Πλησιάζοντας σιγά σιγά προς το τέλος του φθινοπώρου, συνειδητοποιώ ότι δεν έχει περάσει μεγάλο διάστημα από τότε που άφησα το νησί μου για να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Παρόλα αυτά, την τελευταία εβδομάδα πριν την επιστροφή μου στη μεγάλη πόλη, αποφάσισα όχι μόνο να διαβάσω ένα βιβλίο που θα μου θυμίζει το νησί μου, αλλά και ένα βιβλίο που θα πρωταγωνιστεί το νησί μου! Τα «Ταξίδια με τον Επίκουρο» του Ντάνιελ Κλάιν, είναι όντως ένα βιβλίο που αναζητά τη φύση της ευτυχίας μέσα στο ελληνικό φως και που έφερε στη δική μου ψυχή λίγη ακόμα από τη σοφία των προγόνων μας. Έστω και μέσα από τα μάτια ενός Αμερικανού συγγραφέα…
Αν όμως πιστεύετε ότι μέσα σε αυτό το βιβλίο θα βρείτε τους 50 ή 100 τρόπους για να κερδίσετε την ευτυχία, τότε είστε σε λάθος βιβλίο. Προσωπικά, με γοήτευσε αρχικά το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε την περίοδο που ο Κλάιν ήταν στην Ύδρα. Ένα νησί που έχει γοητεύσει τόσους πολλούς καλλιτέχνες και που τώρα ήρθε η ώρα να μαγέψει έναν ογδοντάχρονο συγγραφέα από τη Μασαχουσέτη. Πως βρέθηκε ο Κλάιν στο νησί; Πολύ απλό. Σε μία επίσκεψή του στον οδοντίατρο, ο γιατρός του του πρότεινε να βάλει οδοντικά εμφυτεύματα, διαδικασία που θα κόστιζε αρκετά χρήματα ή να μείνει απλά στη λύση της μασέλας. Για τον Κλάιν και τη στάση ζωής του, η απάντηση στο δίλημμα ήρθε πολύ εύκολα. Τα χρήματα που θα έδινε για τα εμφυτεύματα, καλύτερα να τα αφιέρωνε σε ένα ταξίδι για την ψυχή του. Στην Ύδρα! Άλλωστε, δεν άνηκε στο κίνημα «για πάντα νέοι» με κάθε τίμημα. Αγκαλιά λοιπόν με τα αγαπημένα του βιβλία και κυρίως αυτά του Έλληνα φιλοσόφου Επίκουρου, ταξίδεψε στα υπέροχα γαλάζια νερά του Αιγαίου και άφησε τη ζωή να τον συνεπάρει…
Διαβάζοντας τις «διαδρομές» του Κλάιν μέσα από τις θεωρίες του Επίκουρου, κατάλαβα για ακόμα μια φορά πόσο σημαντικό είναι να ζούμε το παρόν, να είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε και κυρίως, να μη φοβόμαστε τα γηρατειά! «Ευτυχής δεν είναι ο νέος άνθρωπος αλλά ο γέρος που έχει ζήσει καλή ζωή. Γιατί στον ανθό της ηλικίας του, ο νέος, άγεται και φέρεται από την τύχη σε μεγάλο βαθμό έχοντας ευμετάβλητες πεποιθήσεις. Αντίθετα ο γέρος βρίσκεται αραγμένος στο λιμάνι έχοντας κατοχυρώσει την αληθινή ευτυχία του» λέει ο Επίκουρος και τόσο ο Κλάιν όσο και εγώ, θα έρθουμε να συμφωνήσουμε μαζί του…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γνωστός για τη δημιουργία μιας από τις πιο γνωστές σχολές της Ελληνικής φιλοσοφίας, τον «Κήπο του Επίκουρου», ο Έλληνας φιλόσοφος μας άφησε πίσω θεωρίες που θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή μας λίγο πιο απλή, απαλλαγμένη από το φόβο για το αύριο, τη μεταθανάτια ζωή, την ύπαρξη του θεού ή την «αμαρτία» της ηδονής. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Κλάιν, στα ογδόντα του χρόνια, έδειχνε να μη φοβάται το θάνατο και απολάμβανε τη φιλία των νησιωτών και την απλότητα της ζωής που το νησί μπορούσε να του προσφέρει. Καθισμένος για ώρες στην ταβέρνα του Δημήτρη, στο Καμίνι, παρακολουθούσε τους αυθεντικούς, αργούς ρυθμούς του νησιού και άκουγε τις συζητήσεις ανθρώπων που φαίνονταν να τα έχουν καλά με τη ζωή τους. Ψαράδες, ναυτικοί ή αγρότες, όλοι τους είχαν εναρμονιστεί με το περιβάλλον και αισθάνονταν καλά που είχαν μεγαλώσει. Ούτε εμφυτεύματα ήθελαν, ούτε πλαστικές επεμβάσεις, ούτε περισσότερα χρήματα για να νιώσουν ευχαριστημένοι…
Καθώς οι λέξεις κυλούσαν μπροστά στα μάτια μου, σκεφτόμουν πόσες φορές είχα ανησυχήσει για τον χρόνο που φεύγει, για τα γηρατειά, για όσα δεν έζησα, για όσα δε θα προλάβω. «Μα και εγώ στην Ύδρα μεγάλωσα», σκέφτηκα, «δεν μπορούσα να έχω τον ίδιο τρόπο σκέψης όπως ο Τάσος και η παρέα του που κάθονται τώρα στην ταβέρνα του Δημήτρη και απολαμβάνουν τις στιγμές τους;» Μάλλον όχι τελικά. Γιατί έχω πέσει και εγώ στην παγίδα του χρόνου, της ανασφάλειας, του φόβου και των ενοχών που έχει δυναστεύσει τη γενιά μου. Και έρχεται τώρα ένας ηλικιωμένος, Αμερικάνος, συγγραφέας επίσης, να μου θυμίσει τη σπουδαιότητα των Ελλήνων φιλοσόφων, του αιγαιοπελαγίτικου φωτός, της απλότητας και της ομορφιάς που κρύβεται πίσω από αυτήν την «περίεργη» χώρα.
Καθώς το βιβλίο φτάνει στο τέλος του και εγώ έχω ήδη πάρει τα μηνύματά μου, υπόσχομαι να λάβω στα σοβαρά τις θεωρίες του Επίκουρου και να εφαρμόσω τις «συμβουλές» του Κλάιν. Και που ξέρεις, ίσως στα βαθιά γεράματα, αν φτάσω ως εκεί, να πλησιάσω τη στάση ζωής του παρακάτω συντοπίτη μου: Φτάνοντας στην Ύδρα ένας Ελληνοαμερικανός, βλέπει έναν ηλικιωμένο να πίνει το ούζο του ατενίζοντας τον ήλιο να δύει στη θάλασσα. Πίσω του, στο βάθος, υπάρχει μια έκταση με αφρόντιστα ελαιόδεντρα με τις ελιές να πέφτουν στο έδαφος. «Ποιανού είναι αυτές οι ελιές;» ρωτάει ο επισκέπτης. «Δικές μου» λέει ο ηλικιωμένος. «Και δε μαζεύεις τις ελιές;» συνεχίζει ο επισκέπτης. «Μόνο όταν χρειάζεται να φάω καμία» απαντάει ο ηλικιωμένος. «Ξέρεις πόσα θα έβγαζες αν τις μάζευες και τις πουλούσες; Στην Αμερική τρελαίνονται για παρθένο ελαιόλαδο». «Και τι να τα κάνω τα λεφτά;» ρωτάει ξαφνιασμένος ο ηλικιωμένος. «Θα μπορούσες να αγοράσεις ένα μεγάλο σπίτι, με υπηρέτες που θα εκτελούν κάθε επιθυμία σου». «Και μετά;» λέει ο ηλικιωμένος. «Μετά θα μπορούσες να κάνεις ό,τι θέλεις!»
«Δηλαδή να κάθομαι εδώ, πίνοντας το ούζο μου και ατενίζοντας τον ήλιο να δύει…»
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη τις οποίες και ευχαριστούμε για τη συνεργασία.