Η λακανική ψυχαναλύτρια και συγγραφέας Σώτη Γρίβα μας μιλά για το νέο της βιβλίο «Κόμπος στον λαιμό» (εκδ. Γαβριηλίδης), για την επιθυμία που δεν έχει αντίδοτο, τη φαντασίωση, τους παραμορφωτικούς καθρέπτες στα βλέμματα των άλλων κι επισημαίνει τη διαφορά μεταξύ καταβρόχθισης κι αγάπης.
Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου
Culturenow. gr: Στα βιβλία σας συνδέετε συχνά την αφήγηση με τα κλασικά παραμύθια. Αυτή η προτίμηση έχει ίσως να κάνει με τη λακανική σας θεώρηση;
Σώτη Γρίβα: Επειδή είμαι ένας ιχνηλάτης-ψυχαναλυτής, όπως και ο Ιεζεκιήλ Ρώτας στο βιβλίο μου, ακολουθώντας τα ίχνη που αφήνουν οι εγγραφές των αναλυόμενων στις συνεδρίες τους, βρήκα μια μυστική τοπολογία και θα τη μοιραστώ μαζί σας. Πρόκειται πάντα για μια φαντασίωση-παραμύθι όταν φαντασιώνεστε με ανοιχτά μάτια ή μισόκλειστα βλέφαρα. Αυτή είναι η κουνελότρυπα που πέφτει «Η Αλίκη στη χώρα της παράνοιας» (εκδ. Έναστρον), η οθόνη-κελάρι που παγιδεύεται «Η πριγκίπισσα και ο Νάνος του ”όχι”» (εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές) και ο τόπος που σκοντάφτει ο ιππότης χωρίς πανοπλία στη «Μικρή Φορεματού» που πρόκειται να εκδοθεί τους επόμενους μήνες σαν ένθετο παραμύθι στο βιβλίο μου «Κόκκινα παπούτσ(ι)α. Αυτό που δεν είπε ο Λακάν για τις γυναίκες» από τις εκδόσεις Έναστρον. Είναι φαντασίωση-παραμύθι ακόμα και σ’ εκείνα τα ενήλικα παιδάκια που δεν έχουν διαβάσει ποτέ παραμύθια. Δεν είναι ένας μύθος. Ούτε καν ο μύθος του Οιδίποδα. Για να σας το ξεδιαλύνω λίγο, η φαντασίωση δεν είναι φαντασία ούτε αναπαράσταση. Στη λακανική ψυχανάλυση, με τη δική μου οπτική, υπάρχει η οθόνη της φαντασίωσης που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην επιθυμία και στην απόλαυση. Μας σαγηνεύει και μας στοιχειώνει αν την κοιτάξουμε κατάματα… Εκεί θα συναντήσετε στον «Κόμπος στο λαιμό» (εκδ. Γαβριηλίδης) και τη ”νεράιδα” που μπορεί να’ ναι το κάθε κοριτσάκι-γυναίκα που αυξομειώνεται μπροστά στον καθρέφτη του λίγο πριν πέσει στην άβυσσο του ιλίγγου από έναν παράφορο έρωτα για ένα ”βασιλιά”…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cult. N.: Στον Κόμπο στον Λαιμό, ο κ. Φέρτας είναι ψυχίατρος που δίνει φάρμακα στους ασθενείς χωρίς δεύτερη σκέψη. Ποιο σημείο καθορίζει το πότε πρέπει να χορηγηθεί σε κάποιον φαρμακευτική αγωγή;
Σ. Γρ.: Ο κύριος Φέρτας, το λέει και το όνομά του άλλωστε, δίνει χαπάκια-τάπες που βουλώνουν το στόμα του υποκειμένου του ασυνειδήτου για να πιπιλάει υπόκωφα τον πόνο του και να μην λέει ”όχι”. Αν γίνεται να απολαμβάνει κιόλας τον πόνο του άηχα, άλαλα και με μια παθητική αδράνεια. Εκείνος καρπώνεται το κέρδος από αυτά τα αναίμακτα εγκλήματα. Ο κάθε ασθενής έχει μια ανταλλακτική αξία χρήσης και τον χειρίζεται δια χειρός φαρμακευτικών εταιριών. Όμως ό,τι δεν λέει το στόμα το λέει το σώμα που βγάζει συνεχώς συμ-πτώματα σε σχήμα φράκταλ. Πώς να συμβιβαστεί ο κάθε ασθενής και μη οδοιπόρος μ’ ένα πτώμα μέσα του και να κάθεται και φρόνιμα από πάνω; Ξέρετε, το σημείο που λέτε είναι το σημείο μηδέν. Υπάρχουν φάρμακα για την επιθυμία; Υπάρχει κανένα μαγικό χαπάκι για να περάσεις από τον ομφάλιο λώρο της οικογένειάς σου στην ελευθερία του να είσαι εσύ όταν μιλάς και όχι να μιλιέσαι; Τα αντικαταθλιπτικά και τα αντιψυχωσικά φάρμακα δημιουργούν το άμορφο «Εμείς» χωρίς Εγώ και Εσύ. Όταν τα φάρμακα δίνονται σ’ αυτό το ουδέτερο πλάσμα μιας νοσηρής φαντασίας με το όνομα «ανθρώπινο δυναμικό» είναι φαρμάκι που τρέφει τα σημεία και τα τέρατα των μνημονιακών καιρών μας…
Cult. N.: Σε κάποιο σημείο «παίζετε» με τις λέξεις κόμπος και κόμβος. Μας εξηγείτε τι κρύβεται πίσω απ’ το λογοπαίγνιο;
Σ. Γρ.: Η λέξη κόμπος είναι η ανεστραμμένη όψη της λέξης κόμβος. Αν δεν περπατήσεις στην λακανική τοπολογία των κόμβων του Φαντασιακού-Συμβολικού-Πραγματικού μένεις σε δύο μόνο διαστάσεις του χωροχρόνου και τότε αρχίζουν τα μπερδέματα. Μπαίνεις μέσα στον Άλλο και γίνεσαι ο Άλλος ή δίνεσαι για ένα αέναο φαγοπότι πάντα διαθέσιμος ή διαθέσιμη. Εδώ, το μη-διαθέσιμος ή ”αδιάθετη” δεν παίζει. Είναι το γνωστό «Φάε με!» που μπερδεύει την καταβρόχθιση με την αγάπη και δένει έναν κόμπο στον λαιμό σε κάθε μερική ενόρμηση. Σε κάθε στόμιο που πάλλεται ακόμη στο σώμα μας.
Cult. N.: Τι συμβολίζει το χρώμα μοβ στο βιβλίο;
Σ. Γρ.: Η λέξη, mot στα γαλλικά, που ακούγεται σαν μοβ στα χείλη της ηρωίδας του «Κόμπος στο λαιμό» δεν συμβολίζει ένα χρώμα. Δεν έχει ένα συμπαγές νόημα. Είναι ένας διπλός κόμπος των λέξεων που καταπίνουμε από τ’ αυτιά αμάσητα και μας κάθονται στον λαιμό, αφήνοντας μια πένθιμη απόχρωση μελαγχολίας στα χείλη. Αν προχωρήσει η κατάποση θα μας κάτσουν στο στομάχι. Ο Ιεζεκιήλ Ρώτας βρίσκει την άκρη του νήματος και αναφωνεί κάποια στιγμή: «Όταν δεν τρως το βιβλίο, πίνεις λαίμαργα το αλκοόλ, το ρευστό υγρό, το μοβ υγρό!». Η εικόνα της αντανακλά την εικόνα ενός άντρα που πίνει. Βρισκόμαστε πάλι μπροστά στο στάδιο του καθρέφτη και στη φαντασιακή ταύτιση. Η λέξη «μοβ» είναι ένα σημαίνον που την αντιπροσωπεύει για άλλα σημαίνοντα όπως λέει ο Λακάν. Ταιριάζει γάντι με το «σημάδι» του βιβλικού Κάιν στο μέτωπο. Σημαίνει κάτι που έχει ήδη συμβεί αλλά είναι αόρατο στα μάτια. Είναι ένα ιερογλυφικό σε μοβ χρώμα. Τόσο ρευστό που παίρνει την όψη του μοβ υγρού με μπόλικο αλκοόλ.
Σ. Γρ.: Τα ονόματά τους είναι αυτά που δεν τους έχουν δοθεί ακόμη. Αυτή η επινόηση θεωρώ ότι είναι εύστοχη από μόνη της. Προσωπικά πιστεύω ότι το όνομα του κάθε υποκειμένου είναι ένα Όνομα-χωρίς-Όνομα. Είναι το όνομα «Είμαι αυτός που θα είμαι» που λέει ο Γιαχβέ στον Μωυσή και όχι το όνομα του συμπτώματος που επενδύει τον καθένα σαν αντικείμενο με παθητική χρήση. Πότε εύχρηστο εργαλειακά και πότε εντελώς άχρηστο. Οι άνθρωποι στο βιβλίο μου ψάχνουν στα τυφλά να κρατηθούν από ένα τυφλό σημείο που τους γνέφει από κάπου που αγνοούν. Είμαστε βλέπετε στον τόπο του ασυνειδήτου. Είναι η έρημος του Πραγματικού για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Μπωντριγιάρ. Εκεί αχνοφαίνεται η ασυνείδητη εικόνα των σωμάτων που συναντούν παραμορφωτικούς καθρέφτες στο καθρέφτισμά τους στο βλέμμα του Άλλου. Όταν γράφω τα βιβλία μου, όταν αναλύω ως ψυχαναλύτρια και όταν διδάσκω ψυχανάλυση στο PSYCHIAMA κινούμαι στην περιοχή του τρισδιάστατου βλέμματος: α) πώς βλέπω, β) πώς βλέπομαι και γ) πώς βλέπω τον Άλλο να με βλέπει. Σ’ αυτά τα σταυροδρόμια διασταυρώνονται και οι ματιές των χαρακτήρων μου χωρίς να αλληθωρίζουν…
Cult. N.: Έργα σας κυκλοφορούν μεταφρασμένα στο Παρίσι. Έχετε συγκριτική εικόνα μεταξύ ελληνικού και γαλλικού αναγνωστικού κοινού;
Σ. Γρ.: Το κοινό που διαβάζει τα βιβλία μου στην Ελλάδα ή στο Παρίσι δεν κατευθύνεται από μια κοινή λογική. Ακροβατεί στις παρυφές του αινίγματος και ενδιαφέρεται πολύ για μια λακανική ψυχανάλυση που εκφέρεται με λογοτεχνικό τρόπο. Υπάρχει ανάμεσά τους και το ενθουσιώδες κοινό κριτικών της λογοτεχνίας που βλέπει έναν νέο Κάφκα. Τα βιβλία μου «Ά-βορος, Εγκλήματα στις ψυχοθεραπείες» (εκδ. Γαβριηλίδης) και «Η πριγκίπισσα και ο Νάνος του ”όχι”» που ήδη σας ανέφερα έχουν ενταχθεί από τον εκδοτικό οίκο L’ Harmattan στο Παρίσι σε μια ιδιαίτερη σειρά ψυχαναλυτικών βιβλίων που λέγεται «Ψυχαναλυτικές Σπουδές» χωρίς να είναι δοκίμια. Ειδικά στο Παρίσι τα διαβάζουν όρθιοι στο μετρό, τα μελετούν στα σεμινάρια και πριν τους πάρει ο Μορφέας στις αγκάλες τους τα παίρνουν αγκαλιά στο μαξιλάρι τους. Πάντως είναι ένα πολύ καλό αντίδοτο στα υπνωτικά χάπια και τα ηρεμιστικά. Ενώ κρατούν ενεργό τον παλμό του ασυνειδήτου, κοιμάσαι σαν πουλάκι…
Cult. N.: Ψυχαναλύτρια, χορογράφος, συγγραφέας, διευθύντρια Ινστιτούτου. Προλαβαίνετε να διαβάσετε λογοτεχνία;
Σ. Γρ.: Η πρώτη μου συνάντηση με τη λογοτεχνία ήταν ένα συμβάν. Ερωτεύτηκα πολύ μικρή έναν τηλέτυπο κι έκανα υπερωρίες στη δουλειά του πατέρα μου για να εγγράφω ίχνη με μελάνι πάνω του. Για να τον φθάσω, σκαρφάλωνα σ’ ένα σκαμπό. Από τότε, τα πλήκτρα, τα βιβλία, δοκίμια ή λογοτεχνικά είναι το λεκτικό μου περίβλημα. Κάθε μέρα με διαπνέει κάτι που διαβάζω ή γράφω με ρυθμούς αναπνοής. Οπότε το ερώτημά σας θα σήμαινε αν έχω ή δεν έχω δέρμα. Και βέβαια έχω αλλά δεν είναι διάφανο…
Σημ.: Η φωτό είναι του gianpal333