Ο Λουί Λετεριέ (The Transporter, Hulk ο Απίθανος, Τιτανομαχίες) γοητεύεται από τον σύμπαν της μαγείας, των ταχυδακτυλουργών και του μενταλισμού και μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη την δική του «Συμμορία των Μάγων» για να μας αποπλανήσει σε μια γρήγορη, γεμάτη ένταση επίδειξη φιλμικών ψευδαισθήσεων και τρικ. Η αποπλάνηση πετυχαίνει, αλλά δεν διαρκεί.

 

Από την Ελένη Φιλίππου

 

Τέσσερις illusionists (Τζέσε Άιζενμπεργκ, Γούντι Χάρελσον, Άιλα Φίσερ, Ντέιβ Φράνκο) με διαφορετικές ιδιότητες ανταποκρίνονται στην μυστήρια πρόσκληση που λαμβάνουν από έναν ανώνυμο αποστολέα. Ένα χρόνο μετά, τους συναντάμε στο Λας Βέγκας, ως ομάδα με το όνομα «Τέσσερις Καβαλάρηδες» σε ένα κατάμεστο θέατρο να παρουσιάζουν τα εντυπωσιακά «μαγικά» κόλπα τους. Η ομάδα πραγματοποιεί υπό το πέπλο της μαγείας τις πιο εξωφρενικά φαντασμαγορικές ληστείες, την λεία των οποίων μοιράζουν, ως νέοι Ρομπέν των Δασών, στο κοινό που τους παρακολουθεί. Η υπόθεση των μάγων προκαλεί την άμεση ανάμειξη του Νόμου και έτσι δύο πράκτορες από το FBI (Μαρκ Ράφαλο) και την Ιντερπόλ (Μέλανι Λοράν) αναλαμβάνουν να πιάσουν την συμμορία. Όμως, η τέχνη των ψευδαισθήσεων αποδεικνύεται αντίπαλος που δύσκολα μπορεί κανείς να παραβγεί, καθώς «όσο πιο κοντά κοιτάξεις, τόσο πιο εύκολα θα ξεγελαστείς»…

 

Ο Λουί Λετεριέ δοκιμάζει εδώ ένα ενδιαφέρον συμπίλημα φιλοσοφικών ιδεών και φιλμικών χειρισμών, το οποίο μπορεί στο τέλος να μην αποδίδει το μάξιμουμ των αρχικών διαθέσεων του γάλλου σκηνοθέτη, αλλά καταφέρνει πάραυτα να τραβήξει την προσοχή σου μέχρι τέλους, και μέχρι ενός σημείου να την εξαπατήσει όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει. Η τέχνη των ψευδαισθήσεων και του εντυπωσιασμού είναι στοιχείο που εντοπίζεται από τα πρώτα κιόλας βήματα του κινηματογράφου, όπου η φαντασμαγορία, τα τεχνάσματα και τα ειδικά εφέ του ήταν η ατραξιόν στα πανηγύρια και στους περιοδεύοντες θιάσους. Μέχρι και σήμερα, η καθεαυτή φύση του σινεμά δεν έχει αλλάξει. Και αυτό διότι, εκ φύσεως ενέχει εντός της το στοιχείο της εξαπάτησης, καθώς με την ιδιότητα της φαντασιακής μεταφοράς σε μεταφέρει εμπρός και πίσω στο χρόνο, σε κάνει να εμπλέκεσαι συναισθηματικά με καταστάσεις και ήρωες που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, σε τρομάζει, σε συγκινεί και σε θλίβει. Αυτή είναι η μαγεία και η δύναμή του. Ο Λετεριέ θέλησε να παίξει με την ιδιότητα αυτή του μέσου, γυρίζοντας μια ταινία που δείχνει απροκάλυπτα τον τρόπο που θα σε ξεγελάσει, και αν είχε το απαιτούμενο βάθος, θα έδειχνε και τον τρόπο που το σινεμά θα συνεχίζει να σε ξεγελάει, ως νοητή μεταφορά σε μια «χώρα του αχωρήτου».

 

Η φράση που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές κατά την διάρκεια του έργου ότι «όσο πιο κοντά κοιτάξεις, τόσο πιο εύκολα θα ξεγελαστείς» μας πηγαίνει στην φιλοσοφική «αρχή της αμφιβολίας», η οποία έχει απασχολήσει πολλάκις το σινεμά: Οι αδελφοί Κοέν και οι αδελφοί Νόλαν είναι δύο πολύ τρανταχτές περιπτώσεις που έχουν στοχασθεί φιλμικά γύρω από αυτήν την προβληματική. Οι Κοέν, στο «Ο Άνθρωπος που δεν ήταν εκεί» (2001) βάζουν τον δικηγόρο της Ντόρις να μιλάει για μια επιστημονική θεωρία, σύμφωνα με την οποία «δεν ξέρεις την πραγματικότητα… Καμιά φορά κοιτάς κάτι, και κοιτάζοντάς το, αυτό αλλάζει. Δεν μπορείς να ξέρεις τι πραγματικά έχει συμβεί, ή τι θα συνέβαινε, εάν δεν είχες ανακατευτεί. Έτσι, δεν υπάρχει το “τι έγινε”. Κοιτάς κάτι… και αυτό αλλάζει. […] Αντίληψη. Πραγματικότητα. Αμφιβολία… Μερικές φορές όσο πιο πολύ κοιτάς, τόσο λιγότερα ξέρεις».

 

Στους αδελφούς Νόλαν, ακούμε τον Μάικλ Κέιν, ως Κάτερ στο «Prestige» (2006): «Παρακολουθείτε προσεκτικά; […] Ο μάγος δείχνει κάτι συνηθισμένο. Μια τράπουλα, ένα πουλί ή έναν άνθρωπο. Δείχνει το αντικείμενο. Πιθανόν να σας ζητήσει να το ελέγξετε, να δείτε ότι όντως είναι πραγματικό, αμετάβλητο, φυσιολογικό. Αλλά φυσικά, συνήθως δεν είναι. […] Ο μάγος παίρνει κάτι συνηθισμένο, και το μετατρέπει σε κάτι το εξαιρετικό. Τώρα, ψάχνετε το μυστικό, αλλά δεν θα το βρείτε, γιατί φυσικά δεν ψάχνατε στ’ αλήθεια. Στην πραγματικότητα, δεν θέλετε να ξέρετε. Θέλετε να ξεγελαστείτε».

 

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Λετεριέ με τους μάγους του είναι, καταρχήν, η απουσία του φιλοσοφικού υπόβαθρου που βρίσκουμε στους Κοέν και στους Νόλαν σχετικά με την δύναμη της ψευδαίσθησης και επιπλέον, ότι το σενάριό του δεν είναι ούτε τόσο έξυπνο όσο θα επιθυμούσε, ούτε τόσο καλά δουλεμένο όσο θέλει να δείχνει. Η φιλοδοξία να συνδυάσει το παιχνίδι των ψευδαισθήσεων με ανατροπές που πηγάζουν από το heist είδος τον φέρνει στην δύσκολη θέση του να χάνει το κέντρο αναφοράς του: Ξεκινάει με επίκεντρο τους μάγους του και το στήσιμο της εξαπάτησης οφθαλμών και μυαλού, μόνο και μόνο για να το παρατήσει κάπου στα μέσα του φιλμ και να περάσει στην αστυνομική δράση χωρίς να κουμπώνει ουσιαστικά με ό,τι έχει προηγηθεί. Ο φρενήρης ρυθμός που δεν σου επιτρέπει δευτερόλεπτο να σταθείς εξεταστικά σε αυτό που προβάλλεται μπροστά σου, οι «ψαρωτικές» ληστείες και τα στυλιζαρισμένα τεχνάσματα της συμμορίας σε αρπάζουν και σε στέλνουν στο τέλος, που αν και απογοητευτικό, δεν έχεις προλάβει καν να το καταλάβεις. Γιατί ο ταχυδακτυλουργός Λετεριέ κατάφερε, ενώ σου έλεγε συνεχώς κοίτα προσεκτικά, να μην σου αφήσει κανένα περιθώριο να σουφρώσεις τα φρύδια. Και αυτό, είναι κάτι. Έστω και ψεύτικο.

 

Σκηνοθεσία: Λουί Λετεριέ

Σενάριο: Εντ Σόλομον, Μπόαζ Γιακίν, Έντουαρντ Ρίκορτ

Πρωταγωνιστούν: Τζέσε Άιζενμπεργκ, Γούντι Χάρελσον, Μαρκ Ράφαλο, Άϊλα Φίσερ, Ντέιβ Φράνκο, Μόργκαν Φρίμαν, Μάικλ Κέιν

Διάρκεια: 115΄

Διανομή: Odeon