Γνώση. Απαιτητική όπως μια νόμιμη σύζυγος, εθιστική όπως μια ερωμένη κι ένας μικρός θεός που βρίσκει καταφύγιο στην εύπλαστη διάνοια του ανθρώπου. Απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ζουν σα να πρόκειται να πεθάνουν αύριο και αφομοιώνεται καλύτερα από αυτούς που μελετούν σα να πρόκειται να ζήσουν για πάντα. Σ’ αυτή τη γη που τίποτα δεν αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου, η γνώση αποτελεί το προϊόν και την ίδια στιγμή, τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή του. Μετατρέπει εύκολα τους κατόχους της σε δραπέτες από το νόμο των μέσων όρων, σε αετούς που χτίζουν τις φωλιές τους στα ψηλά και απρόσιτα σημεία, σε αληθινούς επαναστάτες για τους οποίους ο φθόνος των άλλων δεν είναι παρά ένας συντετριμμένος θαυμασμός. Δεν υπάρχει υποκατάστατο της γνώσης και ούτε ποτέ θα βρεθεί, αλλά αλίμονο στους γιγνώσκοντες δίχως τόλμη. Είναι απαραίτητο, άλλωστε, για ‘κείνους που παίρνουν το φανάρι του Διογένη στο ένα τους χέρι, να κρατούν και το ραβδί του στο άλλο.
Τι έγκλημα να είχε άραγε διαπράξει ο Ιωάννης Συκουτρής προτού γεννηθεί, για να αξίζει μια άχαρη ζωή μες σε ένα πλήθος με πολλά αγύριστα κεφάλια και καθόλου μυαλό; Ανάμεσα σε ένα σωρό ευνουχισμένους διανοούμενους που τόσο οικτίρει ο Σεφέρης με κάθε ευκαιρία; Ανάμεσα σε ανήμερα θηρία που ουδέποτε θα κατανοήσουν την απεραντοσύνη και την διαύγεια του πνεύματος έτσι φυλακισμένα στα κλουβιά των καθωσπρέπει, των δεδομένων και όλων των κανόνων; Τι ζητά ο διακεκριμένος Χιώτης φιλόλογος εκεί όπου είναι προτιμότερο να αφήνονται οι άνθρωποι να μηρυκάζουν ες αεί την αθλιότητά τους, εφόσον δεν είναι άξιοι να ακούσουν την αλήθεια; Εκεί όπου η κακολογία σε βάρος του ισοδυναμεί με το ξαλάφρωμα της κακοβουλίας και της πολιτισμικής κιβδηλείας;
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο «Βερονάλ», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, φιλοτεχνεί με σεβασμό και την χαρακτηριστική λογοτεχική του ευελιξία, το πορτρέτο του διάσημου καθηγητή που οι συνάδελφοί του δε δίστασαν να λούσουν με το εύφλεκτο υγρό της περιφρόνησης. Ο Συκουτρής τα ‘βαλε με τη μετριότητα και το πλήρωσε ακριβά. Προκάλεσε τη χαμηλή νοημοσύνη της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας που πάντα μισεί και αποστρέφεται όσους είναι καλύτεροι, κι έχασε. Ο Συκουτρής που μάγευε με τους λόγους του τα πλήθη, που αλληλογραφούσε με τις μαθήτριές του για να τις οδηγήσει σε υποδόριους και αμιγώς πλατωνικούς έρωτες, που ταυτόχρονα κρατούσε βαθιά κρυμμένη εντός του μια αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητα κι ανέλαβε την εισαγωγή στο Συμπόσιο του Σωκράτη, είναι από τα δέντρα εκείνα που οι άλλοι τα πετροβολούν με λύσσα διότι έχουν καρπούς. Ο Συκουτρής δείχνει μπερδεμένος επειδή ακριβώς στοχάζεται πάνω στο καθετί. Δε γεννήθηκε μεγάλος, ούτε τού ήρθε ουρανοκατέβατη η μεγαλοσύνη. Την πέτυχε πρώτα με τις σπουδές και έπειτα με το έργο του. Τα κατάφερε έχοντας συνειδητοποιήσει πως κάθε προσθήκη στην αληθινή γνώση, είναι μια προσθήκη στην ανθρώπινη δύναμη. Παρόλα αυτά, κάτι δε λειτούργησε κατά το δέον. Είναι κοινό μυστικό όμως, πως για όσους επιλέγουν τη γνώση και τη σκέψη, σπανίως υφίστανται ευτυχισμένες ζωές. Εκείνος, ένας ακριβής μελετητής του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους, έμελλε να αφεθεί στα χέρια των κριτικών. Αυτών που ξέρουν τους δρόμους, χωρίς να διαθέτουν δίπλωμα οδήγησης. Ο Συκουτρής στις 21 Σεπτεμβρίου 1937, λύνει τους κάβους και σαλπάρει μακριά από το σίγουρο λιμάνι του. Η ουσία που αποκοίμισε για πάντα την καρδιά του, τον προέτρεψε να εξερευνήσει και να ψηλαφίσει την αιωνιότητα, να αντιληφθεί πως το θάρρος του καθενός από εμάς, είναι σε τελική ανάλυση ό,τι μεγεθύνει ή συρρικνώνει τη ζωή μας. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος από την άλλη, παίζει με την φωνή της συνειδήσεως, της λογικής και του αίματος. Ζητά από τον αναγνώστη να υπερβεί μέσα από αυτήν την ιδιότυπη χορωδία τις ιδέες του καιρού του, να αγνοήσει το προφανές καθώς δεν είναι αντάξιο της καθαρής και απροκατάλυπτης ματιάς, και να εντοπίσει τη ρωγμή μέσα από την οποία περνά το φως της φιλοσοφίας με στόχο να τυφλώσει τη φτηνές κατασκευασμένες αλήθειες.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κι η Τέχνη ένα εκτυφλωτικό φως αποτελεί. Αυτό είχε πιθανότατα στο νου του όταν έστηνε το πολυδαίδαλο σύμπαν του ζωγράφου Γιώργου Γαλανού στο «Αδιανόητο Τοπίο». Αυτή τη φορά η ιστορία έχει ως εξής: περί τα μέσα του 20ου αι., ο πρωταγωνιστής απομονώνεται στην Πελοπόννησο και αφοσιώνεται στην ολοκλήρωση του ομώνυμου πίνακά του. Το συγκεκριμένο βιβλίο που πρωτοκυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις Εστία και 25 χρόνια αργότερα, επανεκδόθηκε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, ακολουθεί τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία ενός καθαρόαιμου καλλιτέχνη. Ενός εσωστρεφούς ανθρώπου που θα συμφωνούσε με τον Μαλρώ όταν εκείνος ισχυριζόταν κάποτε στο Cafe de la paix του Παρισιού, πως η Τέχνη είναι μια βαθιά πράξη αντίστασης στο πεπρωμένο, και πως οφείλουμε να προσεγγίζουμε αυτήν και τα παράγωγά της με ευλάβεια καθώς κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την κατεβάζει στο ανάστημά του. Στα ορεινά και τα βραχώδη της Πελοποννήσου η ανάγνωση μοιάζει με ανοιχτό παράθυρο μπρος σε όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές μάχες που δείλιασε ο Γαλανός να δώσει. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος εναλλάσσοντας χρόνους και διαθέσεις μιλά για κάθε καταπιεσμένη παρόρμηση που δεν θέλει και πολύ να μετατραπεί σε συναίσθημα, και το συναισθημα σε εμμονή.
Η Τέχνη του Γαλανού είναι πίστη και τού επιβάλλει να αγνοήσει την κοινή γνώμη σε σκοτεινούς κοινωνικοπολιτικούς καιρούς, και κάθε έργο του αποτελεί μια ξεχωριστή περιπέτεια του μυαλού του. Από εκείνες που τις αγκαλιάζουν με τρυφερότητα μονάχα οι δικοί μας άνθρωποι. Η νεαρή Θεοδώρα ήταν γυναίκα του καμβά και της ψυχής του. Ήταν αυτή που θεωρούσε τη ζωγραφική του Γαλανού έναν καλοκαμουφλαρισμένο ερωτισμό. Στεκόταν ένα βήμα πίσω του και κατασκόπευε το πινέλο του όσο αυτό φαντασιωνόταν το αόρατο και έπειτα το αναπαριστούσε. Συγκινείτο μπρος στα ποικίλα χρωματικά του επιτεύγματα που περιελάμβαναν πάντα λίγα μάγια, και παραδεχόταν ανοιχτά πως ο Γαλανός δεν προηγείτο της εποχής του. Ήταν η εποχή του, και απλώς υπήρχαν κάποιοι που ηθελημένα ή μη, έμεναν πίσω. Όταν ο Γαλανός θα μείνει ρέστος από όλα εκείνα που κάνουν έναν άνθρωπο να ευημερεί, ο αναγνώστης είναι και πάλι εκεί – για την ακρίβεια, η αφήγηση δεν του επιτρέπει να λοξοδρομήσει – για να βγάλει τα συμπεράσματά του. Το «Αδιανόητο Τοπίο» είναι ένα βιβλίο όπου οι άνθρωποι που διαθέτουν μεγαλείο δεν ασχολούνται με την πολιτική και η τέχνη δεν είναι αυτό που βλέπεις, αλλά είναι αυτό που κάνεις τους άλλους να δουν σε συνεργασία με τον Θεό. Γραμμένο με ευαισθησία, μας προτρέπει να είμαστε πάντα ευγνώμονες σε όσους φροντίζουν για την ευτυχία μας. Να μην λησμονούμε πως μαζί με όσα καταπιανόμαστε από αγάπη, είναι οι κηπουροί της ψυχής μας που την κάνουν να ανθίζει.
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, γεννημένος το 1954 στην Αθήνα με σπουδές στην συγκριτική Φιλολογία, την Θεατρολογία και την Ανθρωπολογία του Ελληνικού πολιτισμού στο Παρίσι, ή αλλιώς μία από τις ευστροφότερες πένες του Τύπου, παρουσιάζει κάθε άνθρωπο ως μια ξεχωριστή κι ειδυλλιακή ανθρωπότητα. Ως μια παγκόσμια ιστορία. Δεν αναρωτιέται τι μπορεί να θέλουμε όλοι από τη ζωή, αλλά τι θέλει η ζωή από εμάς. Ξέρει πως για να πετύχεις, η νοοτροπία είναι εξίσου σπουδαία με την ικανότητα και απλώς διαχωρίζει τους ανθρώπους σε αυτούς που περπατούν στη βροχή και σε αυτούς που βρέχονται και τουρτουρίζουν μέχρι να σταματήσει. Μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας «Καθημερινή», βραβευμένος από το ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 1999 για το μυθιστόρημά του «Η δύναμη του σκοτεινού θεού», αλλά και το 2004 τιμημένος από τη Γαλλική Ακαδημία με το μετάλλιο για την ακτινοβολία της γαλλικής γλώσσας και τέχνης του λόγου, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος θα συνεχίσει για πολλά χρόνια ακόμα να γράφει τόσο για αυτούς που ορμούν στη δράση, όσο και για ‘κείνους που μαραίνονται στην απελπισία και θα διαβάζεται γιατί ονειρεύεται όσα γράφει και γράφει όσα ονειρεύεται.