Για τον Έντουαρντ Χόπερ μία δύσβατη ακτογραμμή ή ένας εξοχικός αυτοκινητόδρομος μπορεί να είναι φορτισμένος συναισθηματικά όπως ένα καφέ τη νύχτα ή έρημο σοκάκι σε μία πόλη. Τα τοπία του δημοφιλούς Αμερικανού καλλιτέχνη συχνά επισκιάζονται από του διάσημους πίνακες του που απεικονίζουν την αστική απομόνωση. Αυτό όμως αλλάζει με την νέα έκθεση που πραγματοποιείται στο Fondation Beyeler, στην Ελβετία, καθώς στο επίκεντρο της έκθεσης είναι αυτή τη φορά τα υπέροχα εξοχικά τοπία του ζωγράφου.
Ο Χόπερ, που μεγάλωσε σε μία βόρεια πολιτεία της Νέα Υόρκης και πέρασε σχεδόν κάθε καλοκαίρι από τις αρχές του 1930 έως και το 1950 στο Κέιπ Κοντ, «έπαιζε» πάντα στους πίνακες του με την προσδοκία του θεατή, πυροδοτώντας το υποσυνείδητο. Η έκθεση εξερευνά πως ο Χόπερ χρησιμοποίησε αυτή την ίδια δαιμόνια τεχνική του για να δημιουργήσει μία αίσθηση αβεβαιότητας και συναισθηματικής φόρτισης στα τοπία του, η οποία είναι αντίστοιχη με εκείνη των εμβληματικών αστικών του σκηνών.
Ο Χόπερ, αφού εκπαιδεύτηκε ως εικονογράφος, σπούδασε ζωγραφική στο New York School of Art μέχρι το 1906. Μέσα από τη γερμανική, γαλλική και ρωσική λογοτεχνία, ο νεαρός ζωγράφος βρήκε πολύτιμες αναφορές σε μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Εντουάρ Μανέ, ο Ντιέγο Βελάθκεθ και ο Φρανθίσκο Γκόγια. Όλοι αυτοί στιγμάτισαν τη μετέπειτα καριέρα του. Παρόλο που ο Χόπερ, δούλεψε κυρίως ως εικονογράφος, η φήμη του απογειώθηκε με τις ελαιογραφίες του, οι οποίες αναδεικνύουν το βαθύ του ενδιαφέρον για το χρώμα και τη δεξιοτεχνία του στο να απεικονίζει το φως και τη σκιά. Έτσι, ο Χόπερ πέρα από το γεγονός πως εγκαθίδρυσε την προσωπική του αισθητική, επηρέασε όχι μόνο νέους ζωγράφους, αλλά και ολόκληρο το φάσμα της ποπ κουλτούρας, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο.
Η ιδέα αυτής της έκθεσης ξεκίνησε όταν το έργο Cape Ann Granite, ένα τοπίο που έχει φιλοτεχνηθεί από τον Χόπερ το 1928, εισήχθη στην συλλογή του Fondation Beyeler σαν ένας μόνιμος δανεισμός. Για πολλές δεκαετίες το έργο άνηκε στη φημισμένη συλλογή Rockerfeller, και χρονολογείται από την εποχή που ο Χόπερ δέχθηκε μεγάλη προσοχή από τους κριτικούς, τους επιμελητές και το κοινό. Το 1929, είχε ήδη λάβει πρόσκληση να συμμετέχει στην έκθεση του Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, με τίτλο «Πίνακες από δεκαεννέα εν ζωή Αμερικανούς».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στην ιστορία της τέχνης παραδοσιακά τα «τοπία» έδειχναν μία στατική εικόνα της φύσης σε αντίθεση με τη συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματική «φύση». Ακόμα μπορεί να απεικονίζουν την επίδραση του ανθρώπου στη φύση, και οι πίνακες του Χόπερ κάνουν ακριβώς αυτό, αλλά με έναν πιο εύστοχο και πολύπλευρο τρόπο. Ουσιαστικά έφερε μια πιο μοντέρνα εκδοχή σε αυτό το πατροπαράδοτο είδος της τέχνης. Τα τοπία του Χόπερ μοιάζουν σαν να μην έχουν όρια, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζουν μόνο ένα μικρό μέρος από το απέραντο όλον.
Τα αμερικάνικα τοπία του Χόπερ είναι γεωμετρικά καθαρές συνθέσεις. Τα κύρια κομμάτια τους είναι σπίτια, τα οποία συμβολίζουν την ανθρώπινη αποίκηση. Ένας απέραντος ουρανός καθώς και οι ειδικοί φωτισμοί- το λαμπρό φως του ήλιου το μεσημέρι και το σούρουπο – δείχνουν την απεραντοσύνη και τον συνεχή μετασχηματισμό της φύσης ακόμα και σε μια κυριολεκτικά στατική ζωγραφική τοπίου. Ένας φάρος μπορεί έτσι να γίνει σημείο αναφοράς στην απεραντοσύνη της θάλασσας και της ακτογραμμής. Τα τοπία του Χόπερ μοιάζουν να ασχολούνται με κάτι αόρατο, το οποίο συμβαίνει εκτός του πίνακα.
Για παράδειγμα στον πίνακα Cape Cod Morning, η κοπέλα ρεμβάζει έξω από το παράθυρο, παρατηρώντας κάτι που ο θεατής δεν μπορεί να δει γιατί είναι τοποθετημένο έξω από τα όρια του πίνακα. Τα ορατά τοπία του Χόπερ πάντα έχουν ένα αόρατο κομμάτι το οποίο αφήνεται στην φαντασία του θεατή. Όπως συμβαίνει με όλους τους πίνακές του, τα τοπία του Χόπερ περικλείονται από μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα μελαγχολίας και μοναξιάς, ενώ συχνά μεταδίδουν μια αίσθηση μυστηρίου και ανησυχίας.
Ο Χόπερ ως καλλιτέχνης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της έννοιας Μελαγχολικής Αμερική, ένας όρος που καθορίστηκε από τις σκοτεινές πλευρές της προόδου και έγινε εξαιρετικά δημοφιλής μέσα από ταινίες όπως: Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων του Άλφρεντ Χίτσκοκ (1959), Παρίσι, Τέξας του Βιμ Βέντερς (1984) και Χορεύοντας με τους Λύκους του Κέβιν Κόστνερ (1990).
Μάλιστα, ο σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς δημιούργησε μία ταινία μικρού μήκους 3D με τίτλο «Δύο Τρία Πράγματα που ξέρω για τον Έντουαρντ Χόπερ», η οποία θα προβάλλεται σε ένα ειδικό δωμάτιο. Η ταινία αποτελεί ένας προσωπικός φόρος τιμής του Βέντερς στον Χόπερ, καθώς όπως και ίδιος ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει ο Χόπερ έχει επηρεάσει βαθιά το κινηματογραφικό του έργο. Ο Βέντερ ταξίδεψε στις Η.Π.Α για μία αναζήτηση του «πνεύματος του Χόπερ», και συγκέντρωσε το υλικό από όπου προέκυψε η ταινία που έκανε πρεμιέρα στα εγκαίνια της έκθεσης. Με έναν ποιητικό τρόπο το φιλμ δείχνει πόσα χρωστάει η έβδομη τέχνη στον Έντουαρντ Χόπερ, αλλά και αντίστροφα… το πόσο δηλαδή ο Χόπερ εμπνεύστηκε από τις ταινίες. Η έκθεση περιλαμβάνει 65 έργα του σπουδαίου ζωγράφου που χρονολογούνται από το 1909 έως το 1965. Διοργανώνεται από το Fondation Beyeler σε συνεργασία με το Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney της Νέας Υόρκης, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο παγκοσμίως αποθετήριο των έργων του Χόπερ.
Η έκθεση πραγματοποιείται στο Fondation Beyeler (Baselstrasse 101, 4125 Basel, Ελβετία), έως τις 3 Μαΐου 2020.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Έντουαρντ Χόπερ, Cape Cod Morning, 1950, Oil on canvas, 86.7 x 102.3 cm, Smithsonian American Art Museum, Gift of the Sara Roby Foundation © Heirs of Josephine Hopper / 2019, ProLitteris, Zurich Photo: Smithsonian American Art Museum, Gene Young