Ο Μπραμ Στόκερ έγραψε το “Dracula” το 1897 και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ σκηνοθέτησε το “Shadow of a Doubt” το 1943. Το 2013, ο Παρκ Τσαν-Γουκ έρχεται με το “Stoker” για να πει την χιτσκοκική ιστορία μιας οικογένειας, όπου το αίμα παρότι δεν πίνεται εδώ, είναι αυτό που δίνει ζωή στους ίδιους, όταν παγώνει στις φλέβες των άλλων.
Από την Ελένη Φιλίππου
Το “Stoker” είναι το ντεμπούτο του Τσαν-Γουκ σε αγγλόφωνη ταινία, δηλώνοντας επισήμως την είσοδό του στο χώρο του Χόλιγουντ. Ο σκηνοθέτης που έγινε γνωστός από την εξαιρετική “Vengeance” τριλογία του (“Sympathy for Mr. Vengeance”, “Oldboy” και “Lady Vengeance”) καταφέρνει για ακόμη μια φορά να δείξει πώς η ωμή βία, το σασπένς και η opaque ατμόσφαιρα όταν βρεθούν στα χέρια ενός master puppeteer σκηνοθέτη, μπορούν να χαρίσουν αριστουργηματικές στιγμές στο είδος του “horror movie”.
Ο Ρίτσαρντ Στόκερ (Ντέρμοτ Μαλρόνεϊ) σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό ατύχημα την ημέρα των γενεθλίων της κόρης του. Η 18χρονη πια, Ίντια (Μία Γουασικόφσκα), ορφανή από τον αγαπημένο της πατέρα, μένει πίσω με την ψυχρή και εύθραστη μητέρα της, Έβελιν (Νικόλ Κίντμαν), με μόνο σημείο ένωσης μεταξύ τους, την κοινή στέγη, κάτω από την οποία καλούνται να συνυπάρξουν. Η πένθιμη συμβίωση των δύο γυναικών πρόκειται να αλλάξει, όταν εμφανίζεται ο αδελφός του αποθανόντος, Τσαρλς Στόκερ (Μάθιου Γκουντ), την ύπαρξη του οποίου η Ίντια αγνοούσε, καθώς όλα αυτά τα χρόνια ταξίδευε σε διάφορα μέρη του κόσμου. Πρόσωπα κοντινά και μακρινά αρχίζουν να εξαφανίζονται, η απρόβλεπτη επίσκεψη της θείας Γκουέν (Τζάκι Γουίβερ) θολώνει ακόμα περισσότερο τα νερά, αλλά η γοητεία του θείου Τσάρλς έχει ήδη αρχίσει να κερδίζει μάνα και κόρη…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο ηθοποιός και τώρα, σεναριογράφος, Γουέντγορθ Μίλερ (“Prison Break”) πήρε την ιστορία του “Shadow of a Doubt”, την πείραξε και, κρατώντας οδηγό τον συνονόματο χιτσκοκικό «Θείο Τσάρλι», προχωράει μεθοδικά σε ένα κλιμακωτής έντασης τελετουργικό θανάτου, όπου η βία γίνεται διαστροφικό σύμβολο ενηλικίωσης, ερωτισμού και υπαρξιακής αναγέννησης για την νεαρή Ίντια. Δυστυχώς όμως, το σενάριο δεν αφήνει χώρο σε επεξηγηματικά ιστορικά στοιχεία για την τωρινή κατάσταση των ηρώων (κυρίως των δύο γυναικών), με αποτέλεσμα να μην μπορείς να διακρίνεις καθαρές αντιστοιχίες μεταξύ πράξης και αιτίας, ψυχοσύνθεσης και σκέψης, γεγονός που αφήνει τους τρεις κεντρικούς ήρωες μετέωρους στο επίπεδο του επιφανειακού και την ιστορία σε ένα γοτθικού στυλ εφιαλτικό παραμύθι. Γράφω παραμύθι και όχι κάτι άλλο, καθώς η απουσία βάθους και αφηγηματικής πληρότητας αποτρέπουν τον διαφωτισμό, ή έστω την ανίχνευση της ρίζας του κακού. Στα δεδομένα που μένει η πλοκή, η δυναμική των σχέσεων στο τρίγωνο θείος-μητέρα-κόρη είναι τόσο θολά μπερδεμένη, που ακόμη και ένας Φρόυντ ή Λακάν δεν είναι αρκετός για να μοιράσει διαγνώσεις. Εάν η σύνθεση του καστ ήταν διαφορετική, θα ήταν πολύ πιθανό να κάναμε λόγο για μια κακή επιλογή σεναρίου του Τσαν-Γουκ. Ευτυχώς, Κίντμαν, Γουασικόφσκα και Γκουντ δίνουν ερμηνείες απόλυτα θηλυκωμένες τόσο στους ρόλους που κλήθηκαν να υποδυθούν, όσο και στην πνιγερά αρρωστημένη ατμόσφαιρα, που η ιστορία απαιτεί να δημιουργήσουν.
Αυτό όμως που, όχι μόνο σώζει τις σεναριακές αδυναμίες, αλλά απογειώνει το “Stoker” και, κατά συνέπεια, του δίνει την αίγλη και την ενοχική επιθυμία να συνεχίσεις την καταβύθιση στο αρρωστημένο οικογενειακό τρίγωνο, οφείλεται ξεκάθαρα στις σειρήνες που εξαπολύει ο Τσαν-Γουκ. Ο συμβολισμός της αράχνης που σκαρφαλώνει στο πόδι της Ίντια, ο λεπτομερής, μακρόσυρτος ήχος από τα αυγά που συνθλίβονται πάνω στο τραπέζι, η εναλλαγή από το χτένισμα των μαλλιών της Κίντμαν στα στάχυα-κρυψώνα της Ίντια με τον πατέρα της σε ώρα κυνηγιού, το ντουέτο θείου και ανιψιάς στο πιάνο, το οργασμικό ντους της νεαρής, η παράδοξη ομορφιά των λευκών λουλουδιών την ώρα που λερώνονται από «άτσαλες κόκκινες σταγόνες», είναι μερικά μόνο παραδείγματα της αριστοτεχνικής, υψηλού επιπέδου σκηνοθεσίας του Κορεάτη δημιουργού.
Με μια τριλογία-σπουδή πάνω στην κινηματογραφική βία και στην ιδέα της «εκδίκησης» περιμένει κανείς πως και η τωρινή δουλειά του Τσαν-Γουκ θα έχει την ίδια διεισδυτικότητα στα σκοτεινά μέρη του ανθρώπινου ψυχισμού. Ενώ το “Stoker” σμιλεύεται στιλιστικά στο μέγιστο από τον σκηνοθέτη του, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί και για το περιεχόμενό του (ίσως επειδή για πρώτη φορά δεν βρίσκεται και στη θέση του σεναριογράφου), το οποίο θεωρώ σκόπευε στην εισαγωγή μια νέας προσέγγισης γύρω από το θέμα «βία», ως επίκτητο ή έμφυτο ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Η ανισότητα μεταξύ φόρμας και περιεχομένου είναι ο λόγος που κρατάει το “Stoker” πιο χαμηλά από τον πήχη που ο ίδιος είχε τοποθετήσει πολύ ψηλά με την έως τώρα φιλμογραφία του. Πάντως, παρόλο που ο σκηνοθέτης δεν μιλάει την αγγλική, και επομένως η επικοινωνία μεταξύ της ομάδας γινόταν μέσω διερμηνέα, το συνολικό αποτέλεσμα του “Stoker” καταφέρνει να μην χαθεί στην μετάφραση. Η είσοδος του Τσαν-Γουκ στο Χόλιγουντ εγκαινιάζεται όμως, από την πολύ αρχή του, με στοιχεία ξένα (και όχι απαραιτήτως επιθυμητά), προς την sui generis σκηνοθετική ιδιοσυγκρασία του.
Σκηνοθεσία: Παρκ Τσαν-Γουκ
Σενάριο: Γουέντγορθ Μίλερ (σε συνεργασία με Έριν Κρεσίντα Γουίλσον)
Πρωταγωνιστούν: Μία Γουασικόφσκα, Νικόλ Κίντμαν, Μάθιου Γκουντ, Ντέρμοτ Μαλρόνεϊ, Τζάκι Γουίβερ
Διάρκεια: 99΄
Διανομή: Odeon