Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης επιστρέφει τέσσερα χρόνια μετά τον τελευταίο του προσωπικό δίσκο με ανανεωμένη διάθεση και ήχο, αλλά πάντα σταθερός στο βάθος των στίχων του και την αυθεντική ανάγκη του για καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο εξαιρετικά ταλαντούχος τραγουδοποιός μιλά στο νέο του τραγούδι, “Τα δέντρα που με ξέρουνε” για έναν ερωτευμένο άντρα, τα λόγια του οποίου ταξιδεύουν στον χώρο και τον χρόνο μέσω των στοιχείων της φύσης.

Η ενορχήστρωση ρυθμική και δυναμική, συνδυάζει την ακουστική κιθάρα με ηλεκτρονικούς ήχους και δημιουργεί όμορφες μελωδικές γραμμές χρησιμοποιώντας ως βασικό σολιστικό όργανο το βιολί. Τα ηλεκτρονικά beats παντρεύονται με ένα ιδιαίτερο σετ φυσικών τυμπάνων, δημιουργώντας ένα ηχόχρωμα φρέσκο και ιδιόμορφο.

Η ερμηνεία από τον τραγουδοποιό, απλή και μεστή, ενώ τα φωνητικά της Ναταλίας Λαμπαδάκη φέρνουν δροσερή πνοή στα ρεφρέν.

Στίχοι / Μουσική – Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
Θανάσης Αρχανιώτης – Τύμπανα
Διονύσης Μακρής – Κοντραμπάσο
Κώστας Στεργίου – Πλήκτρα
Γιάννης Κονταράτος – Βιολί
Σταύρος Ρουμελιώτης – Resonator guitar
Ναταλία Λαμπαδάκη – Φωνητικά
Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης – Ακουστική, ηλεκτρική κιθάρα, programming
Ενορχήστρωση: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης (Με την βοήθεια και τις ιδέες όλων των συμμετεχόντων).

Σχεδιασμός εξωφύλλου / Lyric Videos : Παναγιώτης Ανδριανός
Ηχογράφηση / Μίξη / Mastering: Γιάννης Ταβουλάρης, στούντιο “ΣΥΝ ΕΝΑ”
Παραγωγή : Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης / Formiggart
Φωτογράφιση: Μαρίζα Καψαμπέλη

ΣΤΙΧΟΙ

Τα δέντρα που με ξέρουνε, ξέρουν πώς έχω ρίζες
κι έχω και δυο ματόκλαδα που όταν σε δουν ανθίζουν
Ξέρουν καλά το άδικο όταν καιρό δε βρέχει
Και πως η γη χαράσσεται κι οι κάμποι γονατίζουν

Γνωρίζουν την ανάσα σου, ξέρουν και το όνομα σου,
ξέρουν και πως ξεραίνομαι όταν δε με κοιτάζεις

και λένε το τραγούδι μου όλα μαζί τα φύλλα,
σε αυτόν που λίγο κάθισε ανάσα για να πάρει
και ‘κει στον ίσκιο ανάσκελα τον πιάνει ανατριχίλα,
από το γλυκό σαράκι μου κι από τη δική σου χάρη

οι δρόμοι που περπάτησα ξέρουν καλά το βάρος,
εκείνου που υπέφερε τους έρωτες αφέντες
Ξέρουν καλά το άδικο όταν καιρό δεν έχει,
διαβάτες και περαστικούς, να πούνε δυο κουβέντες

Γνωρίζουνε το βήμα σου, ξέρουν και τη φωνή σου,
ξέρουν και πως βαραίνουνε τα πόδια μου όταν λείπεις

και λένε το τραγούδι μου στους τόπους που διασχίζουν,
εκεί που ζει ο άνθρωπος κι εκεί που ζει ο χρόνος
Κι ακούγονται στα πέρατα οι στίχοι που με σκίζουν
κι οι μουσικές που πότισαν από το δικό μου πόνο.