Κάπταιν Φλιντ και μετά τον θάνατο του Φλιντ, προδίδεται απ’ τους συντρόφους του, οι οποίοι τον αφήνουν μόνο του στο Νησί να πεθάνει γιατί αρχικά τους είχε πείσει ότι μαζί του θα έβρισκαν το θησαυρό αλλά όταν πήγαν στο νησί έμειναν μ’  άδεια χέρια.  Ο Μπεν Γκαν καταφέρνει κι επιβιώνει ως ερημίτης και γίνεται μ’ έναν τρόπο ένα με το νησί,  το γνωρίζει σαν την παλάμη του χεριού του.   Έχει απαρνηθεί τον πολιτισμό κι έχει επιστρέψει σ’ έναν ιδιότυπο πρωτογονισμό.  Παρ’ όλο που έχει συνείδηση της ματαιότητας των πραγμάτων, διατηρεί μια αγνή αισιοδοξία μέσα του.  Είναι για μένα μια δυνατή, ζεστή καρδιά που δονείται σαν αρχαίο τύμπανο.  Ξέρει να εκτιμά τ’ απλά πράγματα όπως είναι η φιλία, το τυρί, ο ήλιος και το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας.  Το ελάττωμά του είναι ότι είναι κάπως απόλυτος στις διακρίσεις του ή τουλάχιστον έτσι δείχνει.  Η συνάντηση του με τον Τζιμ είναι καταλυτική για την έκβαση της υπόθεσης.

Πρόκειται για μια παράσταση με μουσική δραματουργική δομή που σύμφωνα με την αίσθηση μου συναντάει τον πυρήνα της στο πάντρεμα της χειροποίητης προσέγγισης του Θωμά Μοσχόπουλου και της Σοφίας Πάσχου ως προς την διαδικασία της πρόβας και την επεξεργασία του δραματουργικού υλικού σε συνάρτηση με την μουσική ερευνητική εργασία του Κορνήλιου Σελαμσή στα πειρατικά – ναυτικά μελίσματα, τις ενορχηστρώσεις και τις πρωτότυπες συνθέσεις.  Αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που είμαι μέρος αυτής της εργασίας και που πολύ σύντομα θα την μοιραστούμε με παιδιά που κάποια στιγμή πιθανόν να ενηλικιωθούν, αλλά και μ’ ενήλικες που πιθανόν να ενηλικιώθηκαν και που κάπου μέσα τους δεν έχουν ξεχάσει τι θα πει παιδί.

*Οι παραπάνω στίχοι είναι του Θωμά Μοσχόπουλου και είναι μέρος ενός τραγουδιού που λέει ο Μπεν Γκαν κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του έργου.  

Photo Credit: Patroklos Skafidas

Διαβάστε επίσης:

Το νησί των θησαυρών, του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο θέατρο Πόρτα

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ