Τι κάνει το Διπλό Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο κι Ορχήστρα του Γιοχάνες Μπραμς που παρουσιάζει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (02.02) αξεπέραστο; Καταρχήν η αριστοτεχνική ισορροπία ανάμεσα στους διαφορετικούς ήχους των δύο οργάνων και οι εκπληκτικοί διάλογοι που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή που η ορχήστρα αναδεικνύει ιδανικά την μελωδικότητα και τον αισθησιασμό του. Η ερμηνεία, στις 2 Φεβρουαρίου, στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, φαίνεται ότι θα είναι μεταξύ αυτών που θα συζητηθούν. Γιατί εκτός από την έμπειρη συμφωνικότητα της ΚΟΑ τους σολιστικούς ρόλους αναλαμβάνουν δύο νέοι μουσικοί που εντυπωσιάζουν διεθνώς. Ο Καναδοαμερικανός βιολονίστας Τίμοθυ Τσούι, νικητής του Διεθνούς Διαγωνισμού Βιολιού Γιόζεφ Γιόακιμ και ο Νοτιοκορεάτης τσελίστας Τζαεμίν Χαν, ο νεότερος νικητής στην ιστορία του Διεθνούς Διαγωνισμού Ζωρζ Ενέσκου. Παράλληλα, η Ορχήστρα τιμά τα 200 χρόνια από τη γέννηση του πατέρα της τσέχικης μουσικής Μπέντριχ Σμέτανα, παρουσιάζοντας τρία συμφωνικά ποιήματα από τη συλλογή Η πατρίδα μου. Το «Βισέχραντ», το οποίο αναφέρεται στο ομώνυμο μεσαιωνικό κάστρο, χτισμένο σε έναν λόφο δίπλα στον ποταμό Μολδάβα δημιουργεί μία ατμόσφαιρα αναπόλησης και αρχαϊκής μεγαλοπρέπειας. Ο «Μολδάβας» από την άλλη, το δημοφιλέστερο από τα συμφωνικά ποιήματα του κύκλου αναπαριστά την πορεία του ποταμού, που ξεκινά από δύο μικρές πηγές. Τέλος, το «Μπλανίκ» μιλά για την αναγέννηση του τσεχικού έθνους και υπόσχεται την μελλοντική του ευημερία και ανάταση. Η βραδιά ανοίγει με την λυρική εισαγωγή κοντσέρτου «Οθέλλος» του επίσης μεγάλου Τσέχου συνθέτη Αντονίν Ντβόρζακ. Στο πόντιουμ, ο χαλκέντερος αρχιμουσικός και πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας, Βύρων Φιδετζής.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
- Δωρεάν εισαγωγική ομιλία από τον Χαράλαμπο Γωγιό για τους κατόχους εισιτηρίων [Ώρα: 19:30]
- ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841–1904) Οθέλλος, συμφωνική εισαγωγή, έργο 93, B. 174
- ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833–1897) Διπλό Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 102
- ΜΠΕΝΤΡΙΧ ΣΜΕΤΑΝΑ (1824-1884) Τρία συμφωνικά ποιήματα από τη συλλογή «Από την πατρίδα μου»
ΣΟΛΙΣΤ
- Τίμοθυ Τσούι, βιολί
- Τζαεμίν Χαν, βιολοντσέλο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Βύρων Φιδετζής
Το σχόλιο του Τίμοθυ Τσούι
Το Διπλό Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και ορχήστρα του Μπραμς είναι ένα από τα πιο επικά και μεγαλειώδη έργα του κλασικού ρεπερτορίου. Συνδυάζει τους βροντερούς, σκοτεινούς ήχους του βιολοντσέλου με τις ευαίσθητες και δεξιοτεχνικές δυνατότητες του βιολιού.
Για την ιστορία…
ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841 – 1904)
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οθέλλος, εισαγωγή κοντσέρτου, έργο 93
Η Εισαγωγή Κοντσέρτου Οθέλλος γράφτηκε από τις 10 Δεκεμβρίου 1891 μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 1892. Η αρχική σύλληψη και πρόθεση του συνθέτη ήταν να γράψει μία τριλογία ορχηστρικών εισαγωγών με τον γενικό τίτλο Φύση, Ζωή και Αγάπη. Μάλιστα, ο ίδιος αναφερόταν στις τρεις αυτές εισαγωγές ως μία ενιαία δημιουργία χρησιμοποιώντας τον όρο Τριπλή Εισαγωγή. Ο Οθέλλος ήταν η τρίτη κατά σειρά εισαγωγή, ενώ οι άλλες δύο ονομάστηκαν Στη Φύση και Καρναβάλι· και οι τρεις εισαγωγές, που γράφτηκαν μέσα σε διάστημα δέκα περίπου μηνών, μοιράζονται κοινές ιδέες και θα μπορούσε κανείς να πει ότι αναφέρονται στη δύναμη της Φύσης, ιδωμένης με έναν ευρύ, «πανθεϊστικό» τρόπο, άλλοτε ως ζωογόνου δύναμης και άλλοτε ως δύναμης καταστροφής. Κατ’ επέκταση, οι τρεις εισαγωγές εκτελέστηκαν και μαζί για πρώτη φορά στις 28 Απριλίου 1892 στην αίθουσα Rudolfinum της Πράγας από την Ορχήστρα του Εθνικού Θεάτρου της πόλης υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, κατά την αποχαιρετιστήρια συναυλία του Ντβόρζακ πριν την αναχώρησή του για τη Νέα Υόρκη, ώστε να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα ως διευθυντή του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Ωδείου Μουσικής (θέση που διατήρησε μέχρι το 1895). Τελικά όμως, όταν το 1893 o Ντβόρζακ έστειλε τις εισαγωγές αυτές για να εκδοθούν από τον γερμανικό μουσικό εκδοτικό οίκο Simrock, είχε αποφασίσει να τις εκδώσει ως χωριστά έργα (με αριθμό καταλόγου 91, 92 και 93 αντίστοιχα), όπως και έγινε (1894).
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο εισαγωγές της προαναφερθείσας τριλογίας, ο Οθέλλος απομακρύνεται μορφολογικά από τη δομή της σονάτας, ενδεχομένως λόγω της σχέσης του με το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ. Σε όλο το έργο πρυτανεύει μία επική μεγαλοπρέπεια και υψηλή δραματικότητα που υπηρετείται από απότομες αλλαγές διαθέσεων και δυναμικών. Γενικά, το έργο δεν αποσκοπεί στο να λειτουργεί ως πιστή μεταφορά της σαιξπηρικής τραγωδίας στο πεδίο της μουσικής αλλά επιμέρους τμήματά του δύνανται να παραλληλιστούν με στοιχεία της ιστορίας του Οθέλλου. Η μουσική ενότητα της έκθεσης σχετίζεται με τη μορφή του Ιάγου και τις δόλιες μηχανορραφίες του, που σπέρνουν την αμφιβολία στο μυαλό του Οθέλλου – το πρώτο θέμα της εισαγωγής έχει χαρακτηριστεί ως «θέμα της ζήλειας». Ένα εκτεταμένο λυρικό επεισόδιο που ακολουθεί θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί ως μία ερωτική σκηνή ανάμεσα στον Οθέλλο και τη Δυσδαιμόνα. Στη συνέχεια, η δραματική ανάπτυξη του μουσικού υλικού, που υλοποιείται πάνω σε μία πολύπλοκη αρμονική βάση αναπαριστά την προϊούσα παράδοση του πρωταγωνιστή στη ζήλεια που τον οδηγεί εν τέλει στη δολοφονία της. Η επανέκθεση δημιουργεί μία αίσθηση θλίψης, τύψεων και σπαραξικάρδιας ανάμνησης μίας ευτυχίας που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, ενώ η καταληκτική coda θα μπορούσε να σχετιστεί με την ίδια την αυτοκτονία του κεντρικού ήρωα. Σε διάφορα σημεία της εισαγωγής ο συνθέτης χρησιμοποιεί το «μοτίβο της φύσης», που προέρχεται από την εισαγωγή Στη Φύση (πρώτη της τριλογίας) παραμορφώνοντάς το κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιτείνει την αίσθηση της αγωνίας και της τραγικότητας.
ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833 – 1897)
Διπλό Κοντσέρτο για βιολί, βιολοντσέλο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 102
Allegro
Andante
Vivace non troppo
Η πρώτη γνωριμία του Μπραμς με τον μεγάλο Γερμανό βιολιστή του 19ου αιώνα Γιόζεφ Γιόαχιμ ανάγεται στα 1853, όταν και οι δύο ήταν νεότατοι. Η σταθερή φιλία τους ήταν καθοριστική για την εξέλιξη του συνθέτη: χάρη στον Γιόαχιμ ο Μπραμς γνώρισε τον Ρόμπερτ Σούμαν, που έμελλε να γίνει θερμός μέντοράς του, ενώ για τον Γιόαχιμ συνέθεσε υπέροχα έργα για βιολί με κορωνίδα το μεγαλειώδες Κοντσέρτο του 1878. Ωστόσο, η σχέση των δύο ανδρών διαταράχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Ο Γιόαχιμ κατηγορούσε τότε την σύζυγό του για απιστία, αλλά ο Μπραμς πήρε το μέρος της θεωρώντας πως οι κατηγορίες του φίλου του ήταν αβάσιμες. Για κάποια χρόνια η μεταξύ τους επικοινωνία διεκόπη· όμως το καλοκαίρι του 1887 ο συνθέτης έγραψε μία επιστολή προς τον Γιόαχιμ, ενημερώνοντάς τον πως συνέθετε ένα κοντσέρτο για βιολί και βιολοντσέλο και ζητώντας τη συμβουλή του. Ο δεύτερος έδειξε τον αναμενόμενο ενθουσιασμό και έτσι το κοντσέρτο αποτέλεσε την αφορμή επανασύνδεσης των δύο.
Ο Γιόαχιμ μαζί με τον τσελίστα Ρόμπερτ Χάουσμαν (αγαπημένο τσελίστα του Μπραμς) ήταν οι σολίστ στην πρώτη επίσημη παρουσίαση του έργου στις 18 Οκτωβρίου 1887 στην Κολωνία υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Παραδόξως, παρά τις αναμφισβήτητες αρετές του το έργο αρχικά έγινε δεκτό με επιφυλακτικότητα ακόμα και από πρόσωπα του στενού φιλικού κύκλου του συνθέτη, όπως η Κλάρα Σούμαν, ο κριτικός Έντουαρντ Χάνζλικ ακόμα και ο ίδιος ο Γιόαχιμ. Ωστόσο, σύντομα το κοντσέρτο, που είναι και το τελευταίο συμφωνικό έργο του Μπραμς, καταξιώθηκε στο ρεπερτόριο.
Η αλήθεια είναι πως ο Μπραμς ισορρόπησε με αριστοτεχνικό τρόπο τους διαφορετικούς ως προς το τονικό εύρος, την ένταση και το χρώμα ήχους των δύο σολιστικών οργάνων. Ανάμεσά τους ξετυλίγονται εκπληκτικοί διάλογοι με αμοιβαίες ανταλλαγές φράσεων και με το ένα να αναπτύσσει θεματικά στοιχεία που παρουσιάζει το άλλο. Η ορχήστρα, αν και έχει έναν ως επί το πλείστον συνοδευτικό ρόλο, προσφέρει ένα ιδανικό συμφωνικό υπόστρωμα για την εξέλιξη του κοντσέρτου. Όπως και τα άλλα έργα της ωριμότητας του Μπραμς, το Διπλό Κοντσέρτο είναι έργο βαθιά λυρικό, μελωδικό, με αισθησιακή και σύνθετη αρμονική πλοκή· παρά τη λιτότητα και την πυκνότητά του η μουσική του ουσία χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και νεύρο – μία «ηχηρή απάντηση» σε όσους θεωρούν πως η ωριμότητα και η φρεσκάδα δεν μπορούν να συνυπάρχουν.
Το πρώτο μέρος, στιβαρό και μεγαλόπνοο, είναι γραμμένο σε τυπική φόρμα σονάτας-κοντσέρτου. Ωστόσο, στο πλαίσιο μίας μορφολογικής «απόκλισης» με ιδιαίτερη νοηματική βαρύτητα, η είσοδος της ορχήστρας διακόπτεται γρήγορα και τελείως απρόσμενα από το σόλο βιολοντσέλο που εκτυλίσσει έναν μακροσκελή, φορτισμένο μονόλογο. Μετά από σύντομη παρέμβαση των ξύλινων πνευστών, βιολί και βιολοντσέλο αναπτύσσουν έναν δυναμικότατο διάλογο που οδηγεί στην «αναμενόμενη» ορχηστρική εισαγωγή, όπου και εκτίθενται τα δύο κύρια θέματα του μέρους. Επανεμφανιζόμενοι οι δύο σολίστ συμβάλλουν καταλυτικά μέχρι τέλους στην ανάπτυξη του θεματικού υλικού. Κόρνα και ξύλινα πνευστά προετοιμάζουν την είσοδο στο αργό, δεύτερο μέρος των δύο σολιστικών οργάνων. Αυτά παρουσιάζουν (σε ταυτοφωνία) την τρυφερή κύρια μελωδία, η οποία «αμφιταλαντεύεται» ανάμεσα σε ύμνο και νανούρισμα. Το φινάλε είναι ένα νευρώδες και λαϊκότροπα χορευτικό ροντό που έρχεται να διαλύσει την προηγηθείσα μελαγχολία, επικεντρωνόμενο σε χειρονομίες πιο εξωστρεφείς, ενίοτε ανάλαφρες και σαφώς δεξιοτεχνικές για το βιολί και το τσέλο, αν και δεν λείπουν φυσικά στιγμές, όπου η ένταση καταλαγιάζει.
ΜΠΕΝΤΡΙΧ ΣΜΕΤΑΝΑ (1824 – 1884)
Τρία συμφωνικά ποιήματα από τη συλλογή «Η πατρίδα μου»:
Βισέχραντ (Το ψηλό κάστρο)
Μολδάβας
Μπλανίκ
Το 1874 έμελλε να είναι μία κομβική χρονιά στη ζωή του μεγάλου Τσέχου συνθέτη Μπέντριχ Σμέτανα. Στις αρχές του καλοκαιριού εμφανίστηκαν προβλήματα στην ακοή του, που σύντομα έγιναν εντονότερα και τον ανάγκασαν, στις αρχές Σεπτεμβρίου, να παραιτηθεί από την περίοπτη θέση του πρώτου αρχιμουσικού στο Θέατρο της Πράγας, που κατείχε από το 1866 (στο διάστημα αυτό είχε συνθέσει έξι όπερες και είχε αναγνωριστεί ως ο «πατέρας της τσέχικης όπερας»). Τελικά, τον Οκτώβριο έχασε πλήρως την ακοή του· και αυτή η δυσβάσταχτη για έναν μουσικό απώλεια αποδείχθηκε μη αναστρέψιμη ως το τέλος της ζωής του, οδηγώντας από ένα σημείο και μετά στην πλήρη νευρική του κατάρρευση.
Από την άλλη, εκείνη τη χρονιά -και σε πείσμα της έλλειψης ακοής- ο Σμέτανα προχώρησε στη σύνθεση του εμβληματικού για την τσέχικη μουσική κύκλου έξι συμφωνικών ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Η πατρίδα μου». Ήδη το Νοέμβριο είχε ολοκληρώσει το πρώτο (η σύνθεση του οποίου είχε αρχίσει από το 1872) και αμέσως ξεκίνησε να συνθέτει τον «Μολδάβα», που γράφτηκε σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες. Το τρίτο και το τέταρτο συμφωνικό ποίημα γράφτηκαν το 1875, ενώ τα δύο τελευταία ολοκληρώθηκαν το 1878 και 1879 αντίστοιχα. Η θριαμβευτική πρεμιέρα ολόκληρου του κύκλου δόθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1882 στην πόλη της Πράγας (στην οποία και είναι αφιερωμένος) με τη Φιλαρμονική της Ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Άντολφ Τσεχ. Σε μία εποχή που γενικά στην Ευρώπη οι εθνικές συνειδήσεις αφυπνίζονταν, μία μουσική, σαν αυτή του Σμέτανα, εμπνευσμένη από τις παραδόσεις, τα φυσικά τοπία, την ιστορία και τους παραδοσιακούς ήχους της Τσεχίας, ήταν αναμενόμενο να έχει βαθιά απήχηση στους συμπατριώτες του. Βεβαίως, οι μεγάλες, αμιγώς μουσικές αρετές του έργου καθιστούν την «Πατρίδα μου» έργο με οικουμενική και διαχρονική απήχηση.
Σε επιστολή του (Μάιος 1879) προς τον εκδότη του, ο ίδιος ο Σμέτανα αποτύπωσε με σαφήνεια το «πρόγραμμα», το εξωμουσικό δηλαδή περιεχόμενο, καθενός από τα έξι συμφωνικά ποιήματα του κύκλου. Το πρώτο εξ αυτών αναφέρεται στο μεσαιωνικό κάστρο Βισέχραντ, χτισμένο σε έναν λόφο δίπλα στον ποταμό Μολδάβα. Εκεί, σύμφωνα με τους τοπικούς θρύλους, είχε ζήσει κατά τον 8ο αιώνα η σοφή βασίλισσα της Βοημίας Λιμπούσε, που ενέπνευσε στον Σμέτανα και την ομώνυμη όπερα. Ο συνθέτης σημείωσε: «Οι άρπες των βάρδων ξεκινούν· ένας βάρδος τραγουδά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Βισέχραντ, τη δόξα, το μεγαλείο, τους αγώνες και τις μάχες, και τελικά την πτώση και την καταστροφή του. Η σύνθεση καταλήγει με μία ελεγειακή ενότητα.» Πράγματι, το έργο χωρίζεται σε τρεις δομικές ενότητες: η πρώτη δημιουργεί με απέριττο τρόπο μία ατμόσφαιρα αναπόλησης και αρχαϊκής μεγαλοπρέπειας. Η δεύτερη ξεκινά αγωνιωδώς και με μεγαλύτερη ένταση, που σύντομα οδηγεί σε μία πομπώδη κορύφωση. Η τελευταία επαναφέρει την αρχική ατμόσφαιρα με ελεγειακή διάθεση.
Ο Μολδάβας είναι μακράν το δημοφιλέστερο από τα συμφωνικά ποιήματα του κύκλου – σίγουρα και χάρη στην τόσο τρυφερή και αναγνωρίσιμη, βασική μελωδία, που ο Σμέτανα συνέδεσε με τον μεγάλο ποταμό της Τσεχίας. Κατά τον συνθέτη «η σύνθεση αναπαριστά την πορεία του ποταμού, που ξεκινά από δύο μικρές πηγές. Από τη μία κυλάει ένα ζεστό ρυάκι, από την άλλη ένα κρύο· τα δύο αυτά ενώνονται και σχηματίζουν τον Μολδάβα, που κυλά μέσα από δάση και λιβάδια. Περνά μέσα από την εξοχή, όπου γιορτάζονται γάμοι με χορούς και τραγούδια, ενώ τη νύχτα οι νύμφες του νερού και του δάσους ξεφαντώνουν πάνω στα κύματά του. Στα νερά του καθρεφτίζονται κάστρα και φρούρια, που ορθώνονται περήφανα προς τον ουρανό. Ο ποταμός στροβιλίζεται στις δίνες του Αγ. Ιωάννη, ανοίγει τον δρόμο του με ορμή και κάνει τη μεγαλοπρεπή του είσοδο στην Πράγα, όπου τον «υποδέχεται» το κάστρο Βισέχραντ. Τελικά, ο ποταμός εξαφανίζεται στο βάθος, καθώς χύνεται στον Έλβα.»
Το τελευταίο συμφωνικό ποίημα βασίζεται πάνω στο χορικό «Εσείς, που είστε στρατιώτες του Θεού», το οποίο αποτέλεσε τον ύμνο του κινήματος των Χουσιτών, οπαδών του θρησκευτικού μεταρρυθμιστή Γιαν Χους (1370-1415) με έδρα το Τάμπορ, νότια της Πράγας. Ο Σμέτανα αναφέρει: «Το Μπλανίκ ξεκινά εκεί που η προηγούμενη σύνθεση τελειώνει. Μετά την τελική τους ήττα, οι Χουσίτες ήρωες βρίσκουν καταφύγιο στο όρος Μπλανίκ, όπου παραδίνονται σε βαθύ ύπνο περιμένοντας τη στιγμή που θα τους ζητηθεί να βοηθήσουν την πατρίδα τους… Στη βάση αυτής της μελωδίας, του χορικού των Χουσιτών, θα γίνει η αναγέννηση του τσεχικού έθνους και θα έρθει η μελλοντική του ευημερία και δόξα. Με αυτόν τον θριαμβευτικό ύμνο, με τη μορφή εμβατηρίου, κλείνει όλος ο κύκλος Η Πατρίδα μου. Παρεμβάλλεται ένα σύντομο ιντερμέτζο, που αναπαριστά έναν νεαρό βοσκό να παίζει τη φλογέρα του…»
In memoriam
Η συμμετοχή των σολίστ της συναυλίας εξασφαλίστηκε χάρη στην ευγενή δωρεά του Αλέξανδρου Σοφιανού εις μνήμη του πατέρα του, Κωστή Σοφιανού. Μέρος των εσόδων θα διατεθεί υπέρ του Κουλούρειου Νοσοκομείου “Παναγία Φανερωμένη” Ύδρας.
Η επικοινωνία της συναυλίας πραγματοποιείται και μέσω των διαύλων της Πρεσβείας της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Αθήνα.