Η ποιητική συλλογή «Συγκατοίκηση με το παρόν» του Τίτου Πατρίκιου κινείται με βάση τα πιθανά προσδόκιμα ζωής του ανθρώπου και της κατοικίας του. Η σύγκριση των πιθανών αυτών χρονικών ορίων είναι που τροφοδοτεί τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής.

Ειδικά στα πρώτα ποιήματα γίνεται μια σαφής διάκριση μεταξύ της φωνής του αφηγητή που ακούμε σε όλα τα ποιήματα και ενός άλλου, σχεδόν παντογνώστη, που αφορμάται από τα περιεχόμενα για να δώσει πιο φιλοσοφικές προεκτάσεις. Η διαφοροποίηση των φωνών γίνεται εμπροθέτως αφού ο ποιητής πλαγιάζει τη γραμματοσειρά όταν θέτει τον παντογνώστη αφηγητή σε λειτουργία. Και ενώ ο αυτοδιηγητικός αφηγητής παρουσιάζει με προφορική ροή λόγου τα κατά βάση αυτοβιογραφικά γεγονότα («Βέβαια δεν ήτανε δικό μας, η πολυκατοικία/ ανήκε ολόκληρη σ’ έναν εισαγωγέα χάρτου/όμως εμείς το λέγαμε «το σπίτι μας»/δίχως καθόλου να μας νοιάζει.»), ο εξω-διηγητικός αφηγητής αποστασιοποιείται, εκφράζεται πιο κοφτά και αποφθεγματικά («Οι άνθρωποι αν δεν σκοτωθούν στους πολέμους…/ζούνε περισσότερες ζωές από τα σπίτια»), αλλά και κάποιες φορές καταλήγει να λοξοδρομεί επιστρέφοντας στη φωνή που μπορεί να εκφράσει ψυχικό πάθος («και τα πολλά λόγια στην ποίηση δεν χρειάζονται/μα τώρα ούτε κι αυτό με νοιάζει.»).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σημεία στη συλλογή όπου ο Τίτος εμβολιάζει έμμεσα τις οδηγίες του περί Ποιητικής. Ξεκαθαρίζει πως η πρωτοτυπία και η επιτυχία δεν έγκεινται στη σύλληψη μιας νέας θεματικής αλλά στη σύλληψη μιας διαφορετικής οπτικής γωνίας της παλαιάς θεματικής τράπεζας (α. «Όπως και νά΄ ναι γράφω για πράγματα/που έγραψαν γι’ αυτά χιλιάδες ποιητές…/κι όμως γράφω σαν κανείς γι’ αυτά/να μην είχε ξαναγράψει.», β. «που όμως κανείς πριν από σένα/δεν το’ χε φωτίσει με τον τρόπο σου.»). Επίσης τονίζει τη δημιουργικότητα της στιγμής της σύνθεσης καθεαυτής, όχι από άποψη ρυθμική, αλλά καθαρά μνημονική-ανακλητική: κάποια γεγονότα ο ποιητής τα συνειδητοποιεί άμα τη γραφή («Απ’ όσα έζησα εκεί άλλα τα παρακάμπτω/άλλα μου ξεφεύγουν, άλλα όπως όλοι οι συγγραφείς/τα ανακαλύπτω ετούτη τη στιγμή που γράφω.»), αλλά πρέπει να ξέρει και ποια να παραλείπει («καθώς ξανασκέφτομαι κι αυτά που λέω/κι αυτά που παραλείπω…/»).

Η «Συγκατοίκηση με το παρόν» είναι από τις συλλογές του Τίτου με το λιγότερο μουσικό/ρυθμικό ενδιαφέρον. Η κάποια ρυθμικότητα κρύβεται αφ’ ενός στην προφορικότητα-αφηγηματικότητα και αφ’ ετέρου στην παράλειψη των περιττών. Αυτά τα δύο στοιχεία μαζί δίνουν τη δυνατότητα στον ποιητή να προσπερνάει τις τελείες, που απουσιάζουν, και να συνεχίζει είτε επαναλαμβάνοντας («ώσπου εγκατέλειψα την ποίηση για να γράφω/με τους συντρόφους που είχα πια αποκτήσει/συνθήματα στους τοίχους, με πράσινη στην αρχή/έπειτα κόκκινη μπογιά, όπου η νέα ζωή/ξεκινούσε μ’ εξαγγελίες θανάτου, με θάνατο»), είτε προσθέτοντας δευτερεύουσες προτάσεις τη μία μετά την άλλη («ένιωσα πως κάπου με περίμενε/κάτι σημαντικό, κάτι προσωπικό για μένα/που όμως δεν το προλάβαινα γιατί συνεχώς/εμφανίζονταν άλλες προτεραιότητες, καθήκοντα/που φοβόμουν ότι δεν τα εκπλήρωνα όσο όφειλα/αν κι έβλεπα πως οι άνθρωποι γαντζώνονται στα πόστα../»). Αυτοί είναι οι βασικοί τροφοδότες ρυθμού, ενώ σε πολλά σημεία φαίνεται ότι ο ποιητής θέλει απλώς να γράψει, να θυμηθεί και να παρακαταθέσει τα γεγονότα.

Γίνεται έτσι μια ποίηση φθίνουσα, μια ποίηση που κουρασμένη κατεβαίνει τη σκάλα, της οποίας όμως έχει ανέβει τα σκαλιά στο παρελθόν (βλ. Το Πρώτο Σκαλί, Καβάφης). Πλέον η σκάλα δεν είναι στα μάτια του Πατρίκιου η ποίηση, αλλά ο ίδιος ο καιρός και η ζωή («Ένα ένα κατεβαίνω/τα σκαλοπάτια του καιρού/που με πηγαίνουν/προς το  τέλος»). Πλέον ο ποιητής κινείται σε μια διάσταση συγκινησιακής ενατένισης (α. «χάνονται οι σύντροφοι στην αρχή, μετά οι φίλοι», β. «η ελπίδα ωστόσο είναι η πρώτη που πεθαίνει, αν δεν αλλάζει με τις αλλαγές των εποχών»). Από αυτή την άποψη, όμως, η συλλογή και η ρυθμικότητά της καταλήγουν ιδιαίτερα ειλικρινείς. Αυτό που μένει είναι το πηγαίο το οποίο εκφράζεται κάποιες φορές ως επιφανειακό, ενώ ο αναγνώστης είναι αυτός που πρέπει να δώσει το βάθος («Τα παγόβουνα δεν ξέρουν πως είναι κρύα/κρύα τα λέμε εμείς με τα δικά μας μέτρα»), το οποίο συνήθως αναμένουμε να δίνεται από τον ποιητή.

Όπως όμως ευαίσθητα σημειώνει και ο Τίτος, οι προσδοκίες συχνά αίρονται: «εκεί με ακλόνητη σιγουριά σχεδιάζαμε/όσα δεν επρόκειτο να συμβούν ποτέ–/ίσως καλύτερα έτσι, αφού η ευτυχία κι αν έρθει/πάντα είναι άλλη απ’ αυτήν που ονειρευόμαστε».


Διαβάστε επίσης:

Συγκατοίκηση με το παρόν: Τίτος Πατρίκιος