Οι Τζέο Πακίτσας και Σοφία Πριοβόλου συνέλαβαν και σκηνοθέτησαν το «πιο αναπάντεχο live της σεζόν», όπως αναφέρουν οι συντελεστές στο δίφυλλο της παράστασης. Τί συμβαίνει όμως όταν σε μια θεατρική παράσταση το μόνο ενδιαφέρον για να παρακολουθήσει κάποιος είναι η επί σκηνής live μουσική μπάντα;
Το έργο
Σε μια μάλλον ομιχλώδη δραματουργική σύλληψη, το έργο ξεκινάει ενώ ο κόσμος εισέρχεται ακόμα στο θέατρο. Το σκηνικό πιάνει την προσοχή του θεατή αμέσως, καθώς πρόκειται για ένα κουτί που έχει ένα μικρό άνοιγμα, στη δεξιά μεριά, από όπου φαίνονται οι ηθοποιοί. Ήδη, κάποιοι από αυτούς συζητούν, ενώ παράλληλα ακούγονται μερικά μουσικά ακόρντα και υπάρχει κίνηση πριν την έναρξη της παράστασης, η οποία σηματοδοτείται ουσιαστικά από την παράλληλη προβολή, των όσων διαδραματίζονται πίσω από το κουτί-σκηνικό. Τα όσα κινηματογραφούνται, προβάλλονται παράλληλα στο αριστερό μέρος του σκηνικού, δημιουργώντας μια συνθήκη, όπου ο θεατής ταυτόχρονα παρακολουθεί, μέσω του ίδιου, αλλά και μέσω της κινηματογραφικής ματιάς του σκηνοθέτη, τη δράση.
Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την Τζέσικα Μπράουν: ποια είναι, από πού είναι, που βρίσκεται τώρα. Όσο εξελίσσεται η ιστορία γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για την βασική τραγουδίστρια, αλλά και την ψυχή ενός νεανικού μουσικού συγκροτήματος. Αλληλοκαρφώματα, έπαρση, προσωπική προβολή και παράλληλα, οι προσωπικές ιστορίες καθενός από τα πέντε μέλη του συγκροτήματος αναδύονται μέσα από την αναζήτηση της Τζέσικα. Όλα αυτά, ατάκτως ερριμμένα και πασπαλισμένα με δόσεις queerness, θεάτρου ντοκουμέντο και performance.
Η ιδέα, καθώς και η σκηνοθεσία, ανήκουν στους Τζέο Πακίτσα και Σοφία Πριοβόλου, ενώ το κείμενο συνυπογράφουν οι δύο προαναφερθέντες και ο Γεράσιμος Μπέκας. Με πολλά δραματουργικά προβλήματα και το κυριώτερο να είναι η φλυαρία και απουσία δραματουργικής στόχευσης και σκοπού, το έργο είναι υποτυπώδες και προσχηματικό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η σκηνοθεσία
Η σκηνοθεσία βάδισε στο ίδιο μοτίβο που κινήθηκε και η δραματουργία της παράστασης. Φλύαρη, προσπαθώντας -ανεπιτυχώς- να παντρέψει πολλά και διαφορετικά παραστασιολογικά μοτίβα, χωρίς ρυθμό, η σκηνοθεσία αποδείχθηκε αδύναμη να διορθώσει το προβληματικό κείμενο της παράστασης. Αναλώθηκε σε παρεΐστικους αστεϊσμούς και άνευ ουσίας σχολιασμό δημιουργώντας την -εύλογη- απορία για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η παράσταση και μάλιστα στην Πειραματική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Οι Ηθοποιοί
Οι Ιάσων Αλύ, Στυλιάνα Ιωάννου, Τζέο Πακίτσας, Σοφία Πριοβόλου, Χρυσάνθη Τσουκαλά, Kristof και Chris Scott απέδωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν τη βαβούρα και τη σκηνική και δραματουργική αναρχία. Σε γενικές γραμμές, υπήρξαν καλοί υπηρετώντας με, υπερβολικά ενίοτε, ρεαλισμό το ρόλο τους. Ξεχώρισε ο Kristof, ο οποίος αποτελεί περίπτωση αυτόφωτου performer, που κλήθηκε άλλωστε να υποδυθεί τον εαυτό του.
Οι Συντελεστές
Η Μουσική (Gary Salomon, Γιώργος Χάνος) και η εκτέλεση των κομματιών είναι αδιαμφισβήτητα το καλύτερο κομμάτι αυτής της παράστασης και μάλλον ο μοναδικός λόγος για να την παρακολουθήσει κάποιος. Ο θίασος αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα, φρέσκια και ταλαντούχα μουσική μπάντα. Εξαιρετικά ήταν επίσης τα κοστούμια (Ηλέκτρα Σταμπούλου) και τα σκηνικά (Δημήτρης Μαϊρόπουλος) της παράστασης. Ίσως μάλιστα τα σκηνικά να ήταν υπερβολικά για ένα «live»…Ο αρχικός τοίχος ανοίγει και μεταμορφώνεται σε μαγικό κουτί, από το οποίο ξεπροβάλλουν ολοένα και περισσότερα σκηνικά αντικείμενα, αλλά και χώροι. Ακόμα όμως και αυτός ο σκηνικός πλουραλισμός αδυνατεί να καλύψει την εκκωφαντική απουσία δραματουργικής και σκηνοθετικής στόχευσης, καθώς και λόγου ύπαρξης.
Εν κατακλείδι
Η παράσταση που ανεβαίνει αυτή την περίοδο στην Πειραματική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου εμφανίζει σαφή θεατρικά, σκηνικά και δραματουργικά προβλήματα. Με παρεΐστικη διάθεση και σαφώς θολωμένη δραματουργική κρίση (Σύμβουλος Δραματουργίας: Σοφία Ευτυχιάδου) η παράσταση περιλαμβάνει ίχνη και δείγματα σημαντικών θεατρικών τάσεων και θεωριών (performance, queer theory, documentary theatre), τα οποία όμως απέτυχε να ενσωματώσει και να τα οδηγήσει σε παραστασιακή άνθιση. Πεταμένα όλα μαζί δημιουργούν μια παράσταση, το αποτέλεσμα της οποίας καταλήγει να τελεί σε σύγχυση, κυριευμένο από φωνές και βωμολοχίες. Μια νεανική πρόταση, καθόλου κατασταλαγμένη, η οποία εκθέτει τόσο τους ίδιους τους δημιουργούς της, όσο και τους ανθρώπους που την εμπιστεύτηκαν και την πίστεψαν δίνοντάς της βήμα στη μεγαλύτερη σκηνή της χώρας.
Photo Credit: Θεόφιλος Τσιμάς
Διαβάστε επίσης:
The life and death of Jessica Brown, των Τζέο Πακίτσα και Σοφίας Πριόβολου στο Εθνικό Θέατρο