Ο Νάνος Βαλαωρίτης στη συλλογή «Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα» ποιητικά εξετάζει θέματα επίκαιρα και μη, όλα αυτά που μπορεί να δει, τελικά, ένας ουράνιος οφθαλμός, όπως κάπου εξηγεί («στον έβδομο πολύχρωμο/ πολύχαλκο μονόφθολμο/ ουρανό – που με κυκλώπεια/ όρεξη εποφθαλμιά διαρκώς/ την μυθολογική μας χώρα»).
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τα «αξιοσημείωτα» μιας ποιητικής συλλογής που φέρει τέτοιο βάρος παραδόσεων. Αντί όμως εύκολα να γενικεύουμε χρησιμοποιώντας παραδόσεις, γενεές και ρεύματα, μπορούμε για τον Νάνο να πούμε ξεκάθαρα ποιοι ποιητές ήταν αυτοί που καλά αφομοίωσε το χωνευτήρι της ποίησής του τόσα χρόνια. Όταν αναφέρεται στα «κακώς κείμενα» της σύγχρονης εποχής η αμεσότητά του θυμίζει Blake στα Songs of Innocence and Experience∙ αυτό που μένει ως αίσθηση δεν είναι η απελπισία και η απόγνωση για τα γιγνόμενα, αλλά μια οξεία ευαισθησία με ίχνη ειρωνείας («αφού λοιπόν φάγαμε ήπιαμε/ και χορτάσαμε του σκασμού/ κατακλιθήκαμε για ύπνο μέσα/ σ΄ ένα ψυγείο ΖΗΜΕΝΣ/ αλλά ξεχάσαμε να κατεβάσουμε τα στόρια/ και μας είδαν απ’ τις βιτρίνες να ξεπαγιάζουμε»). Αλλά κάπου αναμεταξύ των αρνητικών στοιχείων της εποχής, πάντα βρίσκεται χώρος για θετικά σεσημασμένα σχόλια (όπως προδίδει και ο τίτλος «Τα άνθη του Κακού» του Baudelaire, τον οποίο τόσο καλά μελέτησε ο Νάνος). Αυτά τα Άνθη της αστικοποίησης και της φτώχειας ο Νάνος επιλέγει να τα δώσει όχι τόσο αισθητικά, όπως ο Baudelaire, αλλά μέσα από τα «αισθησιακά κανάλια της μυθοπλασίας», όπως λέει ο ίδιος κάπου μνημονεύοντας τον Γάλλο ποιητή (επιπαραδείγματι ο στίχος: «με των γυναικών τα πλούσια μπούστα/ (που δουλεύουν στα εργοστάσια/ κατασκευής Συγκλονιστικών Ιδεών)»). Κάποια παραληρηματικά σημεία, έντονα συνειρμικά, μαρτυρούν Rimbaud, χωρίς όμως τον έντονο προσωπικό τόνο του τελευταίου.
Όπως θα εξηγηθεί περαιτέρω στη ρυθμική ανάλυση της συλλογής, ο Νάνος δεν μετακινείται από σκέψη σε σκέψη αλλά από γλωσσικό στοιχείο σε άλλο: οι συνειρμοί του κινούνται ως γλωσσικά κατασκευάσματα, όχι ως σημασιακές σκέψεις. Είναι φανερή, έπειτα, μια αντιπάθεια προς τον εύκολο λυρισμό και τον μπαρόκ ερωτισμό. Ο λυρισμός παραμένει στο επίπεδο της σκέψης του ποιητή, δεν δηλώνεται έμπρακτα στο ποίημα, δεν «γλυκαίνει», συχνά απλώς παρατηρείται: «Όλα μοιάζαν χαμένα κείνο το πρωινό ώσπου να συναντηθούνε/ Τυχαία στον δρόμο. Ένα χαμόγελο κάποτε άλλαξε την τύχη/ του κόσμου.» Κι αν κάπου κάποιος λυρισμός εκφέρεται, τότε γίνεται ως περιγραφικότητα στοιχείων της φύσης και φέρνει στο μυαλό αποσπάσματα Σολωμού και Σικελιανού («η μυρωδιά σου μέσα στα ρείκια/ τους θάμνους και τις θυμαριές/ ακόμα και οι αρχαίοι νεκροί/ μες στη σκιά των δέντρων/ θ’ ανασήκωναν το κεφάλι τους/ να σε δούνε να περνάς»). Τέτοιες στιγμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρησιμοποιούνται ως διαλείμματα μέσα στη συλλογή, ως αναγνωστικές παύσεις. Ο αγαπημένος του Νάνου Τ.Σ. Έλιοτ τον ευαισθητοποιεί ερωτικά (όχι μελοδραματικά). Σε ορισμένα σημεία μάλιστα είναι ενδιαφέρον το πόσο ωραία μπορούν να παραβληθούν αποσπάσματά τους:
«στα επόμενα πέντε λεπτά ας σκεφτούμε/τι μπορούμε να κάνουμε/ ώστε να μην χάσουμε ακόμα/ μια ευκαιρία ανωριμότητας/ μια βασιλική λεωφόρο/ απ’ το μηδέν στο άπειρο/ αφού είσαι πάλι εσύ εκεί πέρα/ στο αχανές σύμπαν του γκρίζου/ ορίζοντα που κοιτάζεις με δέος»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«And indeed there will be time/ For the yellow smoke that slides along the street,/ Rubbing its back upon the window-panes;/ There will be time, there will be time/ To prepare a face to meet the faces that you meet»
Αυτό που αξίζει να αναλυθεί περαιτέρω στην ποίηση του Νάνου δεν είναι το τι αλλά το πώς, το πώς η ποίησή του αποκτά μουσικότητα και κατά πόσο την ακούει ο αναγνώστης. Για να προσεγγίσουμε το ζήτημα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε την προφορική ποιητική εμπειρία, στην οποία είχε μπολιαστεί ο Νάνος, κατά τη διαμονή του στην Καλιφόρνια. Ρυθμικό -κάτω από τη σκέπη της beat- είναι αυτό που ρέει όταν διαβάζεται μεγαλόφωνα. Και ο Νάνος ακόμη τηρεί το beat πρότυπο: η ποίησή του γράφεται για να διαβαστεί προφορικά όχι αναγνωστικά. Ίσως εκεί να οφείλεται η αρχική αμηχανία του σύγχρονου αναγνώστη. Η ποίησή του παρουσιάζει μια συνέχεια-ροή, που αν και διακοπτόμενη, συνεχίζεται με φράσεις- κλισέ και συντάξεις που καθιστούν την προηγούμενη διακοπή ψευδαίσθηση. Η συνέχιση από τη μία λέξη-φράση στην άλλη γίνεται καθαρά γλωσσοκεντρικά. Ο Νάνος δεν προαποφασίζει νοήματα και σκέψεις∙ γράφει και το ποίημα του υπαγορεύει το ποίημα. Πολύ περισσότερο προχωρά στον επόμενο στίχο μέσω λόγου χάρη μιας πρόθεσης που τελικά συνδέεται με ένα ρήμα, παρά με μια εικόνα που θα τον οδηγήσει συνειρμικά σε μια άλλη. Αυτός ο γλωσσοκεντρισμός κάποιες φορές γίνεται υπερβολικός (βλ. ποίημα Ντεσουκαζ). Αυτό που όμως προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο όλα τα ποιήματα λήγουν αποφασιστικά. Εκεί είναι που ο Νάνος χρησιμοποιεί πιο πολύ νόημα και όχι μόνο ήχο. Πιο αναλυτικά, υπάρχουν ποιήματα που δίνουν την αίσθηση ότι απλώς προσλαμβάνονται ηχητικά και συντακτικά, χωρίς να είναι δυνατή η διείσδυση στο λεξικό περιεχόμενο, τόσο γρήγορα που εναλλάσσονται οι νοητικοί χώροι. Αυτό συμβαίνει διότι, όπως σημειώθηκε, ο ποιητής δεν σκέφτεται λεξικά (κατά κύριο λόγο). Στο τέλος των ποιημάτων, όμως, έστω και για δυο στίχους, ήχος και νόημα συνήθως συμφιλιώνονται, με αποτέλεσμα το όλο ποίημα να δίνει την εντύπωση ενός βαθέως λογικού οικοδομήματος. Τέτοιες αποφασιστικές λήξεις βλέπουμε και στον Blake. Ο Νάνος ακόμη χρησιμοποιεί την ομοηχία (ή σχεδόν ομοηχία) ως αφορμή συνέχισης του στίχου, χωρίς άμεσο ρυθμικό αποτέλεσμα. Έχει διαβάσει καλά τις ομοιοκαταληξίες του Auden, δεν τις τοποθετεί όμως στο τέλος του στίχου όπως εκείνος, σκοπός δεν είναι να χαροποιήσει αλλά να ερεθίσει τον αναγνώστη («όταν βρέθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον/ στο στρατόπεδο των γυναικών/ χωρίς να γνωρίζουν καλά/ καλά σε ποιο έργο, ποίημα, φύλο,/ φίλο, σε ποια γλώσσα ανήκαν/ από τις δυο»). Ο διασκελισμός στην ποίησή του γίνεται περισσότερο τόπος παρά έκπληξη∙ υπάρχουν στιγμές, ωστόσο, που μας θυμίζει ότι δεν αλλάζει στίχο καθόλου τυχαία («κι αναρωτήθηκα τι κέρδισα/ τι έχασα και τι δεν έχω πια/ να χάσω»). Όλα αυτά σε μια γλώσσα μεικτή αλλά (πολύ) νόμιμη, που θυμίζει προσπάθειες φυσικής αναβίωσης παλαιών ριζικών εννοιών, αλλά και ομαλής προσθήκης νέων, κατά το σολωμικό πρότυπο.
Αυτό που θα μας μείνει σίγουρα είναι κάποιες πολύτιμες σκέψεις περί Ποιητικής, καλά κρυμμένες, όπως αυτή που αντιμετωπίζει την Ποίηση ως νεκρή από αφύσικο θάνατο την αιτία του οποίου αναζητούν οι ιχνηλάτες ποιητές. Και βέβαια το χιούμορ του Νάνου, που ξεπηδά από το πουθενά, σε φράσεις («οι Ωραίες μάλιστα έσπευσαν/ να εμφανιστούν γυμνές με/ τα εξωσκελετικά τους μπανιερά/ μίνι και μαξιμαλιστικά») ή ακόμη και σε ημερομηνίες κάτω από τα ποιήματα («23 Ιουλίου Καίσαρα 2011»).
Η ποιητική συλλογή, Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα του Νάνου Βαλαωρίτη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.