Είναι μια εικόνα πρόσφατη που με ταλαιπωρεί. Δεν πάνε πολλές μέρες που βγήκα από την πρόβα και είδα έναν άνθρωπο να κοιμάται μέσα στα σκουπίδια….

… Οδός Σατωβριάνδου. Το μισό του σώμα ήταν μέσα στον αναποδογυρισμένο κάδο με τα σκουπίδια κι εκείνος εκεί κοιμόταν. Όχι δεν είχε πεθάνει. Αυτός ήταν ο χώρος και ο χρόνος του ύπνου του.

Photo: Μαριλένα Βαϊνανίδη

Καμιά θεατρική αναγωγή σε ένα Μπεκετικό σύμπαν δεν μπορεί να λειάνει εντός μου την εικόνα αυτή. Δεν υπάρχει βαθμός ποίησης στη δυστυχία όταν την κοιτάζεις στα κλειστά της μάτια να κοιμάται ανάμεσα σε σκουπίδια. Δεν ξέρω αν «οι ευτυχισμένες μέρες» μας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, δεν ξέρω αν αυτό είναι «το τέλος του παιχνιδιού», δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι το όριο της εξαθλίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης ή μιας πόλης. Έχω μόνο την αίσθηση πως η καθημερινή επαφή μας με τέτοιου είδους εικόνες ενέχει έναν κίνδυνο πιο ύπουλο κι από το φίδι που τράφηκε από το στήθος της Κλυταιμνήστρας στον εφιάλτη της: την έξη. Δε θέλω να συνηθίσω. Θέλω να διατηρήσω εντός μου τη δυνατότητα να σοκάρομαι και να δυστυχώ ενώπιον του πόνου που είναι δίπλα μου και που όλη η ευτυχία μιας πρόβας που τελεσφόρησε δεν μπορεί να τον ισορροπήσει στη ζυγαριά της μέρας.  Δεν ξέρω αν είμαι αισιόδοξη. Μάλλον δεν είμαι -στο επίπεδο του συνειδητού τουλάχιστον.

Κι από την άλλη, σίγουρα αυτή η λειτουργία ανήκει στην ερήμην περιοχή του ανθρώπου -αλλιώς πώς συνεχίζει κανείς από μέρα σε μέρα με Τσεχωφική εγκαρτέρηση;-. Το βέβαιο πάντως είναι πως φοβάμαι. Και θέλω να μιλήσω γι’ αυτό το φόβο με έναν τρόπο που διαθέτω. Αυτή είναι η λειτουργία του θεάτρου για μένα τώρα. Σχεδόν ψυχαναλυτική: να μιλώ για έναν φόβο στην προσπάθειά μου να τον ρυθμίζω. Γι’ αυτό και θεωρώ μέγιστη τύχη τη δυνατότητά μου να εργάζομαι στο θέατρο. Η λειτουργία της πρόβας μπορεί να σου προσφέρει στιγμές μεγάλης ευδαιμονίας τελείως απρόσμενες. Και στιγμές μεγάλης χαράς. Αυτής της υψηλής χαράς που μπορεί μόνον να αισθανθεί κανείς όταν έρθει σε επαφή με την ομορφιά του καλλιτεχνικού έργου και του ανθρώπου που ξαναγίνεται αθώος στην προσπάθειά του να εκκαλύψει εκείνο που εγκιβωτίζεται στο θεατρικό έργο. Αυτές οι στιγμές είναι που συντηρούν μάλλον κι  εκείνη την αισιοδοξία που λειτουργεί εντός μου ερήμην μου.

Είναι τύχη να εργάζεται κανείς στο θέατρο και για έναν ακόμη λόγο: για τις εξαιρετικές εκείνες συναντήσεις με ανθρώπους που μπορούν να αποτελέσουν «πυρσούς λαμπρούς» σε περιόδους σαν και την τωρινή που το μόνο που αισθάνεται κανείς να «φεγγοβολάει» είναι η κοινωνική κόλαση «που αυξάνει»… για να το θέσω με τις λέξεις της Σολωμικής ποίησης.

Υ.γ.: Σήμερα βγήκα από το θέατρο. Πλάι στον κάδο των σκουπιδιών μια πολυθρόνα παρατημένη. Ο ίδιος άνθρωπος κοιμόταν εκεί, σκεπασμένος με μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Με θεατρικούς όρους: εικόνα σε λούπα.

Info:
H Σύλβια Λιούλιου είναι σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Royal Holloway University of London, υποκριτική στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας και σκηνοθεσία στη Royal Academy of Dramatic Art (RADA: ΜΑ Text and Performance) απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το Σεπτέμβριο του 2010. Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: Πελεκάνος (bios basement), Μια Μετέωρη Κυρία (Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης) και Ο Λάμπρος, Ζακύνθου αρ. 12 (Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260: Κτίριο Ε).