Από τις εκδόσεις Ροές κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του σπουδαίου Ελβετού συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ με τίτλο Τα αδέλφια Τάννερ σε μετάφραση του Βασίλη Πατέρα.
“Δεν μου αρέσει να είμαι ιδιοκτήτης μισών πραγμάτων, προτιμώ να ανήκω στους εντελώς απόκληρους, ώστε να μου ανήκει τουλάχιστον η ψυχή μου… Δεν θέλω να έχω μέλλον, θέλω να έχω παρόν. Μου φαίνεται πιο αξιόλογο. Μέλλον έχει εκείνος που δεν έχει παρόν, κι αν έχει κανείς παρόν, τότε ξεχνά ακόμα και να σκεφτεί το μέλλον… Στέκομαι ακόμα έξω από την πόρτα της ζωής, χτυπώ και ξαναχτυπώ, αν και όχι με μεγάλο ζήλο, και αφουγκράζομαι γεμάτος αγωνία μήπως έρχεται κανείς να σηκώσει το μάνταλο.”
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης, ο εικοσάχρονος Σίμον Τάννερ, διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία του για κοινωνική αποδοχή και στην ασυγκράτητη δίψα του για ανεξαρτησία, αλλάζει διαρκώς δουλειές και σπίτια, χαίρεται τη φύση και την ελευθερία του, συναντά τα αδέλφια του, προκαλεί με τον αυθορμητισμό του και στο τέλος του μυθιστορήματος δεν έχει σημειώσει την παραμικρή πρόοδο – ή, με τα λόγια του Κάφκα: “Ο Σίμον τριγυρίζει πανευτυχής, χωρίς να καταφέρνει τίποτα τελικά πέρα από την απόλαυση του αναγνώστη. Είναι μια πολύ άσχημη σταδιοδρομία, αλλά μόνο μια άσχημη σταδιοδρομία προσφέρει φως στον κόσμο…”.
Ο Ρόμπερτ Βάλζερ γεννήθηκε στο Μπιλ της Ελβετίας το 1878. Στα δεκαεφτά του εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι αρχίζοντας μια ζωή γεμάτη περιπλανήσεις. Κάνει διάφορα επαγγέλματα αλλάζοντας διαρκώς τόπους διαμονής. Μόνο το γράψιμο τον συνεπαίρνει και το 1904 εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο: “Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ”. Στη συνέχεια κι ενώ ζει στο Βερολίνο εκδίδει τρία μυθιστορήματα: “Τα αδέλφια Τάνερ”, “Ο παραγιός” και “Γιάκομπ φον Γκούντεν”. Γίνεται ευρύτερα γνωστός και καταφέρνει να κερδίσει το θαυμασμό του Μούζιλ, του Κάφκα, του Έσσε και του Μπένγιαμιν. Ζει μοναχικά γράφοντας μικρά πεζά ή ποιήματα και κάνοντας μακρινούς περιπάτους (“Κάθε φορά που παίρνω τους δρόμους ερωτεύομαι πάραυτα”). Υποφέρει από κρίσεις κατάθλιψης και παραισθήσεις που τον οδηγούν σε επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας. Επιβαρυμένος από το φάσμα της τρέλας (η μητέρα του πέθανε “πνευματικά ασταθής”, ένας του αδελφός αυτοκτονεί κι ένας άλλος πεθαίνει σε ίδρυμα για ψυχασθενείς) αποφασίζει το 1929 τον εκούσιο εγκλεισμό του σε νευρολογική κλινική στο Βαλντάου. Στη συνέχεια μεταφέρεται στο φρενολογικό ίδρυμα του Χεριζάου, όπου η κατάθλιψή του διαγνώστηκε λανθασμένα ως σχιζοφρένεια. Εκεί, το 1956, βρήκε το θάνατο κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στο χιόνι. Από το 1933 έως το θάνατό του, για 22 ολόκληρα χρόνια, δεν έγραψε απολύτως τίποτα. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο ίδιος: “Δεν είμαι εδώ για να γράφω, αλλά για να τρελαθώ”.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Διαβάστε την κριτική του βιβλίου από τον Γιάννη Αντωνιάδη, εδώ.