Γραμμένο με ιδιαίτερη ευαισθησία το βιβλίο αυτό καταδεικνύει τη φρίκη που μπορεί να κρύβεται μέσα στον άνθρωπο αλλά και τη δύναμη που χρειάζεται, για να επιβιώσει κανείς στη δίνη μιας καταστροφικής εποχής. Ο συγγραφέας συγκλονίζεται από τη δίνη της εποχής του εμφυλίου και καταθέτει από ψυχής ένα κείμενο που στοχεύει να δονήσει την ευαισθησία και την ιστορική αντίληψη του αναγνώστη. Οι ήρωες του μάχονται να σωθούν απ’ τον κατακλυσμό που φέρει μαζί της μια σκληρή εποχή αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ιστορία τοποθετείται στην ορεινή Κανδήλα Αιτωλοακαρνανίας, τόπο καταγωγής του συγγραφέα, μια περιοχή σημαδεμένη από το ανελέητο πέρασμα της Ιστορίας. Ένας άνθρωπος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στον τόπο που γεννήθηκε και ξετυλίγει το κουβάρι μιας προσωπικής ιστορίας για να αποκαλύψει τα πάθη, τα λάθη και τις τραγικές στιγμές που έζησε ο τόπος. Τα χρόνια της ντροπής είναι πια παρελθόν, κάποιοι όμως αναζητούν ακόμα τη δικαίωση και διεκδικούν την υπόσχεση ότι αυτός ο τόπος δε θα ξαναζήσει βουτηγμένος στο αίμα της ντροπής.
Ο συγγραφέας φωτίζει μια σελίδα στην Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, ποτισμένης στο αίμα, που δίχασε οικογένειες, αδέλφια, τόπους, ελπίδες κι άφησε πίσω της έναν τραγικό απολογισμό. Ο εμφύλιος και τα δεινά του, ο αλληλοσπαραγμός, οι παράπλευρες απώλειες στη ζωή των ανθρώπων, ο διχασμός, τα σκοτεινά χρόνια, τα αιματηρά, τα αδυσώπητα. Χρόνια απέλπιδα, ερεβώδη, χρόνια της αντίπερα όχθης, του πλιάτσικου και του λυγμού, χρόνια του πόνου. Χρόνια της Ντροπής.
«Γιατί, Παναγία μου, αυτό το κακό; Τι στα κομμάτια θέλουν πάλι οι μεγάλοι και μας έβαλαν να φαγωθούμε; Αλλά εμείς δεν είμαστε λαός! Όταν ο κίνδυνος από τους κατακτητές ήταν μεγάλος, παλέψαμε σαν μια γροθιά. Έδωσες κι έφυγαν, βγάνουμε τα μάτια μας μόνοι μας! Τι κατάρα έχει ο τόπος μας, Θεέ μου;», σημειώνει στις σελίδες του ο Περικλής Γρίβας για να ανασυστήσει με αυτόν τον τρόπο τη θύελλα που έφερε στην ψυχή των ανθρώπων ο εμφύλιος, την εποχή ενός σύγχρονου μεσαίωνα που επικράτησε στην Ελλάδα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η φωτιά του εμφυλίου, των χρόνων που η σύγχρονη ελληνική ιστορία θα θυμάται πάντα με ντροπή, θα κάψει τα πάντα στο πέρασμά της και θα αφήσει πίσω της, όχι μόνο μια αβυσσαλέα καταστροφή, αλλά τον εξαγνισμό των πραγμάτων. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου θα ξαναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες της, καταδικασμένοι να φέρουν για πάντα στην ψυχή τους όμως τα σημάδια της, με τη βαριά συναίσθηση, ότι επέζησαν μιας πύρινης καταιγίδας.
Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά πόσο βαριά είναι η ευθύνη του και προσεγγίζει τα γεγονότα, κρατώντας μια διακριτή και διακριτική απόσταση και από τις δυο πλευρές, με τον απόλυτο σεβασμό που απαιτεί η καταγραφή της ιστορικής αλήθειας. Γράφει χαρακτηριστικά:
«ήξερε καλά πως η ψυχή απλά κοιμάται. Αν κάτι την αγγίξει, ξυπνάει και θυμάται. Κι όταν γυρίζει η θύμηση, ξυπνάει το φταίξιμο. Φταίει όποιος θυμάται. Πόσω μάλλον αν η ψυχή δεν ξυπνήσει από άγγιγμα μνήμης αλλά από κόψη ξυραφιού».
Ουσιαστική είναι η γλωσσική αγωγή που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, για να αγγίξει τη μνήμη. Οι λέξεις διαλέγονται με ακρίβεια και γίνονται η γενετική μήτρα των εκφραστικών συμβόλων που συναρμολογεί ο συγγραφέας, προκειμένου να υλοποιήσει την υπάρχουσα ιδέα. Άλλοτε με την απαραίτητη τρυφερότητα κι άλλοτε με σκληρές σαϊτιές που σκίζουν σαν ξυράφι το χαρτί και διαπερνούν την ψυχή του αναγνώστη. Πάντα όμως με δεδομένο ότι οι λέξεις εξυπηρετούν το σκοπό τους, όταν εισχωρούν στο μυαλό, αφού πρώτα έχουν βουτήξει την αιχμηρή τους κόψη, στη νοσταλγία της προαιώνιας χρήσης τους. Η μυθοπλασία εξελίσσεται μέσα από καθηλωτικές ανατροπές κι η φωτογραφική τους περιγραφή δοκιμάζει τον αναγνώστη, καθώς τον υποβάλλει στην μυσταγωγική εξέλιξη της ιστορίας και τον αναγκάζει να βιώσει την αγωνία, συμπάσχοντας με τους ήρωες.
Οι ιστορικές μαρτυρίες και πληροφορίες, τις οποίες ο συγγραφέας επιλέγει να μας δώσει, δένουν με την πλοκή κι έτσι αποτελούν ένα ακόμη πόλο ενδιαφέροντος για τον αναγνώστη. Οι περιγραφές δίνουν στο κείμενο τις απαραίτητες πληροφορίες και το καθιστούν ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία του σελίδα, αποσαφηνίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης μιας πληγωμένης γενιάς, μιας γενιάς με κατακρεουργημένα όνειρα και ραγισμένες ελπίδες.
Σημαντικό είναι να σταθεί κανείς στην τεράστια βιβλιογραφία που ο συγγραφέας μελέτησε, κάνοντας έρευνα ετών, προκειμένου να καταπιαστεί με ένα θέμα που ταλάνισε την ελληνική, πραγματικότητα. Μια βιβλιογραφία, που αν και δεν είναι ορατή στον αναγνώστη, λειτουργεί ως ο αρχιτεκτονικός ιστός του έργου που στηρίζει ένα άρτιο και αφηγηματικά ισορροπημένο οικοδόμημα.