Αυτή την άνοιξη, επιλέγουμε να μην περιμένουμε στωικά τους αργοπορημένους στο ραντεβού μας, ανέμελους έρωτες, μυρωδιές και περιπάτους ταξιδιών με πέπλο το μπλέ της θάλασσας ,το χρυσάφι του ήλιου και το ροζ του δέρματος. Ταξιδεύουμε στα πιο μακρινά μέρη και γνωρίζουμε τους πιο απρόσμενους ανθρώπους με τα ποιήματα του πολυταξιδεμένου –και χιλιομελοποιημένου- ναυτικού Νίκου Καββαδία και πάμε να τα βρούμε εμείς!

A bord de l᾿ «Aspasia»

Ταξίδευες κυνηγημένη ἀπὸ τὴ μοίρα σου
γιὰ τὴ κατάλευκη μὰ πένθιμη Ἑλβετία,
πάντα στὸ deck, σὲ μία σαὶζ-λὸγκ πεσμένη, κάτωχρη
ἀπ᾿ τὴ γνωστὴ καὶ θλιβερότατη αἰτία.

Πάντοτε ἀνήσυχα οἱ δικοί σου σὲ τριγύριζαν,
μὰ ἐσὺ κοιτάζοντας τὰ μάκρη ἀδιαφοροῦσες.
Σ᾿ ὅτι σοῦ ῾λεγαν πικρογέλαγες, γιατ᾿ ἔνιωθες
πὼς γιὰ τὴ χώρα τοῦ θανάτου ὁδοιποροῦσες.

Κάποια βραδιά, ποὺ ἀπὸ τὸ Στρόμπολι περνούσαμε
εἶπες σὲ κάποιον γελαστή, σὲ τόνο ἀστείου:
«Πῶς μοιάζει τ᾿ ἄρρωστο κορμί μου, καθὼς καίγεται,
μὲ τὴν κορφὴ τὴ φλεγόμενη τοῦ ἡφαιστείου!»

Ὕστερα σ᾿ εἶδα στὴν Μαρσίλια σὰν ἐχάθηκες
μέσα στὸ θόρυβο χωρὶς νὰ στρέψεις πίσω.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνο τὴν ὑγρὴ ἔκταση ἀγάπησα,
λέω πὼς ἐσένα θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀγαπήσω.

Ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του Ιωνία έργο του Γιάννη Τσαρούχη (1950).

Mal Du Depart

Στὴν ἀδερφή μου Ζένια

Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.

Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.

Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει…»

Μὰ ὁ ἑαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ χτυπήσει.

Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.

Έργο του Κωνσταντίνου Βολανάκη

Fata Morgana

Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*

Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα. Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.

Ψάρια ποὺ πετᾶν μέσα στὴν ἄπνοια,
ὄστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια τῆς στεριᾶς καὶ δέντρα σάπια,
ἄρμπουρα, τιμόνια καὶ προπέλες.

Νά ῾χαμε τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδίνου
ἢ τὸ γέρο νάνο ἀπ᾿ τὴν Καντόνα.
Στείλαμε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
πάνω σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα.

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.

Έργα του Γιάννη Τσαρούχη για την πρώτη έκδοση της Βάρδιας.

Ἀντινομία

Ὁ ἔρωτάς σου μία πληγὴ καὶ τρεῖς κραυγές.
Στὰ κόντρα σκούζει ὁ μακαρᾶς καθὼς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη τοῦ βυθοῦ – χίλιες ὀργιὲς –
τοῦ Ποσειδώνα ἐγὼ σὲ κέρδισα στὸ ζάρι.

Καὶ σ᾿ ἔριξα σ᾿ ἕνα βιβάρι σκοτεινὸ
ποὺ στέγνωσε καὶ ξανεμίστηκε τὸ ἁλάτι.
Μὰ ἐσὺ προσμένεις ἀπ᾿ τὸ δίκαιον οὐρανὸ
τὸ στεριανό, τὸ γητευτή, τὸν ἀπελάτη.

Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ
καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη
πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,
θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.

m/s Aquarius 1974


Ἐρωτικὸ γράμμα

Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.
Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση. Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό. Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο. Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.

ΚΟΛΙΑΣ

* Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Νίκος Καββαδίας ἐρωτεύτηκε μία κοπέλα, τὴ Θεανὼ Σουνᾶ. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητής στην κοπέλα.

Federico Garcia Lorca

Στὸ Θανάση Καραβία

Ἀνέμισες γιὰ μία στιγμὴ τὸ μπολερὸ
καὶ τὸ βαθὺ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αὔγουστος ἤτανε δὲν ἤτανε θαρρῶ,
τότε ποὺ φεύγανε μπουλούκια οἱ Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν τοῦ ἀνέμου συνοδιὰ
καὶ ξεκινοῦσαν οἱ γαλέρες τοῦ θανάτου.
Στὸ ρωγοβύζι ἀνατριχιάζαν τὰ παιδιὰ
κι ὁ γέρος ἔλιαζε ἀκαμάτης τ᾿ ἀχαμνά του.

Τοῦ ταύρου ὁ Πικάσσο ρουθούνιζε βαριὰ
καὶ στὰ κουβέλια τότε σάπιζε τὸ μέλι.
Τραβέρσο ἀνάποδο – πορεία πρὸς τὸ Βοριᾶ.
Τράβα μπροστὰ -ξοπίσω ἐμεῖς- καὶ μὴ σὲ μέλλει.

Κάτου ἀπ᾿ τὸν ἥλιο ἀναγαλλιάζαν οἱ ἐλιὲς
καὶ φύτρωναν μικροὶ σταυροὶ στὰ περιβόλια.
Τὶς νύχτες στέρφες ἀπομέναν οἱ ἀγκαλιὲς
τότες ποὺ σ᾿ ἔφεραν, κατσίβελε, στὴ μπόλια.

Ἀτσίγγανε κι Ἀφέντη μου, μὲ τί νὰ σὲ στολίσω;
Φέρτε τὸ μαυριτάνικο σκουτὶ τὸ πορφυρό.
Στὸν τοῖχο τῆς Καισαριανῆς μᾶς φέραν ἀπὸ πίσω
κ᾿ ἴσα ἕν᾿ ἀντρίκιο ἀνάστημα ψηλῶσαν τὸ σωρό.

Κοπέλες ἀπ᾿ τὸ Δίστομο φέρτε νερὸ καὶ ξίδι.
Κι ἀπάνω στὴ φοράδα σου δεμένος σταυρωτὰ
σύρε γιὰ κεῖνο τὸ στερνὸ στὴν Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ διψασμένα της χωράφια τ᾿ ἀνοιχτά.

Βάρκα τοῦ βάλτου ἀνάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα ποὺ σκουριάζουνε σὲ γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια νὰ πετᾶν στὴν ἔρημην ἀρένα
καὶ στὸ χωριὸ ν᾿ οὐρλιάζουνε τὴ νύχτα ἑφτὰ σκυλιά.

* Δημοσιεύτηκε στὶς 19 Μαΐου 1945, στὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 3 φύλλο τῶν «Ἐλεύθερων Γραμμάτων».

‘Εργο του Γιάννη Μόραλη στο εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής Τραβέρσο.

Θαλασσία πανίς

Στὸν Αἰμίλιο Βεάκη

Ἕνα κοχύλι σκουλαρίκι ἔχεις στ᾿ αὐτὶ
καὶ στὰ μαλλιὰ θαλασσινὸ πράσινο ἀστέρα.
Tropical stormy-In Madras area cholera,
καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Lakha-diwa πυρετοί.

Τό ῾να ἀνάλαφρα φύκια κρατᾶ
καὶ τὸ ζερβί σου τὸ λειψὸ σάπια καβίλλια.
Η Katherin τούτη τὴ στιγμή, χιλιάδες μίλια…
βγαίνει τὴ ντάμα μὲ τὸ ρήγα σταυρωτά.

Τὸ «Union Jack» καὶ τὸ σπασμένο τουρκετὶ
κι᾿ ὁ Γιαπωνέζος στὴν παντιέρα-μαύρη μπάλα.
Ἡ ἁφή της ὅμοια μὲ τὸ περσικὸ γατὶ
πού ῾χες ψωνίσει πρὶν τρεῖς μῆνες στὴν Bomballa.

Περαστικὴ τώρα ἡ Γοργόνα ἡ τροπικὴ
σὲ βλέπει ἀδιάφορη κι᾿ ἀπὲ σὲ φέρνει βόρτα.
Ἀλλιώτικες ὅσες σταμπάρουν ὠαυτικοὶ
κι᾿ ἄλλες αὐτὲς ποὺ σὲ τραβούσανε στὰ πόρτα.

Ὁ κατασκότεινος βρέχει νερένιος οὐρανὸς
μολύβι, ἐγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό, παράξενο παιγνίδι μὲ τὶς σάρκες
καθὼς διαβαίνει ὁ σκύλος ὁ θαλασσινός.

Τοπίο σκωτσέζικο-σκυλιὰ καὶ κυνηγοί,
πύργος μὲ φάντασμα-παλιὸ Johnnie Walker whisky.
Ἀπόψε οἱ δύο χαλύβδινοι πρωραῖοι πυργίσκοι
προσμένουν Τρίτωνες γιὰ βάρδιας ἀλλαγή.

Γουίλιαμ !… Γέλα στὸ βυθὸ φλεγματικά,
ἀφοῦ πιὰ τίποτα δὲ μέλει νὰ προδώσεις.
Ἂς παίξουν κι᾿ ἄλλοι μὲ παιγνίδια ναυτικὰ
κι᾿ ἄλλοι ἂς φορέσουνε φανέλα μὲ ραβδώσεις.

Γυναίκα

Στὸν Ἀντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.
Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα.

Ἀπὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μὰ τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στὸν κόσμο καὶ σφυρίζει.
Τὸ χέρι σου, ποὺ χάιδεψε τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου
γιὰ μία στιγμὴ ἂν μὲ λύγισε, σήμερα δὲ μὲ ὁρίζει.

Τὸ μετζαρόλι ράγισε καὶ τὸ τεσσαροχάλι.
Τὴν τάβλα πάρε, τζόβενο, νὰ ξανάπαμε ἀρόδο.
Ποιὸς σκύλας γιὸς μᾶς μούτζωσε κι ἔχουμε τέτοιο χάλι
ποὺ γέροι καὶ μικρὰ παιδιὰ μᾶς πῆραν στὸ κορόϊδο;

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια καὶ ροδάνθη, ἀμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ἀσέλωτο μὲ δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σὲ μία σπηλιά, στὴν Ἀλταμίρα.

Σαλτάρει ὁ γλάρος τὸ δελφίνι νὰ στραβώσει.
Τί μὲ κοιτᾶς; Θὰ σοῦ θυμίσω ἐγὼ ποῦ μ᾿ εἶδες.
Στὴν ἄμμο πάνω σ᾿ εἶχα ἀνάστροφα ζαβώσει
τὴ νύχτα ποὺ θεμέλιωναν τὶς Πυραμίδες.

Τὸ τεῖχος περπατήσαμε μαζὶ τὸ Σινικό.
Κοντά σου ναῦτες ἀπ᾿ τὴν Οὒρ πρωτόσκαρο ἐβιδώναν.
Ἀνάμεσα σὲ ὁλόγυμνα σπαθιὰ στὸ Γρανικὸ
ἔχυνες λάδι στὶς βαθιὲς πληγὲς τοῦ Μακεδόνα.

Πράσινο. Ἀφρός, θαλασσινὸ βαθὺ καὶ βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ἕνα χρυσὸ στὴ μέση σου ζωστήρι.
Τὰ μάτια σου τὰ χώριζαν ἑφτὰ Ἰσημερινοὶ
μὲς στοῦ Giorgione τὸ ἀργαστήρι.

Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι.
Ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲ χαρεῖ καὶ ποὺ δὲ φταίξει.

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει φῶς ἀρρωστημένο.
Διψᾶς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Ἐδῶ κοντά σου, χρόνια ἀσάλευτος νὰ μένω
ὡς νὰ μοῦ γίνεις Μοίρα, Θάνατος καὶ Πέτρα.

Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951

Έργο του Γιάννη Τσαρούχη για την ποιητική συλλογή Το Πούσι.

Ἕνας νέγρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί

Τοῦ Ἰ. Πικραμένου

Ὁ Γουίλλη, ὁ μαῦρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί,
ὅταν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τοῦ τὴ βραδινὴ σχολοῦσε,
στὴν κάμαρά μου ἐρχότανε, γελώντας νὰ μὲ βρεῖ,
κι ὧρες πολλὲς γιὰ πράματα περίεργα μοῦ μιλοῦσε.

Μοῦ ῾λεγε πῶς καπνίζουνε στ᾿ Ἀλγέρι τὸ χασὶς
καὶ στὸ Ἄντεν πῶς χορεύοντας πίνουν τὴν ἄσπρη σκόνη,
κι ἔπειτα πῶς φωνάζουνε καὶ πῶς μονολογοῦν,
ὅταν ἡ ζάλη μ᾿ ὄνειρα περίεργα τοὺς κυκλώνει.

Μοῦ λέγ᾿ ἀκόμα ὅτ᾿ εἶδ᾿ αὐτός, μία νύχτα πού ῾χε πιεῖ,
πὼς πάνω σ᾿ ἄτι κάλπαζε στὴν πλάτη τῆς θαλάσσης,
καὶ πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μὲ φτερά.
-Σὰν πᾶμε στὸ Ἄντεν, μοῦ ῾λεγε, κι ἐσὺ θὰ δοκιμάσεις.

Ἐγὼ γλυκὰ τοῦ χάριζα καὶ λάμες ξουραφιῶν
καὶ τοῦ ῾λεγα πὼς τὸ χασὶς τὸν ἄνθρωπο σκοτώνει,
καὶ τότε αὐτὸς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μὲ τό ῾να χέρι του ψηλὰ πολὺ νὰ μὲ σηκώνει.

Μὲς στὸ τεράστιο σῶμα του εἶχε μι᾿ ἀθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στὸ μπὰρ Ρετζίνα – στὴ Μαρσίλια
γιὰ νὰ φυλάξει ἐμένα ἀπὸ ἕναν Ἰσπανό,
ἔφαγε αὐτὸς μίαν ἀδειανὴ στὴν κεφαλὴ μποτίλια.

Μία μέρα τὸν ἀφήσαμε στεγνὸ ἀπ᾿ τον πυρετό,
πέρα στὴν Ἄπω Ἀνατολή, νὰ φλέγεται, νὰ λιώνει.
Θεὲ τῶν μαύρων, τὸν καλὸ συγχώρεσε Γουὶλ
καὶ δῶσ᾿ του ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, λίγη ἀπ᾿ τὴν ἄσπρη σκόνη.

«Την Άνοιξη αν δεν την βρεις την φτιάχνεις», έγραψε κάποτε ο Ελύτης και εμείς συμφωνούμε απόλυτα μαζί Του.