Η συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου και της Μαρίας Φαραντούρη με τίτλο «Συνάντηση» ήταν μόνο η αφορμή…
Επιθυμούσαμε να γνωρίσουμε από κοντά τον μεγάλο συνθέτη και να συνομιλήσουμε μαζί του. Η στιγμή ήταν με το μέρος μας…
Συναντήσαμε τον Θάνο Μικρούτσικο στο σπίτι του και αφεθήκαμε στη σκέψη του. Ο συνθέτης που έχει κατανοήσει και αποδώσει τον Καββαδία ανεπανάληπτα, που έχει ντύσει με μουσικές πλήθος θεατρικών παραστάσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό, που μας χαρίζει χρόνια τώρα τραγούδια – σταθμούς, δέχτηκε να μας παραχωρήσει μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης με ουσία, γενναιοδωρία και ευθύτητα και τον ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτή την εμπειρία. Λίγες ημέρες πριν τη συναυλία της 29ης Αυγούστου στο Ηρώδειο, μιλά για το πρόγραμμα της βραδιάς, τη μεγάλη Μαρία Φαραντούρη, την «Κατάσταση Πολιορκίας» του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και την κατάσταση πολιορκίας που βιώνουμε και μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνο εάν χορεύουμε πάνω στο φτερό του καρχαρία…
Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Culturenow.gr: Αφορμή της συνέντευξης, είναι η συναυλία με τη Μαρία Φαραντούρη στο Ηρώδειο. Δυο σημαντικοί καλλιτέχνες, σε έναν ιδιαίτερο χώρο. Πώς συνέβη και δεν είχατε συνεργαστεί στο παρελθόν;
Θάνος Μικρούτσικος: Είναι μια σημαντική συναυλία για εμένα, μια σημαντική στιγμή γιατί καταρχήν πρόκειται για τη συνάντησή μου με τη Μαρία Φαραντούρη. Ψαχνόμαστε από μικρή ηλικία θα έλεγα, από τη δεκαετία του ’70, να κάνουμε μια συνεργασία. Το 1976 είχε γίνει μια πρώτη συζήτηση, δηλαδή έχουν περάσει 36 χρόνια από τότε. Βεβαίως, οι υποχρεώσεις της Μαρίας, που ήταν με μια βαλίτσα στο χέρι όπως και οι υποχρεώσεις οι δικές μου, γιατί ήμουν πάντα απασχολημένος και με το τραγούδι και με τα κλασικά, καθώς και το γεγονός πως μετά έμπλεξα και με την πολιτιστική διαχείριση, δεν το έκαναν αυτό εφικτό. Κάθε φορά που βρισκόμασταν, τότε ήταν και η δισκογραφία σε άνθιση, σκεφτόμασταν άλλοτε να κάνουμε ένα δίσκο, άλλοτε μια σειρά συναυλιών. Το θέλαμε πάντα πολύ και έτσι είπαμε πριν από 7-8 μήνες, πως πρέπει να σοβαρέψουμε και πως δε μπορούμε να το παραμερίσουμε άλλο. Αποφασίσαμε λοιπόν να αφήσουμε χώρο για τη δυνατότητα μιας συνεργασίας, δεδομένου ότι πάλι είχαμε και οι δυο πολλή δουλειά. Και το καταφέραμε.
Η επιθυμία αυτής της συνεργασίας για μένα έχει άμεση σχέση με την ιδιαίτερη αυτή καλλιτέχνιδα. Η Μαρία Φαραντούρη, έχει πολύ μεγάλο κύρος ως τραγουδίστρια, αφού ήταν η βασική ερμηνεύτρια των μεγάλων έργων του Μίκη Θεοδωράκη αλλά ήταν και η βασική ερμηνεύτρια των έργων της τελευταίας περιόδου του Μάνου Χατζιδάκι. Ταυτόχρονα, πηγαίνοντας στο εξωτερικό, όχι μόνο κατά την περίοδο της δικτατορίας αλλά ακριβώς μετά, πήγε στα καλύτερα θέατρα του κόσμου, κουβάλησε τη μουσική των Ελλήνων συνθετών εκεί, γνωστοποίησε τους στίχους των μεγάλων μας ποιητών. Θυμάμαι, όταν δούλευα κατά τη δεκαετία του ’80 στο εξωτερικό κυρίως, γράφοντας μουσικές για θέατρο ή για μουσικό θέατρο, το πρώτο όνομα που τους ερχόταν στο μυαλό από την Ελλάδα, ήταν αυτό της Φαραντούρη. Ήταν πολύ γνωστή. Οι δε ικανότητές της είναι τέτοιες, που έγραψαν μερικοί πολύ καλοί κριτικοί παλιότερα, ότι αυτή η φωνή δεν κουβαλάει μόνο την ελληνική μουσική και την Ελλάδα, αλλά είναι μια βαθιά φωνή με πολύ σπουδαίο χρώμα, ίσως η καλύτερη κοντράτο τραγουδίστρια, πέραν από την κλασική μουσική. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι αυτοί οι λόγοι είναι πολύ ισχυροί για την επιθυμία μου να συνεργαστούμε. Υποθέτω, ή μάλλον έχω ακούσει από την ίδια, να λέει κάτι αντίστοιχο, αλλά αυτά είναι της Φαραντούρη, εγώ θα περιοριστώ σε εμένα. Έτσι λοιπόν, είμαστε εδώ στο Ηρώδειο!
Cul.N.: Πείτε μας λίγα λόγια για το πρόγραμμα της βραδιάς.
Θ.Μ.: Η Μαρία στο δεύτερο μέρος θα ερμηνεύσει τραγούδια μου. Εδώ, να επισημάνω πως, ότι η λίστα τραγουδιών που μου πρότεινε με εντυπωσίασε, αφού δεν ήταν προβλεπόμενα για αυτήν τραγούδια. Η Μαρία πρότεινε τα τραγούδια που και στη συνείδηση του κοινού είναι πολύ «χτυπημένα» από άλλες φωνές άλλου τύπου. Για παράδειγμα τον «Άμλετ της Σελήνης», που τον κάνει ο Θηβαίος, θέλει να τον πει και τον λέει πολύ καλά με το δικό της τρόπο. Το «Μπλουζ», που το είπε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε στίχους Τριπολίτη, το ξαναείπε μετά ο Θηβαίος πάλι με ειδικό τρόπο, επίσης το λέει και δίνει μια άλλη διάσταση. Ήταν απρόβλεπτα τραγούδια και αυτό με ενθουσίασε ιδιαιτέρως, οφείλω να σας πω. Στο δεύτερο μέρος επίσης, θα παίξω για αυτήν ένα τραγούδι του Χατζιδάκι που είναι συνυφασμένο με τη φωνή της, τον «Κεμάλ», ένα τραγούδι του Κουρτ Βάιλ, έχει τραγουδήσει πολύ καλά Κουρτ Βάιλ και Άισλερ πάνω στο Μπρεχτ, καθώς και ένα τραγούδι του Λούτσιο Ντάλα με τον οποίο τη συνέδεε προσωπική φιλία.
Στο πρώτο μέρος τώρα, θα εμφανιστεί η νεώτερη συνεργάτις μου η Άννα Λινάρδου, μια τραγουδίστρια 26 χρονών που την ανακάλυψα πέρυσι. Μου αρέσει όχι μόνο να χρησιμοποιώ αλλά και να βρίσκω καινούργιες φωνές, τόσο για να δώσω τόπο στους νεότερους ανθρώπους όσο και γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι καθήκον ενός καθιερωμένου καλλιτέχνη. Η Λινάρδου, που είναι πολύ συνειδητοποιημένη καλλιτέχνις και πολύ καλή φωνή, θα ερμηνεύσει τρία τραγούδια μου. Ακόμη θα εμφανιστεί ο Κώστας Θωμαΐδης, ο οποίος είναι ένας συνεργάτης μου 35 χρόνια. Ο Θωμαΐδης, είναι μακράν ο καλύτερος Έλληνας τραγουδιστής σε εκείνο το χώρο που συμπιέζεται ανάμεσα στην κλασική μουσική και στο έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι.
Στο τέλος του πρώτου μέρους τώρα, θα παρουσιάσω την «Κατάσταση Πολιορκίας» του Μίκη Θεοδωράκη. Το έργο για εσάς τους νεότερους, μπορεί να μη σημαίνει τίποτα. Όπως μου είπε ο Θεοδωράκης πριν από μια εβδομάδα, το έργο δεν παίχτηκε στην Ελλάδα παρά μόνο σε μια μορφή συμφωνική, που δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κάποια στιγμή είχε παιχτεί και το 1977, αν δεν κάνω λάθος. Θεωρούσα και θεωρώ το έργο αυτό οριακό όχι μόνο για το Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και για την νεοελληνική μουσική. Θα σας έλεγα και τη φράση, οριακό έργο για την ευρωπαϊκή μουσική, γιατί τέτοια φόρμα – και θα το εξηγήσω αμέσως να γίνει κατανοητό – δε γνωρίζω να υπάρχει.
Χθες το βράδυ, έστειλε ο Μίκης στη Φαραντούρη ένα κείμενο, που λέει μέσα κάτι που με εξέπληξε. Ότι ευχαριστεί το Θάνο Μικρούτσικο γιατί αυτό το έργο, είναι το πιο σημαντικό και ιερό έργο στη ζωή του. Και μιλάμε για τον άνθρωπο που έχει κάνει έργα όπως το Άξιον Εστί, το Canto General!
Η Ρένα Χατζηδάκη, με το ψευδώνυμο Μαρίνα που υπογράφει το κείμενο, ήταν συγκρατούμενη του Θεοδωράκη στην ασφάλεια το 1968. Αυτό το κείμενο είναι μια ερωτική κραυγή. Ένα σπάραγμα ερωτικό της ποιήτριας, για το πρόσωπο που ήταν παθιασμένη. Έχει γραφτεί όμως στην ασφάλεια και αβίαστα, φυσιολογικά, χωρίς να πηγαίνει τεχνητά να το κάνει, είναι ταυτόχρονα μια καταγγελία κατά της βαρβαρότητας της δικτατορίας. Δεν έχει υπάρξει προηγούμενο έργο ερωτικό, κραυγή ζωής, να είναι ταυτόχρονα το πιο καταγγελτικό έργο στη βαρβαρότητα. Τι έκανε τώρα ο Μίκης Θεοδωράκης. Έκανε ένα χειμαρρώδες ποτάμι ασταμάτητο, διάρκειας 32 λεπτών! Χωρίς να σταματάει. Ένα πράγμα που ξεκινάει, σε παρασέρνει, λυρικά, επικά, δραματικά, με όλους τους τρόπους και την ώρα που σταματάει λες, γιατί δε συνεχίζεται ακόμη μια μέρα, γιατί δε συνεχίζεται δυο μέρες. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην ελληνική και ίσως στην ευρωπαϊκή μουσική, σε οποιοδήποτε είδος. Είναι μελοποιημένη ποίηση, αλλά δεν ανήκει στο τραγούδι. Μου εξομολογήθηκε ο ίδιος πως όταν πια πήγε στο σπίτι του μετά την ασφάλεια, μέσα στο αυτοκίνητο, έχει εντυπωθεί το κείμενο στο μυαλό του και αυτός αρχίζει και το τραγουδάει χωρίς πιάνο. Γι’ αυτό είναι παραληρηματικό. Αυτό κάνω λοιπόν με δική μου, πλήρη διευθέτηση της μουσικής και το παρουσιάζω για δυο φωνές – η Φαραντούρη που είναι η πρώτη διδάξασα και ο Κώστας Θωμαΐδης – και δυο πιάνα.
Στο ένα θα βρίσκομαι εγώ, που ταυτόχρονα διευθύνω και στο άλλο ο Θοδωρής Οικονόμου, ένας εξαίσιος πιανίστας. Κάνω μια παρένθεση να πω ότι το Θοδωρή τον επέλεξε ο Bob Wilson για την Οδύσσεια, ώστε να είναι ο συνθέτης και ο μοναδικός ερμηνευτής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο Μιλάνο και παντού. Τόσο σπουδαίος μουσικός. Ο άλλος σπουδαίος μουσικός που παίζει πνευστά είναι ο Θύμιος Παπαδόπουλος, για εμένα είναι μακράν ο πιο πολυσύνθετος Έλληνας μουσικός, με ένα σωρό ιδιότητες και δεξιοτέχνης 16 πνευστών. Και βέβαια υπάρχουν και 8 εκτελεστές κρουστών. Νομίζω πρωτότυπη, αλλά ουσιαστική σύνθεση. Αυτά θα συμβούν στις 29 Αυγούστου, Τετάρτη, στο Ηρώδειο…
Cul.N.: Η «Κατάσταση Πολιορκίας» εκτός από σημαντικό έργο, έχει και έναν τίτλο που φαντάζει σημαδιακός για την εποχή…
Θ.Μ.: Αν ήσασταν μεγαλύτεροι και κάναμε αυτή τη συνέντευξη το 1996-7, θα σας έδινα την ίδια απάντηση και τότε. Στη χώρα μας, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, άρχισε μια πλαστή ευμάρεια, η οποία κατέληξε σε αυτή την κρίση. Μια δανεική ευμάρεια, η οποία συνοδευόταν από τα Μ.Μ.Ε. με όλο αυτό το Lifestyle. Τότε ξεκίνησε αυτό. Εγώ τότε θα σου μιλούσα για κατάσταση πολιορκίας. Μιλούσα και ένα περιοδικό Lifestyle μεγάλο και τρανό στην εποχή του, τώρα έκλεισε, είχε βάλει φωτογραφία στο εξώφυλλο εμένα, το Θόδωρο Αγγελόπουλο και το Μίκη Θεοδωράκη και έλεγε: «Οι τρεις out». Και αυτό πέρναγε τότε, δεν ήμασταν In, ήμασταν Out. Η προσπάθειά τους, επειδή έκανα παρεμβάσεις, ήταν να βγω γραφικός, που μιλούσα για την κατάσταση πολιορκίας, τότε. Όταν λοιπόν μιλάς στην πλαστή ευμάρεια για μια κατάσταση πολιορκίας, είναι προφανές τί ισχύει για την κρίση. Μόνο που θα προσέθετα ότι δεν είμαστε σε πολιορκία αυτή τη στιγμή. Είμαστε με την πλάτη στο καναβάτσο, δηλαδή είναι από πάνω μας και μας μπήγουν το μαχαίρι. Δε μας σκοτώνουν, αλλά μας τραυματίζουν, μας κόβουν το ένα δαχτυλάκι, αυτή είναι η κατάσταση, ακόμη χειρότερη από την κατάσταση πολιορκίας…
Cul.N.: Σε σχέση με τη συνεργασία σας με την κυρία Φαραντούρη για την οποία μας μιλήσατε στην αρχή. Πιστεύετε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή; Πιστεύετε σε αυτό που λέμε «κατάλληλη στιγμή»;
Θ.Μ.: Εγώ θέλω να είμαι έντιμος. Θα μπορούσε να είχε γίνει στο παρελθόν όπως σας είπα, αν κάθε φορά που γινόταν η συζήτηση, ήμασταν λίγο πιο αποφασιστικοί. Δεν είναι ότι το αποφασίσαμε τώρα. Όπως είπα, το ψάχναμε. Αλλά μερικά πράγματα είναι σημαδιακά αν και δεν είμαι μεταφυσικός καθόλου. Θυμάμαι π.χ. πως τη «Ρόζα», την έγραψα τέλη του 1985 και ήταν να κάνω τότε ένα δίσκο με τη Χαρούλα Αλεξίου, που είχε τίτλο «Η αγάπη είναι ζάλη». Είχα γράψει μια σειρά τραγούδια και μετά ψάχναμε να συμπληρώσουμε το δίσκο και με τραγούδια που είχα γράψει ανεξαρτήτως Αλεξίου. Της έπαιξα σε ένα κασετόφωνο τη «Ρόζα» και το προσπέρασε. Το 1996 το έπαιξα στο Μητροπάνο και δεν το προσπέρασε. Το είπε και έγινε αυτό που έγινε. Είναι μερικά πράγματα που καλώς δε γίνανε κάποτε και έγιναν μετά. Γιατί το κάθε πράγμα χρειάζεται κάτι να κουμπώσει. Προφανώς, γιατί η Μαρία Φαραντούρη εκτός από το κύρος της, είναι και μια γυναίκα που κουβαλάει ένα κομμάτι της ιστορίας μας. Δεν ξέρω πως λειτουργεί ή πώς θα λειτουργήσει στον κόσμο η συνάντησή μας. Εκείνο που ξέρω είναι πως λειτουργεί εμψυχωτικά σε εμένα και σε εκείνη.
Cul.N.: Έχετε ήδη εμφανιστεί σε αρκετές συναυλίες μαζί με την κυρία Φαραντούρη. Ο κόσμος πως εισπράττει τις μέχρι τώρα εμφανίσεις σας;
Θ.Μ.: Είχαμε συναυλία στην Πάτρα η οποία ήταν πολύ επιτυχημένη και από πλευράς αποδοχής, αλλά και ουσιαστικά, δεν ήταν κάτι επιφανειακό. Ήρθε κάποιος και μου είπε: «Ήρθα για τη συναυλία από άλλο νομό, από μακριά και ήρθα γιατί ήθελα να είμαι παρών σε ένα κομμάτι της ιστορίας». Ένας μου το είπε, αλλά κάτι σημαίνει.
Cul.N.: Τελικά τι είναι να πεθαίνεις εσύ για την Ελλάδα και τι είναι η Ελλάδα να σε πεθαίνει;
Θ.Μ.: Η Ελλάδα να σε πεθαίνει είναι αυτό που ζούμε. Να πεθαίνεις για την Ελλάδα, είναι για να την υπερασπιστείς. Κάποιοι πέθαναν για την Ελλάδα, για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της, την αυτονομία της, είτε πέθαναν για να την κάνουν να ανθίσει και αυτό είναι ένας στόχος και σκοπός ευγενής και είναι ηρωικός ακόμη και αν γίνεται από αντιήρωες. Αυτό όμως που συμβαίνει σήμερα είναι το δεύτερο. Η Ελλάδα, όχι η ίδια, αλλά αυτοί που την εκπροσωπούν, μας πεθαίνουν, αυτό είναι σαφές.
Και μάλιστα κατά την πρώτη μου τοποθέτηση το 2010, όταν από το Καστελόριζο μας έβαλε στην Τρόικα ο Γιώργος και με τον οποίο ειρήσθω εν παρόδω, όχι πολιτικά, μας συνέδεε μια φιλία 25 χρόνων αδιατάραχτη σε προσωπικό επίπεδο, ήμουν σε δύσκολη θέση. Με ξεπέρναγε όμως το πράγμα και βγήκα και έκανα μια τετρασέλιδη συνέντευξη στο «Ποντίκι» και είπα το εξής το οποίο έχω επαναλάβει: Δε σώζεις Γιώργο την Ελλάδα με αυτό τον τρόπο. Η Ελλάδα δεν είναι οι θάλασσές της, τα βουνά της, τα κάστρα, ούτε καν ο Παρθενώνας. Τον Παρθενώνα τον έκαναν άνθρωποι, είναι ένα σύμβολο, είμαστε περήφανοι για αυτό, αλλά η Ελλάδα είναι πάνω από όλα οι Έλληνες. Και οι Έλληνες με αυτό τον τρόπο πεθαίνουν. Γιατί υπάρχουν 2 εκατομμύρια άνεργοι, 200.000 παιδιά δε θα έχουν γάλα αύριο το πρωί, 2,5 εκατομμύρια είναι φτωχοί και η περίφημη μεσαία τάξη κατακερματίζεται, διαλύεται και όταν κατακερματίζεται και διαλύεται αυτή η μεσαία τάξη, αυξάνονται οι φτωχοί και οι άνεργοι. Γιατί αυτός ο ποιητής που είπε: «Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι, μην είναι τα άπαρτα ψηλά βουνά, μην είναι ο ήλιος μας που χρυσολάμπει; Αυτή είναι η πατρίδα μας;», είναι ο Ιωάννης Πολέμης, που τον μαθαίναμε στο σχολείο τις άγριες περιόδους του ’50 και του ’60, αλλά δεν είναι ο εθνικός μας ποιητής. Ο εθνικός μας ποιητής είναι ο Διονύσιος Σολωμός που μίλησε για την ελευθερία, είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης που μίλησε για την ελευθερία του ανθρώπου, είναι ο οικουμενικός Γιάννης Ρίτσος, είναι ο Γιώργος Σεφέρης που είπε «όπου και αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει», αυτοί είναι οι εθνικοί μας ποιητές. Άρα τέτοιους πολιτικούς θα θέλαμε. Δε θέλουμε τους πολιτικούς – Πολέμηδες. Δε θέλουμε τον Πολέμη – Γιώργο Παπανδρέου, τον Πολέμη – Λουκά Παπαδήμο, τον Πολέμη – Αντώνη Σαμαρά, τον Πολέμη – Φώτη Κουβέλη και τον Πολέμη – Ευάγγελο Βενιζέλο. Θέλουμε άλλους πολιτικούς, να μοιάσουν με τους μεγάλους μας ποιητές.
Cul.N.: Και πόσο σίγουροι είμαστε για τις προθέσεις τους, αν ήταν ίδιες με του Πολέμη όταν έγραφε κατ’ αυτό τον «περιγραφικό» τρόπο;
Θ.Μ.: Ακόμη και αν δεχτώ, είτε καλές προθέσεις, είτε άγνοια, είτε ανικανότητα, καταδικάζεται από το δικαστήριο. Το αποτέλεσμα είναι τόσο μεγάλο. Ένα δικαστήριο, μπορεί να δώσει ετυμηγορία πως «δεν υπήρχε πρόθεση». Στα ειδικά εγκλήματα όμως, τουφεκίζεσαι. Να κάτσω να ψάξω ποιος ήταν ανίκανος και ποιος δεν είχε πρόθεση, όταν συντελέστηκε έγκλημα ολοκαυτώματος;
Cul.N.: Ο κόσμος αναζητά εναγωνίως την ελπίδα σε αυτή την περίοδο. Η τέχνη γενικότερα και η μουσική ειδικότερα έχουν ξαναπαίξει αυτό το ρόλο στο παρελθόν. Μπορούν να το κάνουν με την ίδια επιτυχία σήμερα;
Θ.Μ.: Πρέπει να σας πω να το θυμάστε πολύ αργότερα, ότι η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο. Μην κάνουμε το λάθος να της δώσουμε μια ιδιότητα που δε μπορεί να την έχει. Καταρχήν η τέχνη ξέρετε τι είναι; Αν θα μεταφερθούμε με τη μηχανή του χρόνου, 800, 1500 ή 5000 χρόνια μετά, θα βλέπουμε μια ταινία του Αγγελόπουλου, την «Κατάσταση Πολιορκίας», ένα τραγούδι του Τσακνή, το «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον», ως αρχαιολογικά ευρήματα και θα λέμε πως έτσι ζούσαν εκείνοι. Με αυτά. Η τέχνη ως βασικό ρόλο έχει το χνάρι του ανθρώπου πάνω στη Γη. Πώς ξέρουμε πράγματα για 10 χιλιάδες χρόνια πριν; Από εκείνες τις ζωγραφιές στις σπηλιές. Όμως, όταν άρχισαν να οργανώνονται οι κοινωνίες, στη φεουδαρχία, στον καπιταλισμό, η τέχνη απέκτησε και ένα δεύτερο ρόλο• Να προσπαθεί, ένα κομμάτι της βέβαια όχι όλοι, να κάνει τους ανθρώπους πιο κριτικούς. Πιο συνειδητοποιημένους. Γιατί τον κόσμο ναι μεν δεν τον αλλάζει η τέχνη, αλλά τον αλλάζουν άνθρωποι με κριτική σκέψη και συνείδηση. Αυτά σε περιόδους πιο νορμάλ. Σε περιόδους κρίσης, η τέχνη έχει και ένα τρίτο ρόλο, να εμψυχώσει τον κόσμο. Άρα λοιπόν, ένας συνειδητός καλλιτέχνης πρέπει να έχει υπόψη του αυτά τα τρία και ειδικά στις μέρες μας, αυτό το ζήτημα της εμψύχωσης.
Cul.N.: Σε σχέση με τους νέους ανθρώπους και με αφορμή μια αγαπημένη σας φράση: «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Ένας σημαντικός στίχος του Νίκου Καββαδία από το Σταυρό του Νότου, που αποτελεί και δικό σας μότο..
Θ.Μ.: Τώρα μου δώσατε μια πάσα απίστευτη. Δύο μότο έχω και τα δυο μου τα έχει δώσει ο Καββαδίας. Το ένα είναι το «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Ακριβώς αυτό εξηγεί και την απίστευτη «Καββαδιομάνια» που υπάρχει στην Ελλάδα σε τρεις γενιές. Οι Εγγλέζοι της EMI με ρωτούσαν πως είναι δυνατόν σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων κατοίκων, ένας δίσκος μελοποιημένης ποίησης να έχει πουλήσει 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα! Τους εξηγούσα, πως διατρέχει τρεις γενιές. Πήγα στο Μέγαρο για 10 παραστάσεις με θεατροποιημένο Καββαδία και ήρθαν 14.000 παιδιά ηλικίας 6-14 ετών. Υπάρχει μια μαζική, με την καλή έννοια, υστερία. Αυτό, δεν εξηγείται αν περιοριστούμε στο ταξίδι, στη ζωή των ναυτικών, στα περίεργα ονόματα. Ηθογραφικά είναι δυνατόν να εξηγηθεί ως μια τρέλα της γενιάς μου. Αλλά και της επόμενης; Και της γενιάς σας; Άρα, έπρεπε να βρω τι είναι αυτό και το βρήκα σε αυτό το στίχο. Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Αν αξίζει τον κόπο που ήρθαμε σε αυτό τον πλανήτη, είναι για να ξεπεράσουμε τις καταγεγραμμένες μας δυνατότητες. Είναι για να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Είναι για να κατακτήσουμε το αδύνατο. Ποιο είναι αδύνατο; Να δαμάσεις τον καρχαρία, που είναι το πιο αδάμαστο, παλιό και ανθεκτικό ζώο στον πλανήτη από την εποχή των δεινοσαύρων, 75 εκατομμύρια χρόνια και να χορέψεις στο φτερό του. Άρα το «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» δεν είναι μια εικόνα, είναι το ξεπέρασμα των ορίων. Είναι η κατάκτηση του αδύνατου και είναι μότο μου βεβαίως. Όπως μότο μου είναι κάτι που υπονοούσε, δεν το διατύπωσε έτσι ο Νίκος Καββαδίας και το χρησιμοποιώ εγώ. Ειδικά στην εποχή μας, «Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται».
Cul.N.: Εσείς, από τους νέους τι απαιτήσεις έχετε σήμερα;
Θ.Μ.: Κατ’ αρχάς, δε μου αρέσουν οι γενικεύσεις. Σε κάθε γενιά, τόσο στη σημερινή, όσο στην παλιότερη αλλά και στη δική μου, υπήρχε ένα κομμάτι νέων με τους οποίους συνομιλούσες και ένα κομμάτι με το οποίο δε συνομιλούσες. Έτσι και τώρα. Με κάποιους μπορώ να μιλήσω. Με αυτούς τους κάποιους, έχω πολύ μεγάλη επικοινωνία. Το κοινό μου, στις 200 συναυλίες που έκανα τα τελευταία δυο χρόνια, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία παιδιά από 17 έως 25 ετών. Είναι περίεργο, γιατί είμαι συνθέτης δυο γενεών πίσω, αλλά όταν παίζω τους 7 νάνους, προφανώς κάτι τους κάνει αυτό το τραγούδι. Θα σας πω και ένα παράδειγμα για νέα παιδιά που θυμήθηκα τώρα. Με τη γυναίκα και τα παιδιά μου έχουμε ένα σπίτι σε ένα απομονωμένο χωριό Καπετανιανά του νομού Ηρακλείου, στη νότια πλευρά που βλέπει στο Λυβικό πέλαγος, δίπλα από ένα ιερό βουνό, τον Κόφινα, στα 1000 μέτρα υψόμετρο, παρέα με αετούς, 20 γριές και 20 γέρους. Ένα ησυχαστήριο, που όμως δεν είναι ησυχαστήριο, αλλά περισσότερο είναι συνομιλία με τον χρόνο. Εκεί στην Κρήτη, στα μικρά χωριά, στα μεγάλα και στις πόλεις, το βασικό τους στοιχείο είναι ο γάμος. Ακόμη και μια φτωχή οικογένεια όταν παντρέψει την κόρη, θα σφάξει 100 αρνιά, ακόμη και αν έχει 101 αρνιά συνολικά και θα καλέσει στο γάμο 1500 άτομα, θα υπάρχει ένα μουσικό συγκρότημα και θα χορέψουν όλοι. Έγινε λοιπόν ένας γάμος από το χωριό και η γυναίκα μου ζήτησε από μια κοπέλα να έρθει για μία δουλειά στο σπίτι. Ήρθε λοιπόν μια κοπελίτσα 21 χρονών και μόλις μπαίνει μέσα και με βλέπει, λέει: «Α! στο σπίτι του Θάνου Μικρούτσικου ήρθα; Χριστέ μου…!». Εντυπωσιάστηκα εγώ! Στην άλλη άκρη της Ελλάδας, τέτοιος θαυμασμός από μια κοπελίτσα του χωριού; Και την ώρα που έφευγα, την ακούω που λέει στη γυναίκα μου: «Κυρία Μαρία, τί τυχερή που είμαι. Τώρα τον κύριο Θάνο. Και πριν ένα μήνα στο χωριό μας, έκανε γύρισμα ο Ρουβάς και ήταν και η Ζυγούλη». Πρόσεξε! Σκέφτηκα, να το θύμα αυτής της ιστορίας!
Φεύγει η κοπέλα, γελάγαμε μετά με την Μαρία. Ημέρα Πέμπτη αυτό. Ο γάμος το Σάββατο. Και πάμε σε έναν αχανή χώρο, 2000 ατόμων. Είναι ένα γκρουπ μουσικών, πραγματικά υψηλών προδιαγραφών, ένας «βιολάτορας» που λέμε ο Μαρτσάκης και κάποια στιγμή, μετά από δυο ώρες, λέει από το μικρόφωνο, και τώρα Μαλεβιζιώτης. Ο Μαλεβιζιώτης είναι ένας χορός Ηρακλειώτικος, απίστευτος. Θέλω να τον ακούσετε και μετά να μου μιλήσετε για την υπόλοιπη ροκ μουσική. Βλέπω από μακριά να σηκώνεται η συγκεκριμένη κοπελίτσα, με τον αρραβωνιαστικό της, παιδιά της ηλικίας της. Και αρχίζει ο χορός. Ένα πράγμα δαιμονικό. Και αρχίζουν να χορεύουν τα παιδιά, να πατάνε το πόδι κάτω, να τινάζονται, να απογειώνονται έως και 1,5-2 μέτρα κρατώντας το χέρι γερά, να κάνουν ανάποδες κινήσεις, το λέω και ανατριχιάζω που το θυμάμαι. Τους κοιτάω, σηκώνομαι μόνος μου και σκέφτομαι: «Ρε συ Μέρκελ, έλα εδώ.. Δε μας βάζεις κάτω». Και θυμήθηκα, όταν μια φορά είχα πάει πίσω στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι, και με είχε ρωτήσει: «Μπορείς να μου εξηγήσεις πώς γίνεται ο Καββαδίας σου να έχει τέτοια επιτυχία, όταν το γούστο των ανθρώπων είναι τόσο χαμηλό; Και είναι χαμηλό, γιατί η εκπεμπόμενη βλακεία και η ευτέλεια είναι τόσο τεράστια»; Και καταλήξαμε σε κάτι που το κάναμε κοινή ανακοίνωση από το Τρίτο Πρόγραμμα: Το γούστο των ανθρώπων είναι χαμηλό, γιατί έτσι πρέπει να είναι αφού επιβάλλεται εκ των άνωθεν. Όμως μέσα τους παραμένει, είτε εν υπνώσει, είτε τραυματισμένο, ένα λαϊκό αίσθημα το οποίο μπορεί να βγει κάποιες φορές. Βγήκε στο Μαλεβιζιώτη και μπορεί να ξαναβγεί, αν μπουν οι Γερμανοί με τανκς και μπορεί να ξαναβγεί σε 4-5-6 περιπτώσεις. Εκεί είναι η ελπίδα μου.
Cul.N.: Και σε σχέση με τους νέους καλλιτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος γενικότερα; Στους ανθρώπους των νεότερων γενεών πάντως, μας έχει κάνει μεγάλη εντύπωση, που στις πορείες των τελευταίων χρόνων δεν είδαμε νέους καλλιτέχνες να πρωτοστατούν αλλά ανθρώπους μεγάλης ηλικίας όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μανώλης Γλέζος.
Θ.Μ.: Κατ’ αρχάς μίλησες για δύο προσωπικότητες καθοριστικές για την ελληνική ιστορία. Ο Μανώλης Γλέζος κατέβασε το ναζιστικό σύμβολο από την Ακρόπολη και τότε υπήρχε πραγματικός κίνδυνος. Ένας να τον έβλεπε, τον σκότωνε επί τόπου. Και ο Μίκης είναι αυτός που είναι. Εγώ θα σας πάω, λίγο πιο πίσω, το 1999 στην ιστορία Οτσαλάν, όταν καλλιτέχνες 40ριδες τότε είχαν ξεσηκωθεί. Και ήταν γύρω στους 100. Ήμουν κι εγώ ανάμεσα τους αλλά δεν το λέω γι’ αυτό. Πολλά ονόματα. Όπως και στους αγανακτισμένους ξέρω ότι υπήρχαν πάρα πολλοί. Αλλά επειδή ήταν και λίγο χάος εκεί, είτε δεν φάνηκαν είτε κάποια στιγμή αποχώρησαν γιατί είχαν κάποιες διαφοροποιήσεις. Εκείνο που μπορώ εγώ να σας πω και μιλάω για τον εαυτό μου, είναι πως από το 2010, απ’ το Καστελόριζο και μετά έχω κάνει 46 μεγάλες παρεμβάσεις δημοσίως. Ξέρω επίσης κι άλλους που είναι στο ίδιο μήκος κύματος αλλά δεν τους δίνεται βήμα από τα Μ.Μ.Ε. Σε όλες τις εποχές οι καλλιτέχνες είναι 3 ειδών: Είναι οι οργανικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες του συστήματος, αυτοί δηλαδή που είναι εγκλωβισμένοι και ενταγμένοι στο σύστημα. Γι αυτούς δε μιλάμε. Η δεύτερη ομάδα, μικρότερη, αποτελείται από καλλιτέχνες και διανοούμενους που έχουν πάει σπίτι τους. Σεβαστό, η ιδιώτευση δηλαδή, αλλά δεν είναι της δικιάς μου άποψης. Και η τρίτη είναι αυτή που αποτελείται από καλλιτέχνες που αντιστέκονται. Και τώρα, ειδικά στη σημερινή εποχή, η αντίσταση μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους.
Cul.N.: Λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας, θα θέλαμε να μας πείτε και λίγα λόγια για τη σχέση σας με το θέατρο. Έχετε γράψει εξαιρετική μουσική για πολλές παραστάσεις.
Θ.Μ.: Η σχέση μου με το θέατρο είναι τέτοια που θα μπορούσε κανείς να πει πως και στα υπόλοιπα τραγουδιστικά μου πράγματα μάλλον έχω θεατρική διάθεση. Διάθεση να σκηνοθετώ το τραγούδι. Το είχε πει και κάποιος για μένα. Πως αυτός δεν γράφει τραγούδι, το σκηνοθετεί. Κατ’ αρχήν το οπλοστάσιο είναι γύρω στις 90 δουλειές για το θέατρο από τις οποίες οι 60 και πάνω ήταν και πολύ μεγάλες. Μεγάλες από πλευράς χρόνου, διάρκειας. Στο αρχαίο δράμα 15, πολλές στο εξωτερικό, είχα την τύχη να συνεργαστώ με σπουδαίους σκηνοθέτες και έξω και εδώ. Είναι ένα μεγάλο κομμάτι της δραστηριότητάς μου και αν μου πεις πόσα έργα έχεις γράψει και σου πω 300, τα 100 είναι για το θέατρο. Η μουσική για το θέατρο πρέπει να μην εντυπωσιάζει εκτός θεάτρου. Είναι ένα κριτήριο αυτό. Γιατί μπορείς να ακούσεις μια μουσική σε μία παράσταση και να πεις εξαιρετική πινελιά και όταν φύγεις από την παράσταση και κάποιος την ακούσει ή κάποιος που δεν έχει δει την παράσταση, θα μπορούσε να μην την παρατηρήσει καν. Η λειτουργική μουσική πρέπει να δένει με το θεατρικό γίγνεσθαι πάνω στη σκηνή. Νομίζω πως αυτή τη δουλειά την ξέρω καλά. Και βέβαια παίζει ρόλο η σκηνοθετική ματιά, παίζει ρόλο το έργο, παίζουν ρόλο πολλά πράγματα. Η θεατρική μουσική εμένα με ερεθίζει γιατί είναι μουσική υπό περιορισμό και μου αρέσει η φαντασία μου να λειτουργεί μέσα σε πλαίσιο. Και στο θέατρο αυτό είναι δεδομένο γιατί κατ’ αρχήν για να είμαι εντάξει είτε έχω απέναντί μου τον Πήτερ Στάιν, τον Πήτερ Μπρουκ ή κάποιον που κάνει την πρώτη του σκηνοθεσία οφείλω παρά το κύρος μου να του πω, εδώ πού πάμε αφεντικό;
Cul.N.: Ξεχωρίζετε κάποια από τις δουλειές του θεάτρου;
Θ.Μ.: Ναι, είχα κάνει μια δουλειά το 1982 στo φεστιβάλ της Λίλλης, το «Χάλκινη μουσική στα παράθυρα των ανιάτων» πάνω σε κείμενα του Μωρίς Μαίτερλινγκ. Εκεί όλο το πράγμα ήταν παγκόσμιας σημασίας αλλά και εγώ ήμουν πολύ καλός. Επίσης στο αρχαίο δράμα είχα γράψει μια μουσική στην «Ειρήνη» το 1984 στην Επίδαυρο στο Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου που θεωρώ πως ήταν μια ολοκληρωμένη μουσική δουλειά και το «Φουέντε Οβεχούνα» οπωσδήποτε.
Cul.N.: Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους αναγνώστες μας –και όχι μόνο- ενόψει της συνέχειας;
Θ.Μ.: Το πρώτο είναι να ονειρεύονται. Γιατί εγώ επιμένω λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται. Το δεύτερο και επιμένω και αφορά και εκτός κρίσης τα πράγματα είναι ειδικότερα στους νέους ανθρώπους ξεπεράστε τον εαυτό σας, κατακτήστε το αδύνατο και τρίτο για όσους λένε να αλλάξουμε οι Έλληνες, εγώ προτείνω να αλλάξουμε την Ελλάδα και πάνω στη διαδικασία της αλλαγής να αλλάξουμε και οι ίδιοι.