Μπαρόκ φωνητικοί σχηματισμοί, μία συμφωνία με χαρακτηριστικά πρότυπου κλασικής φόρμας, ο ρομαντισμός του κοντραμπάσου που ηχεί αβίαστα, ο διάλογος της λόγιας μουσικής με την τζαζ. Αυτά είναι μερικά από τα συμπληρωματικά στοιχεία που παράγουν αρμονία στη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Σολίστ της ΚΟΑ: Τέσσερις Εποχές της Μουσικής.

Τέσσερα έργα πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Το Τρίτο Κοντσέρτο για δύο Όμποε και Ορχήστρα εγχόρδων σε φα μείζονα του Τομάζο Αλμπινόνι. Το Κοντσέρτο για Κλαρινέτο και Ορχήστρα του Άαρον Κόπλαντ. Το Κοντσέρτο για Κοντραμπάσο και Ορχήστρα σε φα δίεση ελάσσονα του Σερζ Κουσεβίτσκι και η Πέμπτη Συμφωνία σε σι ύφεση μείζονα του Φραντς Σούμπερτ σε μια διαδοχή μουσικών εμπειριών και σολιστικών υπερβάσεων. Αρκεί να ακολουθήσουμε τους δρόμους που ανοίγουν κορυφαίοι μουσικοί. Οι Ομποΐστες Στέλλα Νικολαϊδη και Δημήτρης Βάμβας. Ο Κλαρινετίστας Σπύρος Μουρίκης και ο Κοντραμπασίστας Τάκης Καπογιάννης. Στο πόντιουμ ο διεθνώς αναγνωρισμένος Έκτορας Ταρτανής.

Μαγνητοσκοπημένη συναυλία – Η παρακολούθηση είναι δωρεάν.

Τα σχόλια των σολίστ

Δημήτρης Βάμβας: Οι ιδιαιτερότητες κονσέρτων του μπαρόκ είναι η όσο πιo πιστή ερμηνεία με όργανα που δεν είναι της εποχής (παίζεται με μοντέρνα όμποε στην παρούσα συναυλία, ενώ είναι γραμμένο για μπαρόκ όμποε και αντιστοίχως για τα έγχορδα). Άρα, πρέπει να αναζητηθούν οι ισορροπίες μεταξύ των οργάνων. Στην περίπτωση των όμποε πρέπει να υπάρχει κοινό ηχόχρωμα για να αναμειγνύονται οι 2 ήχοι σωστά και με σύμπλευση των δυναμικών, είτε μεταξύ των 2 σόλο οργάνων, είτε μεταξύ σολίστ και ορχήστρας, ώστε να αποδοθεί το κονσέρτο όσο πιο πιστά για τα όργανα που αρχικά γράφτηκε.

Είναι πάντα μεγάλη μου χαρά και τιμή να συμπράττω με την ορχήστρα που υπηρετώ τα τελευταία 22 χρόνια. Αλλά και μεγάλο το βάρος ώστε η απόδοση μου να είναι η μέγιστη, όταν συμπράττω με μία από τις μεγαλύτερες και καλύτερες ορχήστρες της Ελλάδας, όπως είναι η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.

Στέλλα Νικολαΐδη: Κατά την ερμηνεία είναι σημαντικό οι διαφοροποιήσεις των δυναμικών (forte/piano) να υποστηρίζουν και να αναδεικνύουν την αρμονία. Χρειάζεται να διακρίνονται καθαρά τα επιμέρους θέματα, οι κύριες μελωδικές γραμμές και η κατεύθυνση της μουσικής. Επίσης, στις επαναλήψεις των θεμάτων, οι μελωδίες διανθίζονται με ποικίλματα και στολίδια του μπαρόκ. Γενικά, πρόκειται για έναν διάλογο ανάμεσα στα όμποε και τα έγχορδα. Εξίσου βασικό στοιχείο της ερμηνείας είναι το να γίνεται φανερή η ρυθμική ταυτότητα κάθε μέρους.
Ως νέο μέλος της ΚΟΑ, είναι τιμή και χαρά μου να συμμετέχω στη συναυλία ως σολίστ.

Τάκης Καπογιάννης: O Koussevitzky, εκτός από σπουδαίος μαέστρος, υπήρξε και βιρτουόζος κοντραμπασίστας. Ως εκ τούτου το Kοντσέρτο που συνέθεσε για το αγαπημένο του όργανο είναι απαιτητικό από τεχνική άποψη. Φανερά επηρεασμένος από το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο του Dvořák, θέλησε να δώσει μια αντίστοιχη δυνατότητα στο κοντραμπάσο να εκφραστεί σολιστικά. Με δεδομένο το μικρό, σε σχέση με τα υπόλοιπα έγχορδα, σολιστικό ρεπερτόριο που υπάρχει για το όργανο, το συγκεκριμένο Κοντσέρτο έχει αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς για κάθε εκτελεστή

Κάθε φορά που τυχαίνει να συμπράξω ως σολίστ με ορχήστρα πρέπει μεταφορικά να γυρίσω ένα κουμπί μέσα μου. Κι αυτό γιατί ο ρόλος μου στην ορχήστρα είναι μεν βασικός, αλλά ως επί το πλείστον συνοδευτικός. Έτσι η αναμέτρηση με το εκάστοτε μουσικό έργο και με την ορχήστρα απαιτεί άλλου είδους αντανακλαστικά. Ανυπομονώ λοιπόν να μοιραστώ αυτήν την εμπειρία με τους συναδέλφους μου στην ΚΟΑ.

Σπύρος Μουρίκης: Το Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα εγχόρδων, με άρπα και πιάνο, έχοντας γραφτεί από Αμερικανό συνθέτη με jazz και Latin επιρροές, εκτός των τεχνικών προκλήσεων που παρουσιάζει, ξεφεύγει από την ερμηνευτική πεπατημένη της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής, προκαλώντας τον εκάστοτε ερμηνευτή να μυηθεί στον κόσμο της αυτοσχεδιαστικής jazz, κρατώντας πάντα όμως τις ισορροπίες με την κλασική γραφή.

Χαίρομαι διπλά όταν έχω να παρουσιάσω ένα κοντσέρτο με την KOA. Είναι σαν να καλώ προσκεκλημένους στο σπίτι μου. Η ορχήστρα έχει ποιότητες ανεκτίμητες και όραμα για να λειτουργεί ως μία υψηλού επιπέδου ευρωπαϊκή ορχήστρα. Ταυτόχρονα, βρίσκομαι μαζί με φίλους για να κάνουμε ένα από τα πράγματα που αγαπάμε περισσότερο: Μουσική!

Το σχόλιο του Έκτορα Ταρτανή

Η συνεργασία με τους σολίστ είναι πάρα πολύ όμορφη, γιατί είναι και οι τέσσερις εξαιρετικοί. Βρήκαμε πολύ σύντομα τα κοινά μουσικά στοιχεία, το στυλ της μουσικής, αναπνέουμε μαζί. Νομίζω είναι απαραίτητο να προσεγγίσεις το κάθε στυλ με τη μουσικότητά του, να βρεις το σημαινόμενο της μουσικής, τι θέλει να πει ο συνθέτης με τη μελωδία, με τον ρυθμό, με όλα τα μουσικά στοιχεία που συμπεριλαμβάνει η κάθε σύνθεση. Αυτή η αποκωδικοποίηση είναι ο σκοπός των δοκιμών.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΤΟΜΑΖΟ ΑΛΜΠΙΝΟΝΙ (1671-1751)
Κοντσέρτο για δύο όμποε και ορχήστρα εγχόρδων σε φα μείζονα, έργο 9 αρ. 3
ΑΑΡΟΝ ΚΟΠΛΑΝΤ (1900 – 1990)
Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα εγχόρδων, με άρπα και πιάνο
ΣΕΡΖ ΚΟΥΣΕΒΙΤΣΚΙ (1874-1951)
Κοντσέρτο για κοντραμπάσο και ορχήστρα σε φα δίεση ελάσσονα, έργο 3
ΦΡΑΝΤΣ ΣΟΥΜΠΕΡΤ (1797-1828)
Συμφωνία αρ. 5 σε σι ύφεση μείζονα, D. 485

ΣΟΛΙΣΤ
Δημήτρης Βάμβας, όμποε
Στέλλα Νικολαΐδη, όμποε
Σπύρος Μουρίκης, κλαρινέτο
Τάκης Καπογιάννης, κοντραμπάσο

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Έκτορας Ταρτανής

Για να παρακολουθήσετε online τη συναυλία, το Σάββατο 29.05 στις 20:30, επισκεφθείτε τη Σελίδα μας στο Facebook ή το YouTube κανάλι μας.

Για την ιστορία…

ΤΟΜΑΖΟ ΤΖΟΒΑΝΙ ΑΛΜΠΙΝΟΝΙ (1671 – 1751)
Κοντσέρτο για δύο όμποε και ορχήστρα εγχόρδων σε φα μείζονα, έργο 9 αρ. 3
1.Allegro
2.Adagio
3.Allegro

Ως πρωτότοκος γιος ενός εύπορου εμπόρου χαρτιού της Βενετίας, ο Αλμπινόνι εργάστηκε μέχρι τον θάνατο του πατέρα του (1709) στις οικογενειακές επιχειρήσεις μοιράζοντας τη ζωή του ανάμεσα σε αυτές και την υπηρεσία της μουσικής. Από εκεί και ύστερα αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη μουσική διατηρώντας βεβαίως το προνόμιο να μην έχει ανάγκη να θέτει την τέχνη του στην υπηρεσία κάποιας αριστοκρατικής Αυλής ή της Εκκλησίας. Η φήμη του εδραιώθηκε με τη σύνθεσή της πρώτης του όπερας «Ζηνοβία, βασίλισσα των Παλμυρίων», που παρουσιάστηκε με επιτυχία στη Βενετία το 1694. Κατεξοχήν μελωδιστής, ο Αλμπινόνι συνέθεσε στη ζωή του πάνω από πενήντα όπερες αλλά και σημαντικά έργα οργανικής μουσικής, που ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία και τη μελωδικότητά τους. Η μεγάλη σε ποσότητα και ποιότητα συνεισφορά του στο είδος του οργανικού κοντσέρτου τον καθιστά μαζί με τον Βιβάλντι ως έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς της εποχής του σε αυτό το είδος. Στα 1715 εκδόθηκε στο Άμστερνταμ η συλλογή του με Κοντσέρτα, έργο 7, η οποία περιλάμβανε Κοντσέρτα για βιολί και κοντσέρτα για ένα και για δύο όμποε, ένα όργανο που από τα μέσα του 17ου αιώνα που έκανε την εμφάνισή του είχε γίνει πολύ αγαπητό στην Ευρώπη (ιδίως στην κεντρική). Τα Κοντσέρτα αυτά για όμποε δεν ήταν μόνο από τα πρώτα δείγματα αυτού του είδους στην ιστορία αλλά και τα πρώτα κοντσέρτα για όμποε που εκδόθηκαν. Η επιτυχία αυτής της συλλογής οδήγησε σε μία ανάλογη συλλογή με Κοντσέρτα (έργο 9), που εκδόθηκε και πάλι στο Άμστερνταμ το 1722 και αφιερώθηκε στον Μαξιμιλιανό Β’ Εμμανουήλ, εκλέκτορα της Βαυαρίας, στην Αυλή του οποίου το όμποε έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Το τρίτο κοντσέρτο της συλλογής είναι ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Αλμπινόνι μέχρι και σήμερα. Ως επί το πλείστον, οι μελωδικές γραμμές των δύο σολιστικών οργάνων κινούνται παράλληλα (σε τρίτες ή σε έκτες), ενώ σπανιότερα συμπλέκονται αντιστικτικά. Η σολιστική γραφή παραπέμπει έντονα στη φωνητική γραφή της όπερας, που ο συνθέτης υπηρέτησε τόσο επιτυχημένα.

ΑΑΡΟΝ ΚΟΠΛΑΝΤ (1900 – 1990)
Κοντσέρτο για κλαρινέτο και ορχήστρα εγχόρδων, με άρπα και πιάνο
Slowly and expressively – Cadenza – Rather fast

Η αλληλεπίδραση μεταξύ της λόγιας μουσικής και της τζαζ ήταν συχνό φαινόμενο στην αμερικανική μουσική του 20ού αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο θρυλικός κλαρινετίστας της τζαζ Μπένυ Γκούντμαν, γνωστός και ως «βασιλιάς του σουίνγκ», έστρεφε συχνά το ενδιαφέρον του στη λόγια μουσική παραγγέλνοντας και ερμηνεύοντας έργα μεγάλων συνθετών, όπως τα Contrasts του Μπέλα Μπάρτοκ (1938) ή το Κοντσέρτο για κλαρινέτο του Πάουλ Χίντεμιτ (1947). Στις αρχές του 1947 ο Γκούντμαν προσέγγισε και τον σπουδαίο Αμερικανό συνθέτη Άαρον Κόπλαντ αναθέτοντάς του τη σύνθεση ενός Κοντσέρτου, που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς. Ο Κόπλαντ ανέμιξε εύστοχα τα ηχοχρώματα και τους ρυθμούς της τζαζ (όπως το τσάρλεστον, η ρούμπα και το μπούγκι-γούγκι) με τον συμφωνικό ήχο, γράφοντας έντονα δεξιοτεχνικά για το κλαρινέτο, στην προσπάθειά του να αναδείξει τις δεξιοτεχνικές ικανότητες του Γκούντμαν. Εκείνος ήταν αναμενόμενα και ο πρώτος ερμηνευτής του έργου σε συναυλία που μεταδόθηκε ραδιοφωνικά με τη Συμφωνική του NBC και με μαέστρο τον Φριτς Ράινερ στις 6 Νοεμβρίου 1950. Η αρχική αντιμετώπιση του έργου ήταν μάλλον χλιαρή αλλά μία ηχογράφησή του το 1963 από τον Γκούντμαν υπό τη διεύθυνση του συνθέτη συνέβαλε αποφασιστικά στην άνοδο της απήχησής του διεθνώς. Ο Κόπλαντ αποτύπωσε με σαφήνεια το περιεχόμενο της μουσικής του: «Το πρώτο μέρος είναι δομικά απλό, βασισμένο στην ασματική φόρμα Α-Β-Α. Ο γενικός χαρακτήρας του είναι λυρικός και εκφραστικός. Η καντέντσα που ακολουθεί παρέχει στον σολίστα άφθονες ευκαιρίες να δείξει τις ικανότητές του, εισάγοντας ταυτόχρονα κομμάτια του μελωδικού υλικού που ακούγεται στο δεύτερο μέρος. Μέρος του υλικού αυτού αντιπροσωπεύει μία υποσυνείδητη ανάμιξη στοιχείων που συνδέονται με τη δημοφιλή μουσική της Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Η γενική δομή του φινάλε είναι αυτή του ελεύθερου ροντό με επεισόδια που αναπτύσσονται ως έναν βαθμό. Το έργο τελειώνει με μία εκτεταμένη coda σε ντο μείζονα».

ΣΕΡΖ ΚΟΥΣΕΒΙΤΣΚΙ (1874 – 1951)
Κοντσέρτο για κοντραμπάσο και ορχήστρα σε φα δίεση ελάσσονα, έργο 3
1.Allegro –
2.Andante
3.Allegro

Το όνομα του ρωσικής καταγωγής Σερζ Κουσεβίτσκι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο αφενός με την περίφημη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης, της οποίας διετέλεσε μουσικός διευθυντής από το 1924 ως το 1949, αφετέρου με τη σύγχρονη μουσική δημιουργία, την οποία υποστήριξε και προώθησε με θέρμη και αξιοζήλευτο ένστικτο. Στα πρώτα στάδια της λαμπρής μουσικής του σταδιοδρομίας και προτού το πόντιουμ τον κερδίσει ολοκληρωτικά, ο Κουσεβίτσκι υπήρξε βιρτουόζος κοντραμπασίστας εμφανιζόμενος με επιτυχία σε συναυλίες ανά την Ευρώπη για αρκετά χρόνια. Περιέργως, δεν διεύρυνε το περιορισμένο ρεπερτόριο του κοντραμπάσου παραγγέλνοντας νέα έργα (όπως τόσες φορές έκανε ως αρχιμουσικός) αλλά προέβη ο ίδιος σε μεταγραφές και κάποιες πρωτότυπες συνθέσεις. Το 1905 παρουσίασε στη Μόσχα με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης το δικό του Κοντσέρτο για κοντραμπάσο, το οποίο εικάζεται ότι γράφτηκε με τη συνδρομή του Ράινχολντ Γκλιέρ. Το Κοντσέρτο είναι γραμμένο στο ρωσικό ρομαντικό ιδίωμα, έχοντας σαφείς επιρροές από τη μουσική του Τσαϊκόφσκυ και του Ραχμάνινοφ. Το πρώτο μέρος ανοίγει με δύο λαμπερές ορχηστρικές φανφάρες ακολουθούμενες από ισάριθμες σολιστικές χειρονομίες που οδηγούν στο αισθαντικό κύριο θέμα, παρουσιαζόμενο από το σολιστικό όργανο. Ο χαρακτήρας του θέματος όσο και η δεξιοτεχνική του ανάπτυξη θυμίζουν έντονα το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο του Ντβόρζακ. Χωρίς να υπάρξει η αναμενόμενη επανέκθεση, μία σύντομη γέφυρα οδηγεί κάπως αναπάντεχα στο αργό δεύτερο μέρος, όπου το κοντραμπάσο ξετυλίγει μία αισθαντική μελωδία, σαν λυρική άρια από όπερα του Τσαϊκόφσκι. Το φινάλε επαναφέρει το θεματικό υλικό του πρώτου μέρους προσφέροντας μία ευκαιρία νέας, πιο δραματικής, ανάπτυξής του ως τη φωτεινή κατάληξη στη φα δίεση μείζονα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, η ενορχήστρωση είναι προσεκτικά διακριτική αφήνοντας το απαραίτητο περιθώριο στο κοντραμπάσο (που ως επί το πλείστον κινείται στη μεσαία ή στη λαμπερή ψηλή του περιοχή) να ηχήσει κατά το δυνατόν αβίαστα.

ΦΡΑΝΤΣ ΣΟΥΜΠΕΡΤ (1797 – 1828)
Συμφωνία αρ.5 σε σι ύφεση μείζονα, D. 485
1.Allegro
2.Andante con moto
3.Menuetto: Allegro molto
4.Allegro vivace

Σε ηλικία έντεκα ετών ο Φραντς Σούμπερτ έγινε δεκτός ως μέλος της χορωδίας του αυτοκρατορικού παρεκκλησίου της Βιέννης και ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική στο αυτοκρατορικό εκπαιδευτήριο, όπου ήρθε σε επαφή με το συμφωνικό έργο των Χάυντν, Μότσαρτ και Μπετόβεν. Υπό την καθοδήγηση του σημαντικού συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι, εκπαιδεύτηκε όχι μόνο στο τραγούδι αλλά και στο βιολί, στη θεωρία και τη σύνθεση. Ως εξάρχων βιολιστής της ορχήστρας του εκπαιδευτήριου ο Σούμπερτ είχε κάποιες φορές την ευκαιρία να διευθύνει το σύνολο αυτό, για το οποίο και συνέθεσε τις πρώτες του συμφωνίες. Τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών του υπήρξαν απίστευτα παραγωγικά· μόνο εντός του 1815 συνέθεσε περίπου 145 τραγούδια και περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού του έργου. Το φθινόπωρο του 1816, σε μία περίοδο μόλις λίγων εβδομάδων, συνέθεσε την Πέμπτη του Συμφωνία, που παρουσιάζει μία σειρά από ιδιαιτερότητες: είναι η συμφωνία του με την πιο λιτή ενορχήστρωση, η μόνη που δεν περιλαμβάνει κλαρινέτα, τρομπέτες και τύμπανα, και (μαζί με την Ημιτελή) η μόνη που δεν έχει αργή εισαγωγή στο πρώτο της μέρος. Όπως και όλες σχεδόν οι συμφωνίες του Σούμπερτ, η Πέμπτη εκδόθηκε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, ενώ η επίσημη, δημόσια πρεμιέρα της (πέραν μίας ιδιωτικής εκτέλεσης λίγο μετά τη σύνθεσή της) δόθηκε στη Βιέννη στις 17 Οκτωβρίου 1841 – επίσης μετά θάνατον. Είναι ένα έργο φωτεινό, ανάλαφρο και διαυγές, που εμπνέεται εμφανώς από το κλασικό ύφος (ιδίως του Μότσαρτ). Το πρώτο μέρος θα μπορούσε να αποτελεί πρότυπο της κλασικής φόρμας σονάτας – με την κεντρική ενότητα της επεξεργασίας να αναπτύσσει με περίπλοκο αρμονικό τρόπο ένα φαινομενικά απλό μελωδικό υλικό. Στο αργό μέρος (σε μι ύφεση μείζονα) η βαρύνουσα μετατροπία στην πιο φορτισμένη τονικότητα της ντο ύφεση μείζονας για την παρουσίαση του δεύτερου θέματος φανερώνει κι αυτή το λεπταίσθητο αρμονικό ταλέντο του συνθέτη. Το ακόλουθο Μενουέτο αποτίνει φόρο τιμής στον Μότσαρτ και πιο συγκεκριμένα στη μεγαλειώδη Συμφωνία αρ.40, αν και το ύφος του βρίσκεται πιο κοντά σε ένα σκέρτσο. Το φινάλε επαναφέρει, επιτείνει και ολοκληρώνει θριαμβευτικά την αισιοδοξία του πρώτου μέρους.