Με αυτό το μεγαλειώδες έργο, κλείνουν οι «Ελπίδες και αναμνήσεις. Συναυλία στη μνήμη του Χαράλαμπου Φαραντάτου». Βραδιά, που αποτίνει έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτό το ιστορικό μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, λαμπρό μουσικό και παιδαγωγό.
Έναν καλλιτέχνη-πρότυπο, τον οποίο σεβόμαστε βαθιά. Όπως και τις δημιουργίες που υπερβαίνουν τα όρια του χρόνου, αγγίζοντας το θείο. Η συναυλία ανοίγει με έναν από τους πιο γνωστούς μαθητές του Χ. Φαραντάτου, τον Σπύρο Μουρίκη, σολίστ στο «Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα σε λα μείζονα, K. 622». To έργο-κατάθεση βαθιάς συνθετικής ωριμότητας του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, θα ερμηνευτεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα , στο εξειδικευμένο κλαρινέτο ντι μπασέτο in La για το οποίο γράφτηκε.
Για την ιστορία
Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756 – 1791)
Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα σε λα μείζονα, K. 622
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το 1781 ο Μότσαρτ γνώρισε στην Βιέννη τον διάσημο δεξιοτέχνη κλαρινετίστα Άντον Στάντλερ, με τον οποίο τον συνέδεσε στενή φιλία. Ο Στάντλερ, πειραματιζόμενος με το κλαρινέτο, του προσέθεσε μερικά κλειδιά (και μήκος), με αποτέλεσμα την προς τα κάτω επέκτασή του, καθιερώνοντας έτσι μία κάπως διαφορετική μορφή του οργάνου, γνωστή ως κλαρινέτο ντι μπασέτο.
Ο Μότσαρτ έγραψε το Κοντσέρτο για κλαρινέτο τον Οκτώβριο του 1791 για τον Στάντλερ, που ήταν ο σολίστ στην πρώτη εκτέλεση, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Βασιλικό Θέατρο της παλιάς πόλης της Πράγας στις 16 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς.
Το Κοντσέρτο, απαύγασμα συνθετικής ωριμότητας, αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα του Μότσαρτ και φανερώνει μία βαθιά κατανόηση των ποικίλων δυνατοτήτων και ηχητικών ιδιαιτεροτήτων του οργάνου. Οι ηχοχρωματικές διαφοροποιήσεις στις διάφορες περιοχές του κλαρινέτου αξιοποιούνται από τον συνθέτη για να αποδώσουν λεπτές αλλαγές διαθέσεων.
Επίσης, η εγγενής ικανότητα του κλαρινέτου να καλύπτει μεγάλα διαστήματα γίνεται στα χέρια του Μότσαρτ φορέας φρεσκάδας και ζωντάνιας, ενώ στο αργό -και μάλλον διασημότερο- μέρος του έργου αναδεικνύεται με απαράμιλλη ομορφιά η μελωδικότητα του οργάνου.
Ντμίτρι Σοστακόβτς (1906 – 1975)
Συμφωνία αρ.10 σε μι ελάσσονα, έργο 93
Στις 5 Μαρτίου 1953 ο Στάλιν πέθανε και μαζί του τελείωνε μία ολόκληρη εποχή για τη Σοβιετική Ένωση αλλά και για τον ίδιο τον Σοστακόβιτς. Στις 17 Δεκεμβρίου 1953 η Φιλαρμονική Ορχήστρα του -τότε- Λένινγκραντ υπό τη διεύθυνση του Γιεβγκένι Μραβίνσκυ έδωσε την πρεμιέρα της αριστουργηματικής αυτής συμφωνίας, της πιο βαθιά προσωπικής του Σοστακόβιτς και ίσως της πιο φορτισμένης συναισθηματικά.
Το πρώτο μέρος της Δέκατης είναι σχετικά αργό και αποτελεί μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες του Σοστακόβιτς. Ξεκινά με ένα βαρύ, δυσκίνητο θέμα στα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα, που θυμίζει basso ostinato. Μετά από μία ολόκληρη ενότητα εγχόρδων, εμφανίζεται ένα λυρικό σόλο στο κλαρινέτο, το οποίο σταδιακά επεκτείνεται αλλά τελικά επανέρχεται στο σημείο από όπου ξεκίνησε. Με αυτό το υλικό οικοδομείται η πρώτη ορχηστρική κορύφωση.
Καθώς αυτή αποσυντίθεται, οδηγεί λίγο μετά σε ένα νέο θέμα του φλάουτου σε χαμηλή περιοχή, που κινούμενο με όγδοα και απομακρυνόμενο από την αρχική τονικότητα δίνει μία αίσθηση αιώρησης. Όλο το υπόλοιπο μέρος στηρίζεται στην αξιοποίηση του ανωτέρου αυτού θεματικού υλικού, που πραγματώνεται με ακρίβεια, δομική οικονομία και εκφραστική λιτότητα δίνοντας μία αίσθηση αταλάντευτης, «επικής» στιβαρότητας.
Το δεύτερο μέρος είναι και πολύ γρήγορο και πολύ σύντομο. Με την άκαμπτη «αέναη κίνηση» της μουσικής και την εναλλαγή ακραίων δυναμικών αποτελεί μία άγρια στιγμή, γεμάτη ένταση, και διαρκή απειλητικότητα αλλά και με προφανείς προθέσεις παρωδίας σε κάποιες του στιγμές. Είναι πλέον κοινή πεποίθηση, πως σκοπός του συνθέτη στο μέρος αυτό ήταν να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του ίδιου του Στάλιν.
Στη συνέχεια, το τρίτο μέρος αρχίζει ως ένα σκοτεινό βαλς, όπου εμφανίζεται μία συνήθης πρακτική του συνθέτη να «υπογράφει» μουσικά τα έργα του. Μετατρέποντας τα αρχικά της γερμανικής γραφής του ονόματός του DSCH (Dmitri SCHostakowitsch) στις αντίστοιχες νότες (σύμφωνα πάντα με τη γερμανική ορολογία) προκύπτει το μοτίβο από τέσσερις νότες: Ρε – Μι ύφεση – Ντο – Σι, το οποίο και κάνει την εμφάνισή του στη μουσική.
Το απαλό μοτίβο του κόρνου παρεμβαίνει δώδεκα συνολικά φορές στην εξέλιξη του μέρους. Οι πέντε νότες του αποτυπώνουν -σύμφωνα πάντα με το προαναφερθέν σκεπτικό- το όνομα Elmira. Πρόκειται για την Ελμίρα Ναζιρόβα από το Αζερμπαϊτζάν, μαθήτρια του Σοστακόβιτς στο Ωδείο της Μόσχας, με την οποία είχε συχνή αλληλογραφία το καλοκαίρι του 1953.
Το φινάλε ανοίγει με μία αργή εισαγωγή, η επιφυλακτικότητα της οποίας σύντομα αίρεται και δίνει τη θέση της σε ένα απροσδόκητα αισιόδοξο και λαμπερό γρήγορο μέρος. Αυτή η μουσική δικαιολογεί πλήρως τον όρο «οπτιμιστική τραγωδία».
Αν και οι φόβοι, η αγωνία και η μελαγχολία όλων των προηγουμένων μερών δεν είναι εύκολο να σβήσουν εντελώς, ο συνθέτης οδηγεί με σιγουριά το έργο σε μία αποθεωτική, μεγαλόπρεπη κατάληξη -όπου το μοτίβο DSCH κυριαρχεί στα τύμπανα- και εκφράζει έτσι τον ξεκάθαρο προσωπικό του θρίαμβο. Η Δέκατη δεν θα κινδύνευε από τη σταλινική λογοκρισία και κριτική.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ (1756 – 1791)
Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα σε λα μείζονα, K. 622
1. Allegro
2. Adagio
3. Rondo: Allegro
ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (1906 – 1975)
Συμφωνία αρ.10 σε μι ελάσσονα, έργο 93
1. Moderato
2. Allegro
3. Allegretto
4. Andante – Allegro
Βλαντιμίρ Ασκενάζι, Μουσική Διεύθυνση
Σπύρος Μουρίκης, Σολίστ