Ελλάδα 25, Μεγ. Βρετανία 21, Ηνωμένες Πολιτείες 15, Καναδάς 3, Ιταλία 3, Γαλλία 3, Γερμανία 4, Ελβετία 2, Νορβηγία 3, Σουηδία 1, Φινλανδία 1, Ισλανδία 1, Δανία 1, Βέλγιο 1, Ιαπωνία 1, Αυστραλία 1, Νέα Ζηλανδία 1, Νιγηρία 2, Αργεντινή 1, και 3 άλμπουμ – προϊόντα συνεργασιών καλλιτεχνών από διαφορετικές μεταξύ τους χώρες.
Σύνολο: 93 άλμπουμ εσοδείας 2018. Τόσα άκουσα, ολόκληρα και παραπάνω από μία φορά, φέτος. Ένα λιγότερο από την προηγούμενη χρονιά δηλαδή.
Ένα άλμπουμ πάνω, ένα κάτω, λίγη σημασία έχει. Το γεγονός παραμένει.
Σταγόνα στον ωκεανό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σε έναν ωκεανό που ταξιδεύω πότε με ένα κάποιο πρόγραμμα, πότε απολαμβάνοντας μία τυχαία διαδρομή, πότε παρασυρμένος από κάποιο ρεύμα, πότε ακολουθώντας αγαπημένες μου διαδρομές.
Μόνο στην Ελλάδα, κυκλοφόρησαν 425 άλμπουμ ελληνικής παραγωγής μέσα στο 2018 (στοιχεία του Πέτρου Δραγουμάνου από την έρευνα του για την Ελληνική Δισκογραφία κάποια από τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στις 2/1/2019 στο Ogdoo.gr). Μπορούμε να φανταστούμε άρα τι συμβαίνει σε Αμερική, Αγγλία και λοιπές (μεγάλες ή μικρές) μουσικές δυνάμεις. Ή ίσως και να μην μπορούμε.
Η συντριπτική πλειοψηφία των άλμπουμ του 2018 που άκουσα (παραδοσιακά περιλαμβάνω σε αυτά και τις κυκλοφορίες του Δεκ. 2017 και δεν περιλαμβάνω αυτές του Δεκ. 2018 που μεταφέρονται για την επόμενη χρονιά) άξιζαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον χρόνο που αφιέρωσα στην ακρόαση τους. Αυτό μου συμβαίνει σταθερά τα τελευταία χρόνια. Το έγραφα και πέρυσι, στο αντίστοιχο κείμενο και εξακολουθώ να το πιστεύω και φέτος. Το ότι δηλαδή μπορεί μεν να απουσιάζουν τα μνημειώδη άλμπουμ (τροφή για σκέψη: απουσιάζουν πράγματι; ή είναι άλλοι οι λόγοι που όλο και πιο συχνά ακούω – και από ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών – ότι «παλιά ήταν πολύ καλύτερα» ; ) αλλά ο μέσος όρος όσον αφορά στην ποιότητα παραμένει σταθερά υψηλός, αν όχι υψηλότερος από άλλες εποχές. Επιμένω και φέτος σε αυτό. Σεβαστές προφανώς οι διαφορετικές απόψεις που περιστασιακά ακούω και διαβάζω, αλλά απλώς … διαφωνούμε.
Από αυτό το ταξίδι στον ωκεανό, για το έτος 2018, έχω τις εξής πολύ δυνατές αναμνήσεις:
Καλλιτέχνης | Τίτλος άλμπουμ
Nik Bartsch’s Ronin | Awase
Oddgeir Berg Trio | Before Dawn
Tom Rogerson / Brian Eno | Finding Shore
Ορέστης Ντάντος | Προσάναμμα
Ceramic Dog | YRU Still Here?
Οπότε 5 και να καίνε: Ήταν αποκάλυψη η ακρόαση του «Awase» του Ελβετού Nik Bartsch. Με έκανε να ξενυχτήσω ακούγοντας το ξανά και ξανά, κάτι που δεν μου συμβαίνει καθόλου συχνά πια. Έχω «μελέτη» για το επόμενο διάστημα (και γιατί όχι και … μελέτη χωρίς εισαγωγικά) καθώς μέσα σε αυτόν τον ωκεανό της πληροφορίας ο Bartsch μου είχε ξεφύγει όλα αυτά τα χρόνια που δισκογραφεί. Και δεν είναι καθόλου λίγα. Το «Awase» μπορείς να το ακούσεις από το Spotify εδώ.Αυτά τα πέντε καταθέτω μόνο. Όπως έγραφα και πέρυσι, αν προχωρήσω σε περισσότερα που θεωρώ άξια μιας θέσης στα «καλύτερα της χρονιάς» θα πρέπει να καταγράψω γύρω στα 30, αν όχι περισσότερα. Και τι νόημα θα είχε αυτό; Ποιος θα τα αφομοιώσει αν είναι τόσα πολλά; Ενώ έτσι, όλο και κάποιος θα μπει στη διαδικασία να τα αναζητήσει. Επιπλέον, αν επισκεπτόμουν την ίδια μου τη λίστα λίγους μήνες μετά, κάποια από τα 30 θα έβγαιναν εκτός και θα έμπαιναν άλλα στη θέση τους.
Το «Before Dawn» του Oddgeir Berg Trio είναι το ντεμπούτο του σχήματος και από ότι φαίνεται δεν ενθουσίασε μόνο εμένα. Έχει κάνει μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη, το trio δίνει πολλές συναυλίες, μπήκε δυνατά στον χάρτη της ευρωπαϊκής τζάζ νέας κοπής και βάζει πολύ σοβαρή υποψηφιότητα στο να εξελιχθεί στο μέλλον ως το επόμενο μεγάλο όνομα στο χώρο του. Μπορείς να το ακούσεις από το Tidal εδώ.
Το άλμπουμ των Rogerson / Eno είναι κυκλοφορία του Δεκεμβρίου 2017 (και άρα όπως ανέφερα και νωρίτερα μετράει στις κυκλοφορίες του 2018). Στοίχειωσε τα ηχεία μου για μήνες και έγραψα για αυτό το καλοκαίρι όταν είχε βρεθεί στην κορυφή της αντίστοιχης λίστας μου για το πρώτο μισό του 2018. Μπορείς να το ακούσεις από το Deezer εδώ.
Ο Ορέστης Ντάντος παρέδωσε με το «Προσάναμμα» τον καλύτερο ως τώρα δίσκο του και το κατά τη γνώμη μου καλύτερο ελληνικό άλμπουμ της χρονιάς. Επίσης είχα γράψει στα μισά της χρονιάς για αυτό το άλμπουμ, μιας και φάνηκε από νωρίς ότι θα ξεχώριζε. Αυτό που δεν είπα τότε και θα ήθελα να προσθέσω τώρα είναι το πώς το «Μια κι Έξω» είναι το τραγούδι που μου μίλησε και με άγγιξε περισσότερο από όλα μέσα στο 2018 (όχι από τα «ελληνικά» αλλά γενικώς, από όλο το διεθνές και ξένο ρεπερτόριο) και ότι είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα (για να μην πω μεγάλο λάθος) που αυτό το άλμπουμ τελικά κυκλοφόρησε μόνο σε ψηφιακή μορφή.
Οι κυκλοφορίες μόνο σε ψηφιακή μορφή (ειδικά των άλμπουμ που έχουν τα φόντα να μιλήσουν σε ένα ευρύτερο κοινό, στην μητρική του γλώσσα) είναι κατ’ εμέ ένα μεγάλο θέμα/πρόβλημα και ενδεχομένως να το πιάσω σε επόμενο κείμενο της στήλης. Όπως και να έχει μπορείς να ακούσεις το «Προσάναμμα» από το Google Play εδώ. Το πρόβλημα είναι ότι αν σου αρέσει πάρα πολύ (όπως πιστεύω ότι θα σου αρέσει) δεν υπάρχει σε φυσικό φορέα για να το αγοράσεις.
Τέλος το «YRU Still Here?» των Ceramic Dog που συμπληρώνει την πεντάδα ξεκινάει «παράξενα» αλλά πριν από τα μισά της διαδρομής έχει καταφέρει πολύ εύκολα να σε βάλει στον κόσμο του. Τόσο ώστε ότι συμβαίνει εκεί μέσα τελικά να ακούγεται μάλλον φυσιολογικό.
Θα «αποκαλύψω» σε αυτό το σημείο ότι είμαι από αυτούς που εκτιμούν ότι η ροκ μουσική έχει λίγο–πολύ ολοκληρώσει επιτυχώς τον κύκλο της (και μάλιστα με πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία) και δεν έχει και πολλά επιπλέον να δώσει στο μέλλον. Δεν είναι για δάκρυα αυτό. Ούτε για γκρίνια. Για την ακρίβεια δεν το θεωρώ καθόλου κακό, αλλά – τόσες δεκαετίας δημιουργικής ροκ πράξης μετά – μάλλον νομοτελειακό το βρίσκω και σε ένα βαθμό φυσιολογικό. Το «αποκαλύπτω», σε αυτό το σημείο, για να το ανατρέψω εν μέρει: αν το ροκ και τα διάφορα παρακλάδια του (μην τα αναφέρουμε τώρα όλα, ε;) έχουν κάποιο μέλλον, τότε αυτό το μέλλον το άκουσα στο 2ο άλμπουμ των Ceramic Dog του Marc Ribot και της παρέας του.
«YRU Still Here?»: το ροκ του μέλλοντος μάλλον θα ακούγεται κάπως έτσι και εσύ μπορείς να το ακούσεις από το Bandcamp του συγκροτήματος εδώ καθώς πιστεύω ότι οι ίδιοι πιθανόν και να προτιμούν να το ακούσεις από εκεί. Παρότι το άλμπουμ τους υπάρχει σε όλες τις streaming υπηρεσίες των οποίων τα link εμφανίστηκαν παραπάνω.
Γενικά και τα 5 άλμπουμ που ξεχωρίζω υπάρχουν όλα σε Spotify, Tidal, Deezer, Google Play απλώς έδωσα ένα link από κάθε streaming υπηρεσία.
Σημείωση για το άλμπουμ των Ceramic Dog: Υπάρχει ένα «μειονέκτημα» βέβαια. Για να αντιληφθείς το πώς το εννοώ το παραπάνω σχόλιο για το «μέλλον του ροκ» χρειάζεται να το ακούσεις ολόκληρο το άλμπουμ. Αλλιώς δεν στοιχειοθετείται υπόθεση…
Εκτός των πέντε άνω, ιδιαίτερη μνεία δεν μπορώ παρά να κάνω σε μερικούς παλιούς γνώριμους που, αν και είναι δραστήριοι και δημιουργικοί εδώ και δεκαετίες πια, εξακολουθούν να μας τροφοδοτούν με περίφημα – και γιατί όχι σπουδαία – άλμπουμ: Πρώτος και καλύτερος για το 2018 ο J.Mascis (βλ. και Dinosaur Jr) με το «Elastic Days» άλμπουμ του στη Sub Pop, με το εναρκτήριο τραγούδι «See You At The Movies» να αποτελεί για μένα το καλύτερο τραγούδι που άκουσα από τη διεθνή παραγωγή για το 2018 στην κατηγορία singer-songwriter. Παρότι φυσικά δεν το λες και «το μέλλον του ροκ»… Άλλο αυτό όμως, και άλλο τα καινούργια σπουδαία τραγούδια που μιλάνε μια οικεία γλώσσα.
Ακολουθούν ο Paul Weller με το «True Meannigs» στην Parlophone που κατέθεσε ένα άλμπουμ χαμηλότερων τόνων από αυτούς που μας έχει συνηθίσει το οποίο ταυτόχρονα αποτελεί έργο μεγάλης ακρίβειας, ο David Byrne με το «American Utopia» στην Nonesuch (το οποίο σε ένα βαθμό δίχασε, εμένα πάντως με βρίσκει εύκολα στους φιλικά προσκείμενους), οι Καναδοί Cowboy Junkies που με το «All That Reckoning» (Latent Recordings) επέστρεψαν 6 χρόνια μετά το προηγούμενο άλμπουμ τους για να μας χαρίσουν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας τους (και ας είναι το … 16ο τους!) και η Laurie Anderson με τους Kronos Quartet η συνεργασία των οποίων με τον τίτλο «Landfall» (επίσης από την Nonesuch) πείθει εύκολα ότι «έπρεπε» να έχει συμβεί εδώ και πολύ καιρό.
Αφήνοντας τις παλιές αγάπες που όμως εξακολουθούν να με συγκινούν (και δεν ήταν μόνο αυτές μέσα στο 2018 – αυτές ήταν μόνο οι ισχυρότερες συγκινήσεις – αλλά λέω να μην επεκταθώ άλλο) περνάω στην … άλλη πλευρά, δηλαδή στο … δεύτερο πιο όμορφο ντεμπούτο με το οποίο συναντήθηκα φέτος (το πρώτο βέβαια είναι αυτό του Oddgeir Berg Trio που φιγουράρει στην 2η θέση της μικρής μου λίστας). Πρόκειται για το «Comfort Food» (Inner Ear) του Ελληνο-Βραζιλιάνου Jeff Maarawi (που ζει και δημιουργεί στην Ελλάδα). Στο παρελθόν ο Jeff μας είχε παρουσιαστεί μέσα από το σχήμα των Egg Hell οι οποίοι άφησαν πίσω τους ένα άλμπουμ πριν διαλύσουν. Το «Comfort Food», παρότι εξωστρεφές, είναι τελικά ένα βραδυφλεγές άλμπουμ που με τον καιρό καταλήγεις να το τραγουδάς σχεδόν ολόκληρο.
Κάτι που μάλλον θα ισχύει και για το ντεμπούτο «Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις» που μας χάρισε το Παιδί Τραύμα. Απλώς, αυτό κυκλοφόρησε την τελευταία μέρα του Οκτώβρη και δεν έχω προλάβει ακόμη να διαπιστώσω με βεβαιότητα και στην πράξη ότι πράγματι είναι έτσι. Το άλμπουμ του Maarawi κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2017 και το έχω ακούσει πολύ περισσότερες φορές από το άλμπουμ του Παιδί Τραύμα οπότε… με βραχεία κεφαλή προκρίνεται το «Comfort Food». Και μία διευκρίνιση: όταν λέω ότι αυτά τα δύο ντεμπούτα (πέρα από το Oddgeir Berg Trio) μου άρεσαν περισσότερο από τα άλλα που άκουσα εννοώ … διεθνώς. Δεν εννοώ από «ελληνικά».
Στον αντίποδα η Ελβετίδα πιανίστα, συνθέτης με σημαντική πορεία στον αυτοσχεδιασμό Sylvie Courvoisier χρειάστηκε να κάνει 11 άλμπουμ (είτε με το trio της, είτε με άλλα σχήματα) μέχρι να την πάρω είδηση με το φετινό «D’agala» που έκανε με το trio της στην Intakt Records, αν και σπεύδω να προσθέσω ότι μιας και ανέφερα την Ελβετία, ο έτερος Ελβετός αυτού του κειμένου, ο Nik Bartsch που φιγουράρει στην κορυφή της λίστας μάλλον έχει κάνει περισσότερα από 11 άλμπουμ αν μετρήσεις όσα έχει κάνει είτε με Ronin, είτε με Mobile, μαζί με τα solo του και τα live albums. Μάλλον πρέπει να την ψάχνω και προς Ελβετία μεριά… Αυτήν την πλευρά του «ωκεανού» την έχω αφήσει από ό,τι κατάλαβα ανεξερεύνητη!
Ως μεγαλύτερη ελπίδα για το μέλλον θα ήθελα να αναφέρω οπωσδήποτε τον Βρετανό Elliot Galvin ο οποίος με το «The Influencing Machine» στην Edition Records έφτασε αισίως στο 3ο προσωπικό άλμπουμ του (7ο όμως αν μετρήσουμε τις συνεργασίες του με άλλα σχήματα ή μεμονωμένους μουσικούς) παρότι είναι μόλις 27-28 ετών. Ακούστε σήμερα και οπωσδήποτε κρατήστε το όνομα του για το μέλλον.
Γενικότερα μιλώντας οι νεαροί (ή όχι και τόσο νεαροί πλέον) Βρετανοί μουσικοί παράγουν εδώ και χρόνια μία «άλλη» jazz, ανανεώνουν σημαντικά το είδος και προσωπικά με γοητεύουν όλο και περισσότερο, ο καθένας με τον τρόπο του. Το έδειξαν για 4η φορά αυτό και οι Go Go Penguin με το εξαίρετο και σαφέστατα αντάξιο της ως τώρα πορείας τους «A Humdrum Star» στην Blue Note αλλά και οι παλαιότεροι (και άρα όχι και τόσο νεαροί πια) Phronesis με το 8o τους «We Are All» επίσης στην Edition Records (όπως και ο Galvin).
Πέρσι αναφέρθηκα και στο neo-classical είδος του οποίου η παραγωγή έχει ανέβει πάρα πολύ σε αριθμό άλμπουμ τα τελευταία χρόνια – και ότι το άκουγα αρκετά –. Φέτος διαπιστώνω ότι το έκοψα το σπορ (μάλλον βαρέθηκα ή κάτι δεν μου τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή καθώς με θυμάμαι να ξεκινάω να ακούσω άλμπουμ του είδους και να τα αφήνω στη μέση – οπότε και δεν καταγράφηκαν στο άθροισμα των άλμπουμ που άκουσα φέτος).
Εξαίρεση στο παραπάνω το «By The Deep Sea» του Ιταλού Federico Albanese το οποίο μου άρεσε πολύ και μου έκανε τακτικά συντροφιά. Ο Albanese μάλιστα ήρθε και για συναυλία στη χώρα μας αλλά μέσα σε όλο αυτόν τον ωκεανό της πληροφορίας δεν το πήρα είδηση έγκαιρα ώστε να φροντίσω να πάω… (και όμως είναι αλήθεια!).
Σταματώ περίπου εδώ, καθώς αν συνεχίσω αυτήν την τυχαία διαδρομή τελικά θα καταλήξω να αναφέρω 30 άλμπουμ και όπως ήδη ανέφερα θεωρώ ότι δεν έχει νόημα.
Θα κλείσω με ακόμη δύο ακόμη δυνατές αναμνήσεις μου από τη χρονιά που πέρασε οι οποίες είναι προϊόντα συνεργασιών: Η συνεργασία του Νορβηγού Erik K. Skodvin με τον Ισπανό Rauelsson που κυκλοφόρησαν στην Sonic Pieces το «Score for Darling», ένα soundtrack για την Δανέζικης παραγωγής ταινία «Darling» της Birgitte Stærmose. Δεν έχει σημασία που δεν έχουμε δει την ταινία, το άλμπουμ στέκει σαν απολύτως αυτόνομο έργο και αν είχα ακούσει λίγα περισσότερα soundtrack μέσα στο 2018 θα έλεγα ότι είναι το καλύτερο της χρονιάς.
Δεύτερη συνεργασία, αυτή της πιανίστα, συνθέτη και αυτοσχεδιάστριας Τάνιας Γιαννούλη που μαζί με τους Νεοζηλανδούς Rob Thorne και Steve Garden κυκλοφόρησαν στην επίσης Νεοζηλανδική Rattle Records το άλμπουμ «Rewa». Είναι το τρίτο άλμπουμ της Γιαννούλη, και αυτό όπως και τα προηγούμενα στην Rattle, πράγμα που τα καθιστά κάπως δυσεύρετα στην Ελλάδα, αλλά αξίζει να τα αναζητήσετε.
Καλή χρονιά, ευτυχισμένο και δημιουργικό το 2019 !
Α… και καλές ακροάσεις 😉
Nik Bärtsch’s Ronin – Awase