Το ντοκιμαντέρ επιχειρεί ενα ταξίδι στην δική μας blue zone δηλώνοντας από την αρχή ότι “…αυτά που θέλω να πω είναι τόσα πολλά, που δεν ξέρω τι να πρωτοπώ”.
Το ταξίδι ξεκινά με το πιό όμορφο φεγγάρι που χαρίζει το νησί στη συνάντηση μητέρας γιού, περνά στην Ικαρία του χθες που μπερδεύεται στο σήμερα μέσα από τους πρωταγωνιστές, κι απο εκεί στα δύσκολα παιδικά χρόνια, στο δανεικό φαγητό, την αίσθηση του άγριου Αιγαίου.
Επισκέπτεται τον τόπο που γέννησε τους μύθους, τις καλομοίρες, το ξωτικό, το καλάμι που συντηρεί τη φωτιά, το όνειρο που έδωσε τη γέννηση, το σταμάτημα του χρόνου… Παρακολουθεί την ιστορία της Θεοκτίστης που ξορκίζει την απειλή μιάς αρπαγής και συνομιλεί με τις γυναίκες που κρατούσαν τα σπίτια, χορεύουν ζειμπέκικο σαν να πετάνε και ακούει ιστορίες για την πορεία μέχρι τις σπηλιές του Μωυσέως.
Ακούει ιστορίες για τον νόστο… για τη δυσκολία μιας ολόκληρης γενιάς να ομολογήσει τα συναισθήματα της, την νύφη που στολίζει τον σταυρό, την μοναξιά και τις συζητήσεις που έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή.
Θυμάται τον φόβο στα παλιά τα χρόνια, τους εξορίστους σαν συγκάτοικους και διώχνει τη μελαγχολία, κρατά την χαρά και την αγάπη για τη ζωή μέσα από την χάρη του τάνγκο και του βαλς.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Βιώματα βρίσκουν κοινή συνισταμένη, ταυτίζεται η πορεία τους στα βήματα του ικαριώτικου που ξυπνά τον Διόνυσο κι αφήνεται στο χορό… χορός κυκλικός, χορός ρυθμός, χορός ζωής… το νησί ταυτίζεται με τον εαυτό μας, το νησί ως τέλος (σκοπός), ως αγάπη, ως μοίρα…
Η Ικαρία συνεχίζει το ταξίδι της σαν ξεχασμένη κιβωτός, ξεπερνά τα γεωγραφικά της όρια και γίνεται ετσι απλά το σπίτι των παιδικών μας χρόνων, η δική μας Ουτοπία.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Μανώλης Παπαδάκης