Ο Θανάσης Παπαγεωργίου συναντά τον Μάρκο Βαμβακάρη, στον μονόλογο της Νάσης Τουμπακάρη, με τίτλο «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης», που ανεβαίνει στο Θέατρο Στοά. Ο μονόλογος βασίστηκε στην αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη της Αγγελικής Βέλλου-Κάϊλ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση. Σκηνοθέτης και ερμηνευτής της παράστασης είναι ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ενώ η σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια ανήκει στη Λέα Κούση, μόνιμης συνεργάτιδας του Θεάτρου Στοά.

***

-Για ποιο λόγο αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε τη συγκεκριμένη παράσταση;

Μ’ ενδιέφεραν πάντοτε οι ακραία λαϊκοί άνθρωποι, οι άνθρωποι του περιθωρίου και το λούμπεν στοιχείο. Πολλά από τα πρώτα έργα της Στοάς αναφερόντουσαν σε τέτοια άτομα – εννοώ πολλοί συγγραφείς ασχολήθηκαν μ’ αυτά, εγώ απλώς τους φιλοξένησα πρόθυμα – και έτυχαν μιας μεγάλης αποδοχής από το κοινό. Η εξήγηση νομίζω πως κρύβεται ότι μέσα σ’ αυτά τα άτομα η αλήθεια είναι αλήθεια και το ψέμα, ψέμα, χωρίς φιοριτούρες και στολίδια. Δηλαδή τα σύκα-σύκα-σύκα και η σκάφη-σκάφη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ντρέπονται που είναι φτωχοί ή αγράμματοι. Ζούνε μέσα στην αισιοδοξία και τη δημιουργικότητα, πιθανώς επειδή έχουν καταλάβει κάτι περισσότερο από το νόημα της ζωής που ταλανίζει όλους εμάς τους δήθεν ψαγμένους.

-Η παράσταση «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» επιστρέφει στη Στοά, αφού έχει ανέβει σε διάφορα άλλα θέατρα. Υπάρχει κάποια στάση που ξεχωρίζετε;

Υπήρχε μια μεγαλύτερη φόρτιση όταν έπαιξα στη Σύρο. Μπορεί να ήταν μια αυθυποβολή, δεν με νοιάζει, αλλά εγώ είχα κοντά μου τον Μάρκο, περπάτησα στα στενά που αλήτεψε, πήγα σε ένα κλωστήριο της εποχής του σαν κι αυτό που εφτά χρονών πήγε με τη μάνα του και δούλεψε, είδα τα βουνά και τις θάλασσες που έβλεπε, τοποθέτησα όλες του τις παιδικές αναμνήσεις στους χώρους που δημιουργήθηκαν, όπως τις περιγράφει. Έζησα με κάποιον τρόπο ό,τι έζησε, αν μπορεί κανείς να πει κάτι τόσο υπερφίαλο σαν αυτό, έτσι όπως ακούγεται. Οι ηθοποιοί θα με καταλάβουν. Εννοώ ότι δεν χρειάστηκε να τα κατασκευάσω όλα με τη φαντασία μου, μερικά τα είδα στην πραγματικότητα και αυτό δημιουργεί ιδιαίτερη φόρτιση όταν φτάνεις στη στιγμή να μιλήσεις με τον λόγο που χρησιμοποίησε ο ίδιος. Μην ξεχνάμε ότι ερμηνεύω μια αυτοβιογραφία.

-Το κείμενο της παράστασης βασίζεται στη βιογραφικό βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου Κάιλ, που περιέχει εξιστορήσεις του ίδιου του Βαμβακάρη. Με τι κριτήριο επιλέχθηκαν τα τμήματα που συμπεριλήφθηκαν στο σενάριο και ποια υπήρξε η συνεισφορά του Παναγιώτη Κουνάδη;

Αυτό νομίζω πως πρέπει να το απαντήσει η Τουμπακάρη που το έκανε θεατρικό έργο. Εγώ ανακατεύτηκα λίγο στη σειρά των σκηνών, στην έναρξη και στο φινάλε. Ο Παναγιώτης, με τον οποίο μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, μου γνώρισε κι άλλες μουσικές της εποχής, όργανα, γραμμόφωνα και κειμήλια που δεν τα είχα συναντήσει μέχρι τότε και που βοηθήσανε την φαντασία να ταξιδέψει στην εποχή του Μάρκου.

-Πρόκειται για μια αφήγηση που δεν έρχεται να φωτίσει πτυχές μόνο της ζωής του μεγάλου ρεμπέτη, αλλά και ολόκληρης της χώρας;

Είναι αλήθεια. Από το 1905 που γεννήθηκε μέχρι το 1972 που πέθανε συνέβησαν στον κόσμο ολόκληρο και, κατ’ επέκταση, και στην Ελλάδα, συγκλονιστικά γεγονότα. Επειδή ήταν συνομήλικος του πατέρα μου θυμήθηκα πολλές όμοιες αφηγήσεις των γονιών μου, σχετικά με την εποχή και αυτό με φόρτωσε με περισσότερη ευθύνη απέναντι σε γενιές που οι δυσκολίες ήταν ασύλληπτες και η επιβίωση, πολλές φορές, συμπτωματική. Είναι τρομερό να προβληματίζεσαι με το αν μερικοί άνθρωποι εκείνων των εποχών επέζησαν από τύχη ή από μεγάλη προσπάθεια. Εμείς οι άνθρωποι της ‘’ευημερίας’’ δεν ξέρουμε τι θα πει πείνα, κρύο, κατοχή, φτώχεια. Είναι λέξεις που τις προσπερνάμε καμιά φορά με ταχύτητα, ίσως γιατί δεν μας συμφέρει να μείνουμε λίγο σ’ αυτές. Όταν όμως τις δούμε από πιο κοντά, τότε τρομάζουμε. Αυτός ο τρόμος με συνοδεύει πάντοτε όταν βγαίνω στη σκηνή για να παίξω τον Μάρκο.

-Τι πιστεύετε πως ώθησε τον Βαμβακάρη να προχωρήσει σε αυτές τις εξομολογήσεις με αυτή την «τσεκουράτη» του ειλικρίνεια;

Το λέει ο ίδιος, δεν χρειάζεται να ψάξουμε. Θέλει να ζητήσει συγγνώμη από όσους πόνεσε και αδίκησε και θέλει να καταλάβουν όλοι ότι πολλές φορές η ζωή μας διαλέγει, δεν τη διαλέγουμε. Περπατώντας μπαίνουμε σε κάποια στενά που δεν ξέρουμε αν βγάζουν κάπου. Η άβυσσος πάντα θέλγει τους ανθρώπους, το ζήτημα είναι πόσοι είναι σε θέση να την περπατήσουν, έστω και για λίγο. Ο Μάρκος ήταν ένας απ’ αυτούς.

-Αντιμετωπίσατε κάποιες προκλήσεις ως προς το υποκριτικό κομμάτι;

Αυτό προσπαθώ να εξηγήσω με όσα είπα μέχρι τώρα. Δεν έχω κάνει ούτε το ένα χιλιοστό της ζωής του Μάρκου, δεν μοιάζουμε σε τίποτα εκτός από το ότι χρησιμοποιώ στη δουλειά μου τη φαντασία μου και μόνο, δεν έχω βάλει τα χέρια μου στη φωτιά όπως εκείνος. Τι μεγαλύτερη πρόκληση από το να ερμηνεύσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα, που δεν είναι αποκύημα της φαντασίας κάποιου συγγραφέα, είναι ό ίδιος συγγραφέας κι εσύ του δανείζεις τη φωνή σου. Η δυσκολία του εγχειρήματος ξεκινάει από το ότι εγώ ήθελα να κάνω μια παράσταση που να συνομιλώ με ένα κοινό, κάνοντάς τον ακροατή της αφήγησης του Μάρκου, έτσι όπως όταν μίλαγε στην Κάϊλ, την βιογράφο του.

-Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επίδραση στην τέχνη και στον βίο του Βαμβακάρη την περίοδο της θεσμοθετημένης λογοκρισίας επί Μεταξά. Επί του παρόντος, θεωρείτε πως έχει βάση να μιλάμε για λογοκρισία στην τέχνη;

Πώς θα μπορούσα να δεχτώ λογοκρισία στην Τέχνη; Ακόμα και την περίοδο που την έζησα, στη διάρκεια της Χούντας, έβρισκα τρόπους να την αντιμετωπίζω κάνοντας πιο ευρηματικές τις παραστάσεις μου, αντικαθιστώντας τις κομμένες φράσεις με κάτι άλλο, θεατρικό, συνθηματικό, ύπουλο, υπόγειο, κάτι που το καταλαβαίνανε όλοι εκτός από τους ηλίθιους που επέβαλλαν τη λογοκρισία. Η λογοκρισία που με προβληματίζει είναι η αυτολογοκρισία του καλλιτέχνη, στην οποία καταλήγει πολλές φορές για χιλιάδες λόγους. Λόγοι που είναι πάντα εις βάρος του και για τους οποίους πρέπει να ντρέπεται γιατί αφέθηκε σ’ αυτό. Η Τέχνη έχει νόημα όταν ο καλλιτέχνης νιώθει ελεύθερος να κάνει και να πει αυτό που νιώθει επειδή αυτό θα βοηθήσει αυτόν που θα δει το έργο του να απαλλαγεί από τα δεσμά που του κρατάνε το στόμα κλειστό. Η Τέχνη αφυπνίζει. Η αυτολογοκρινόμενη Τέχνη είναι άχρηστη, δεν έχει να δώσει τίποτα, είναι μίζερη και γεμάτη σκοπιμότητες. Η σκοπιμότητα στην Τέχνη είναι το δηλητήριό της. Οι αυτολογοκρινόμενοι καλλιτέχνες είναι χειρότεροι από τους έξωθεν λογοκριμένους γιατί το αποφάσισαν οι ίδιοι. Και όταν μιλάμε για αυτολογοκρισία, εγώ τουλάχιστον, εννοώ και την τάση να κάνω πράγματα που υπηρετούν τον αυτοσκοπό μου. Αυτή η Τέχνη μου είναι αδιάφορη.

-Θα θέλετε να μας σχολιάσετε την ιδιαίτερη γλώσσα του Βαμβακάρη;

Είναι ιδιαίτερα δύσκολη επειδή, πέρα από τις άγνωστες λέξεις που χρησιμοποιεί, καταργεί εντελώς το συντακτικό και βάζει τις λέξεις σε μια σειρά που μόνο η ελεύθερη και ωραιοποιημένη ομιλία αποδέχεται, αδιαφορώντας αν είναι σωστή, αρκεί που είπε αυτό που νιώθει. Φράσεις όπως ‘’πηγαίναμε στις ταβέρνες όπου πίναν κρασά διάφοροι τύποι αθρώποι’’ ή ‘’και μετά το γάμο μου, εγώ, αν και νιόπαντρος πηγαίναμε σε κοινές γυναίκες’’ όπως το ‘’άρχισε να μπαίνουνε συχνότερα στη ζωή μου οι συλλήψεις’’, όπου ρήμα, αντικείμενο, κατηγορούμενο και γένος, μπαίνουνε σε όποια σειρά βολεύει, ακολουθούν πληθυντικό ή ενικό αριθμό εντελώς άναρχα, αρκεί να βγει μια φράση που σου βγάζει την ψυχή για να βγάλεις το νόημα της, αυτή λοιπόν η ιδιαίτερη λογική, λογική αποκλειστικά του λούμπεν στοιχείου, είναι όλη η ομορφιά της λαλιάς του ανθρώπου εκείνου που μένει ικανοποιημένος αφού είπε αυτό που ήθελε να πει αδιαφορώντας για τους κανόνες της γραμματικής. Είναι η γραμματική της πιάτσας.

-Ποια πιστεύετε πως είναι η θέση του ρεμπέτικου τραγουδιού στο σήμερα;

Πιστεύω ότι αντιμετωπίζεται σαν αντίκα. Άλλωστε, μέσα σ’ αυτά τα εκατό χρόνια, έχει κυλίσει πολύ νερό στα μουσικά πράγματα τα οποία αγωνιούν να βρουν τον χαρακτήρα τους, όπως τόσα και τόσα στις μέρες μας. Πολλά παιδιά αγαπούν το ρεμπέτικο αγνοώντας την αναγκαιότητα που το γέννησε, κάτι που το αποστεώνει. Είναι όπως κάποιες κυρίες με δωδεκάποντες γόβες που χορεύουν ζεϊμπέκικο ή κάποιοι κομψοί πενηντάρηδες που παριστάνουν τους εκστασιασμένους καθώς λικνίζονται στο τσιφτετέλι. Το ρεμπέτικο είναι άρρηκτα συνεδεδεμένο με τον τρόπο σκέψης του δημιουργού του, ο οποίος είναι απόλυτα λαϊκός τύπος και με τίποτα δεν μπορεί να γίνει αστός ή αριστοκράτης. Δεν εννοώ ότι αν δεν είμαστε λαϊκοί τύποι δεν πρέπει να το τραγουδάμε ή να το χορεύουμε, αλλά να το παίρνουμε και να το διασκευάζουμε σε ρυθμούς τσα-τσα ή χιπ-χοπ, πέρα από την ασέβεια δείχνει και πόσο απέναντί του στεκόμαστε όταν δεν μπορούμε να σταθούμε δίπλα του. Έτσι, με λίγα λόγια, φοβάμαι ότι δεν δείχνουμε τον απαιτούμενο σεβασμό απέναντι σ’ ένα είδος τραγουδιού που βγήκε από πολύ βαθιά μέσα από τον δημιουργό του. τραγούδι. Ίσως ακούγονται κάπως υπερβολικά όλα αυτά, αλλά προέρχονται από έναν άνθρωπο που κάθε φορά που ακούει τη Μπέλλου ή τον Μπιθικώτση ανατριχιάζει κι ας είναι χιλιάδες οι φορές. Ευτυχώς από την άλλη συναντάς καθημερινά πολλά παιδιά που το τραγουδάνε με σεβασμό, όπως διαπίστωσε και ο Μάρκος για τον τρόπο που τραγούδησε τα δικά του ο Μπιθικώτσης και που σε κάνουν να ελπίζεις πως δεν θα χαθούν ποτέ, όπως και πάλι ο Μάρκος ζητάει επίμονα στην αυτοβιογραφία του ‘’πρέπει να θυμιούνται ο κόσμος, γιατί είναι βυζαντινά, οι δρόμοι τους, οι μουσικές του, αρχαία…’’.

-Η επιστροφή της παράστασης στη Στοά, γίνεται στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια της. Θα θέλετε να μας πείτε για κάποιες από τις εκδηλώσεις που θα ακολουθήσουν;

Σχεδιάζουμε κάποιες μουσικές, ποιητικές και λογοτεχνικές βραδιές, παρουσιάζοντας τη δουλειά νέων ανθρώπων, προβλέπεται να δοθεί μια παράσταση από το εργαστήρι της Στοάς με το ‘’Κοίτα τους’’ του αγαπημένου μου Μάριου Ποντίκα που πέθανε πρόσφατα, ένα εργαστήρι που λειτουργεί τα δέκα τελευταία χρόνια και αν προλάβουμε θα ανεβάσουμε ένα ακόμη έργο, αν το επιτρέψουν οι υποχρεώσεις του ‘’Μάρκου’’ που τον ζητούν πολλές πόλεις της περιφέρειας, κάτι που το θεωρώ υποχρέωσή μου να το αποδεχτώ.

-Τι πρεσβεύει για εσάς η Στοά;

Αυτή την ερώτηση επιτρέψτε μου να μην την απαντήσω, επειδή θα αδικήσω τη Στοά αν πω μόνο λίγα λόγια γι’ αυτήν. Όταν θα υπάρξει διάθεση και χώρος, κυρίως χώρος, θα έχουμε να πούμε πάρα πολλά για το τι σημαίνει η Στοά. Στη διάθεσή σας.

Διαβάστε επίσης: 

«Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης», της Νάσης Τουμπακάρη στο Θέατρο Στοά