Τα διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου έχουν άρωμα Ελλάδας, άρωμα υπαίθρου, ένα άρωμα νοσταλγίας από εικόνες και ανθρώπους που διαφέρουν πολύ από τους σημερινούς ως προς τις συνήθειες και τα βιώματά τους. Στη συλλογή αυτή, μια συλλογή από ιστορίες γεμάτες χαρμολύπη γιατί έτσι είναι η ζωή, ο αναγνώστης γεύεται αλλοτινές εποχές και βουτάει σε αυτές για να ανακαλύψει χρόνια περασμένα και πρόσωπα που σημάδεψαν το καθένα για τον δικό του λόγο την κάθε ιστορία. Ο κόσμος του Παπαδημητρακόπουλου είναι μοναδικός και ξεχωριστός, θυμίζει άλλες εποχές, άλλες δεκαετίες και πλησιάζει με την αφηγηματικότητά του σε αυτές καθώς ο αναγνώστης διαβάζει ιστορίες, εμποτισμένες από ελληνικότητα, που τον ταξιδεύουν στον χρόνο.
Ο λόγος του είναι απλός μα και μεστός, οι αφηγήσεις του αποπνέουν έναν αέρα και μια ατμόσφαιρα που δεν έχουν σκοπό να εντυπωσιάσουν μα να αναδείξουν τη ζωή την ίδια, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τους ανθρώπους του, τους πρωταγωνιστές του. Μας τους παρουσιάζει έτσι ακριβώς όπως είναι, χωρίς φτιασιδώματα, έχοντας εμπνευστεί από τους μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, εκείνους της δεκαετίας του ’20 αλλά και από την γενιά που προηγήθηκε εκείνου, την μετεμφυλιακή γενιά των σπουδαίων λογοτεχνών. Πιστός σε αυτό το ύφος και χωρίς παρεκκλίσεις από μια γραφή που θέλει να υμνήσει τον ίδιο τον άνθρωπο και τη φύση του διεισδύει στα άδυτα των ψυχών τους, στις καρδιές τους και ακούει τις φωνές τους.
Ένας άξιος λογοτέχνης, ένας υμνητής της ζωής στην ύπαιθρο και την πόλη
Στις ιστορίες αυτές που είναι γραμμένες κυρίως τη δεκαετία του ’70 οι μνήμες από την κατοχή είναι ακόμα νωπές, είναι μια εποχή που δεν σταματά να προκαλεί το ενδιαφέρον των λογοτεχνών, οι περισσότεροι των οποίων την έζησαν και έζησαν και το δράμα του εμφυλίου. Στην ιστορία με τίτλο “Οβίς” γίνεται αναφορά σε μια παλιά οβίδα, ξεχασμένη από τον πόλεμο, και οι περιγραφές είναι χαρακτηριστικές, καθώς χρησιμοποιείται πια ως ένα στοιχείο διακόσμησης και ως αναμνηστικό. Είναι έκδηλες οι εικόνες, όμως, και από το διήγημα που φέρει και τον τίτλο της συλλογής, ήτοι “Θερμά δημόσια λουτρά”, μια συνήθεια εκείνης της εποχής που είχε ατονήσει τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα δείχνει να βρίσκεται και πάλι σε ανοδική πορεία. Τα δημόσια λουτρά ήταν αρχαιοελληνικό και ύστερα ρωμαϊκό και βυζαντινό στοιχείο της καθημερινότητας των πολιτών και ο Παπαδημητρακόπουλος γράφει ένα ηθογραφικό διήγημα για να καταδείξει την παράδοση που ποτέ δεν σταματά όσα χρόνια και αν περάσουν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τα διηγήματά του είναι όμως και έντονα ποιητικά, μοιάζουν πολλές φορές με στίχους που γίνονται πεζά και με πεζά που έχουν διαμορφωθεί από στίχους. Γράφει χαρακτηριστικά στο διήγημα με τίτλο “Όνειρο στο κύμα” που μας παραπέμπει στον Καρκαβίτσα με μια πρώτη ανάγνωση αλλά μας ταξιδεύει και στο αιώνιο ελληνικό καλοκαίρι: “Το απομεσήμερο, όταν η ζέστη φουντώνει κι ο κόσμος κοιμάται, παραμένω στον γιαλό. Με νανουρίζει το ήρεμο κύμα και, καθώς ο ήλιος κατακαίει και τσουρουφλίζει τα πάντα, γίνεται μια περίεργη σιγή. Απόμακρα ακούγεται ο ρυθμικός ήχος από το μοτοράκι, που μεταφέρει ψαράδες, ή παραθεριστές”. Είναι, αν μη τι άλλο, η περιγραφή μιας περιόδου κατά την οποία δεν είχε ακόμα σαρωθεί το ανθρώπινο στοιχείο από την τεχνολογία και υπήρχε αυτή η αγνότητα και η καθαρότητα, μια ζωή λιτή χωρίς πολλά πολλά, άνθρωποι που χαίρονταν με τα λίγα. Μια ηρεμία καλύπτει αυτό το διήγημα και συναρπάζει τον αναγνώστη.
Είναι μια εποχή ανεμελιάς μα και ξεγνοιασιάς σε ένα τοπίο ακόμα παρθένο, με ανθρώπους που πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα μα δεν παραπονιούνται και περιμένουν τις καλύτερες ημέρες να έρθουν. Φίλοι που μέσα στις παρέες βρίσκουν το νόημα της ζωής, φίλοι που έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον, γιατί έτσι κυλούν οι μέρες καλύτερα και πιο αρμονικά, φιλίες που χτίστηκαν στα βασικά, φιλίες αληθινές που δεν απαιτούσαν πολλά. Το διήγημα με τίτλο “Κόκκινη σημαία” αλλά και εκείνο με τίτλο “Τα μαξιλάρια” είναι ιστορίες που αναδεικνύουν τα πρόσωπα. Ειδικά στο δεύτερο ξεδιπλώνεται το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της ελληνικής παράδοσης που δεν είναι άλλο από την ναυτοσύνη, εκείνη που ζούσε, ζει και θα ζει χιλιάδες οικογένειες, μια παράδοση που διαρκεί χιλιάδες χρόνια και ταξιδεύει την Ελλάδα σε ολόκληρη την υφήλιο.
Στο καλοκαιρινό απομεσήμερο, ο συγγραφέας ξετυλίγει και το κουβάρι των δικών του αναγνωσμάτων, μερικών από εκείνα που προφανώς τον σημάδεψαν ως αναγνώστη και για αυτό τα αναφέρει. Η αναφορά στον κορυφαίο Τσιτσελίκη δεν μπορεί να είναι τυχαία μα ούτε και στους υπόλοιπους. Οι ίδιοι οι συγγραφείς αρέσκονται να εντάσσουν στις ιστορίες τους και τις δικές τους προσωπικές προτιμήσεις σε αναγνώσματα, τα οποία σηματοδότησαν το δικό τους έναυσμα να ασχοληθούν με την συγγραφή. Αυτά προφανώς είναι εικασίες αλλά αυτό το διήγημα είναι ένα από εκείνα που αξίζει κάποιος να διαβάσει μόνο και μόνο για αυτόν τον λόγο. Σε κάθε περίπτωση, η συγγραφική δεξιότητα του Παπαδημητρακόπουλου είναι από εκείνες που έχουν νόημα να αναδεικνύονται καθώς ο αναγνώστης μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει εντρυφώντας σε σελίδες γεμάτες εικόνες που θυμίζουν ζωγραφική ενός Γεράσιμου Στέρη για να γίνει και ο σύνδεσμος μεταξύ των τεχνών.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
“Δεν έχω ακόμη ξεκαθαρίσει μέσα μου πως συμβαίνει και οι περισσότεροι άνθρωποι ξεπερνιούνται από τα γεγονότα, πού συνήθως τα διαβάζουν έτοιμα στις πρωινές εφημερίδες”.
“Έχω ξεκαθαρίσει τους στόχους μου και τα ιδανικά μου και εργάζομαι αμέσως και ξεκάθαρα γι’ αυτά, προκαλώντας την ανεπιφύλακτη εκτίμηση όλων”.