Λονδίνο, Αθήνα ή Βερολίνο,
Έχεις μπερδέψει σε ποια πόλη περπατάς;[1]
Θα πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως αν του δοθεί η ευκαιρία να σταθεί μπροστά σ’ έναν πίνακα της Agnes Martin, και μάλιστα σαν αυτόν που εκτίθεται στην καινούργια έκθεση στη Συλλογή του Γ. Οικονόμου, το έργο με τίτλο «Mountain II» του 1966, ένα μονάχα αίσθημα μπορεί να περιγράψει όσα καταλαμβάνουν τις αισθήσεις του: Δέος με δέλτα κεφαλαίο. Πρόκειται άραγε για δέος που πυροδοτείται όταν αναλογιστεί κανείς την τιμή αγοροπωλησίας του συγκεκριμένου έργου σε δημοπρασία του Οίκου Christie’s το Μάιο του 2007 στη Νέα Υόρκη (4.5 εκατομμύρια δολάρια),[2] ή συνδέεται με την αίσθηση μιας μεταφυσικής εμπειρίας, με τη δυναμική ενός έργου που πραγματεύεται τη σιωπή καθώς και την απουσία κάθε έννοιας;[3]
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Προσωπικά, επειδή είχα και άλλες φορές την τύχη να βρεθώ μπροστά σε αντίστοιχα έργα της στο Λονδίνο, αλλά κυρίως στη Νέα Υόρκη και στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής, και να βιώσω την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία για έργα τέχνης που τόσα πολλά δοκίμια και μελέτες έχουν γραφτεί, αυτό που μου έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση είναι να μου παρέχεται η δυνατότητα να στέκομαι μπροστά στο συγκεκριμένο έργο εδώ, στην Αθήνα, στον τόπο μου και όχι στην Αμερικανική ήπειρο.
Στην ίδια έκθεση έχει κανείς την ευκαιρία να δει από κοντά έργα των Donald Judd, Dan Flavin, Roni Horn και άλλων σημαντικών εκπροσώπων του μινιμαλισμού από διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Η έκθεση «opening the box: unpacking minimalism» αποτελεί μια μικρής κλίμακας προσπάθεια να επανεξετασθούν οι παγιωμένες απόψεις και οι πρωταρχικές εκείνες έννοιες που οριοθέτησαν την τάση στην τέχνη της δεκαετίας του ’60 κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες που βαφτίστηκε μινιμαλισμός, και πολλοί από τους υποτιθέμενους εκπροσώπους της ποτέ δεν αποδέχτηκαν, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν με όρους που εφευρίσκουν συνήθως ιστορικοί ή κριτικοί τέχνης και οι καλλιτέχνες, που αντιδρούν σε κάθε είδους κατηγοριοποίηση, αρνούνται να οικειοποιηθούν.[4]
Αξίζει να σημειωθεί πως ο επιμελητής Mark Godfrey μίλησε στα εγκαίνια της έκθεσης, χωρίς όμως να καταφέρει – κατά τη γνώμη μου – να υπερβεί τα στενά όρια του ακαδημαϊκού του ρόλου, σε μια συζήτηση με την Scarlet Smatana, επιμελήτρια της συλλογής. Η ιστορική αναδρομή στις πηγές του μινιμαλισμού θύμιζε παράδοση μαθήματος σε αμφιθέατρο με φοιτητές, ενώ οι αναφορές στα έργα ηχούσαν τετριμμένες και χωρίς πρωτοτυπία στ’ αυτιά ενός μυημένου κοινού. Βέβαια, όταν φεύγοντας παρατήρησα μια παρέα νέων κοριτσιών οκλαδόν στο πάτωμα να κρατούν σημειώσεις σε χοντρά σπιράλ τετράδια, υπέθεσα πως η ομιλία θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη και ουσιαστική στο ευρύτερο κοινό που διψούσε να συλλέξει πληροφορίες για το εν λόγω κίνημα.
Να σημειώσω επίσης πως η ανακύκλωση του έργου του Rashid Johnson, που είχαμε δει στην ατομική έκθεση του καλλιτέχνη,[5] όπως και το ζωγραφικό έργο του Donald Judd που εκτίθεται για δεύτερη φορά μετά τη συμμετοχή του στην εξαιρετική έκθεση «Thorn in the Flesh» στον ίδιο χώρο, δε μου φάνηκε ιδιαίτερα εύστοχη, αν και δεν δυσκολεύθηκα ν’ αντιληφθώ τη σκοπιμότητα του επιμελητή να τα συμπεριλάβει στην παρούσα έκθεση. Το έργο του Ρώσου σουπρεματιστή Suetin Nikolai Mikhailovich από το 1921, εύστοχα απομονωμένο σ’ ένα μακρόστενο διάδρομο με τη χρήση ενός παραπετάσματος, κέρδισε τις εντυπώσεις, αποφεύγοντας τη φορμαλιστική σύγκρουση με τις αισθητικές προσεγγίσεις των δύο άλλων έργων από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 στο συγκεκριμένο όροφο.
Μπορεί τα υβριδικά βίντεο-πορτραίτα του Tony Oursler που εκτίθενται αυτή την περίοδο στη γκαλερί Bernier-Eliades να μη συνδέονται με τη μινιμαλιστική
αισθητική, δημιουργούν όμως παρεμφερή συναισθήματα ανάτασης, παρά τις όποιες ιδεολογικές ή αισθητικές αντιθέσεις μπορεί ο μυημένος θεατής να εκφράσει για την τελευταία δουλειά του Νεοϋορκέζου καλλιτέχνη. Τα συναισθήματα της πνευματικής εγρήγορσης που βιώνει ο επισκέπτης συνδέονται και αυτά με τη συνειδητοποίηση πως δίνεται η δυνατότητα σ’ έναν κάτοικο της Αθήνας να δει από κοντά τα μεγάλα πάνελς από χρωματισμένο αλουμίνιο σε σχήμα κεφαλιού ή μάσκας θανάτου, αναφορά στις λεγόμενες death-masks από κερί ή γύψινα εκμαγεία, ενσωματωμένα σε μια οθόνη απ’ όπου προβάλλονται βιντεοσκοπημένα προσωπεία με τις γνώριμες μικρό-εκφράσεις σε αργή κίνηση, μοτίβο-εύρημα που επανειλημμένως ο καλλιτέχνης έχει εκμεταλλευθεί σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του στο πεδίο της βίντεο-τέχνης.[6]
Όσο για την περίπτωση του Βρετανού Tony Gragg, έργα του οποίου εκθέτονται στη Μουσείο Μπενάκη, πολλά μπορούν να ειπωθούν για μια γλυπτική που ανήκει στη μακριά παράδοση της Μεγάλης Βρετανίας, μια παράδοση που ξεκίνησε με τον Henry Moore και την Barbara Hepworth, συνεχίστηκε με τους Antony Caro, Richard Long και Barry Flanagan, ενώ στη συνέχεια η σκυτάλη δόθηκε σε νεώτερους γλύπτες όπως ο T. Cragg, Bill Woodrow και Richard Deacon.
Θα ήθελα να σημειώσω εδώ πως δεν συμφωνώ με την παράθεση των έργων της έκθεσης μέσα σ’ έναν ενιαίο χώρο, τόσο οπτικά όσο και κυριολεκτικά, αφού η ενέργεια του κάθε γλυπτού συγχέεται και ως ένα βαθμό παρενοχλεί με την άμεση, εκρηκτική παρουσία του το διπλανό έργο. Δημιουργείται έτσι ένα πνιγηρό αίσθημα στο θεατή, που είναι αναγκασμένος, πριν ακόμη προλάβει ν’ αφομοιώσει την κατασκευαστική λογική του ενός γλυπτού με μπρούντζο, να υποστεί με βίαιο τρόπο τη συλλογιστική του καλλιτέχνη έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται στη φόρμα του γειτονικού γλυπτού από χρωματισμένο ατσάλι. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την τοτεμική υπόσταση της ιδιάζουσας φόρμας, που αποκαλύπτεται με αριστοτεχνική μεγαλοπρέπεια στα γλυπτά που αναπνέουν με άνεση και στιβαρότητα στο αίθριο του μουσείου.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συμπεριλάβω στην παραπάνω λίστα και την έκθεση του Νεοϋορκέζου Nick Mauss, που παρουσιάζει τη νέα του δουλειά στην γκαλερί της Ελένης Κορωναίου. Μολονότι η έκθεση δεν κατάφερε να με γοητεύσει – ειδικά τα μικρό-γλυπτά από χαρτί, σχέδια και φωτογραφίες που, τοποθετημένα σε λευκές βάσεις, έμοιαζαν ν’ ακροβατούν όχι «μεταξύ αιώρησης και παραίτησης», όπως αναγράφεται στο δελτίο τύπου, αλλά μεταξύ προχειρότητας και βιασύνης,– πρέπει να παραδεχτώ πως στο σύνολό τους τα υπόλοιπα έργα με ολοκληρωμένο τρόπο αμφισβητούν και, ως ένα βαθμό, επαναπροσδιορίζουν τα όρια μεταξύ σχεδίου και ζωγραφικής, μεταξύ παράστασης και αφαίρεσης, μεταξύ αφήγησης και απουσίας κάθε έννοιας. Ο νέος καλλιτέχνης με σχετική άνεση και ανάερο ύφος δανδή αναμιγνύει πολλαπλά είδη από φόρμες αλλά και διαφορετικές τεχνικές (ύφασμα σε αλουμίνιο, ακρυλικό, παστέλ, κάρβουνο, gouache, κολάζ, φωτογραφικές εκτυπώσεις cliché verre, κτλ.), σε μια πανδαισία πειραματισμών και υπερβάσεων που συσσωρεύονται σ’ ένα υφολογικό συνονθύλευμα, το οποίο προσδιορίζει το έργο του στα όρια μιας «διαρκούς κατάστασης απροσδιοριστίας» και «προμελετημένης σύγχυσης», όπως εύστοχα εντοπίζεται στο δελτίο τύπου.[7]
Το ερώτημα που τίθεται ευθύς εξαρχής, ήδη από τον τίτλο της κριτικής, συνδέεται με τη γενικότερη αίσθηση μιας πικρής απορίας που πλανάται στο φιλότεχνο κοινό της Αθήνας, μιας πόλης που μαστίζεται, κατά τα λεγόμενα, από τις συμφορές μιας ανεπανόρθωτης κρίσης. Πως γίνεται η αίσθηση που έχει κανείς επισκεπτόμενος τις Αθηναϊκές γκαλερί και τα μουσεία να προσομοιάζει με την αντίστοιχη εντύπωση που θα είχε αν περιδιάβαζε αντίστοιχους χώρους σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού; Είναι άραγε τα περί κρίσης μια ανείπωτη μυθοπλασία; Ή μήπως η ηθική και οικονομική κρίση που μαστίζει το χώρο της τέχνης καταδυναστεύει και περιορίζει μονάχα μουσεία και πολιτιστικούς οργανισμούς που σχετίζονται με τον ανύπαρκτο κρατικό προϋπολογισμό, δημιουργώντας δυσλειτουργίες και προσκόμματα, με τρανταχτό παράδειγμα την αμίμητη ιστορία σχετικά με το υποτιθέμενο άνοιγμα του μουσείου μοντέρνας τέχνης που συνεχώς αναβάλλεται, με τις καθαιρέσεις διευθυντών, τις αλλαγές στην ηγεσία και τις ομηρικές αντιπαραθέσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου; Ή μήπως, εν τέλει, όπου υπάρχει ιδιωτική πρωτοβουλία η τέχνη καρποφορεί προς όφελος τόσο των καλλιτεχνών και των ειδημόνων όσο και του φιλότεχνου κοινού;
Αφήνω το ερώτημα αναπάντητο, για να μη θεωρήσει κανείς, λανθασμένα, πως ανήκω στους υπέρμαχους μιας νεοφιλελεύθερης ρητορικής που αξιολογεί θετικά την ιδιωτική πρωτοβουλία και απαξιώνει την κρατική ανεπάρκεια των θεσμών να πριμοδοτήσουν την τέχνη και τους νέους καλλιτέχνες με τα ουσιώδη.
[1] Ο τίτλος αποτελεί παράφραση του στίχου «Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο/ έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας;» του Γιάννη Αγγελάκα, τραγούδι «Ταξιδιάρα Ψυχή» από το άλμπουμ «Τρύπες» (1985).
[2] Στο διαδικτυακό τόπο του οίκου δημοπρασιών Christies’ δεν αναφέρεται το όνομα του ευρωπαίου αγοραστή, βλ. http://www.christies.com/lotfinder/AAA/AAA-4913727-details.aspx (πρόσβαση: 23/10/2015).
[3] Η ίδια η Agnes Martin είχε δηλώσει: «Το ενδιαφέρον μου στρέφεται στην εμπειρία του άφατου (wordless) και σιωπηρού, και στην πραγματικότητα (μ’ ενδιαφέρει) πως αυτή η εμπειρία για μένα μπορεί να εκφραστεί σ’ ένα έργο τέχνης που είναι επίσης βουβό και σιωπηρό». Να σημειωθεί πως ήταν μία από τους πολλούς καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη που στα τέλη του 1950 ενδιαφέρθηκαν για τη Βουδιστική σκέψη έτσι όπως παρουσιάστηκε στις διαλέξεις του D.T.Suzuki στο πανεπιστήμιο Columbia. Μολονότι δεν θεωρούσε το έργο της θρησκευτικό, πνευματιστικό ή μυστικιστικό, βιβλικές φράσεις συχνά πυκνά εμφανίζονταν στα λεγόμενά της και στις σημειώσεις της. Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της σχέσης του έργου της με την ανατολίτικη φιλοσοφία Zen και Shin, βλ. Thomas McEvilley, «Grey Geese Descending: The Art of Agnes Martin», Artforum, Καλοκαίρι 1987, σσ. 94-99, απ’ όπου και το παραπάνω απόσπασμα.
[4] Ο H. H. Arnasson μάλιστα σημειώνει πως «πολλοί από τους ζωγράφους και τους γλύπτες που πήραν μέρος στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα έχουν αντιτεθεί στον όρο μινιμαλισμό για τον ίδιο λόγο που οι αφηρημένοι ζωγράφοι αντιδρούσαν στον όρο αφαίρεση: επειδή αφήνει να εννοηθεί ότι το έργο τέχνης προκύπτει από κάποιο φυσικό πρότυπο, με την παράλειψη λιγότερων ή περισσότερων στοιχείων». Βλ. H. H. Arnasson, The History of Modern Art, Νέα Υόρκη, Abrams, 1968, (μτφρ.) Φώτης Κοκαβέσης, (επιμ.) Μιλτιάδης Παπανικολάου, Ιστορία της Σύγχρονης Τέχνης (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παρατηρητής, 1995), σ. 496.
[5] Βλ. κριτική της έκθεσης «Magic Numbers» στη Συλλογή του Γ. Οικονόμου στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.culturenow.gr/29044/ekthesh-magic-numbers-toy-rashid-johnson-sth-syllogh-giwrgoy-oikonomoy
[6] Ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι το δοκίμιο του ίδιου του Tony Oursler, «On Chance and Face», δημοσιευμένο στον κατάλογο έκθεσης ARoS Aarhus Kunstmuseum: Face to Face, (Μάρτιος, 2012), που έχει αναρτηθεί στη διαδικτυακή διεύθυνση της ιστοσελίδας του καλλιτέχνη, βλ. http://tonyoursler.com/individual_text.php?navItem=text&textId=50&dateStr=Mar.%202,%202012&subSection=By%20Tony%20&title=On%20Chance%20and%20Face (πρόσβαση: 25/10/2015).
[7] Βλ. δελτίο τύπου στο διαδικτυακό τόπο της γκαλερί Eleni Koroneou: http://www.koroneougallery.com/exhibitions/2015/nick-mauss/view:press (πρόσβαση: 25/10/2015).
Λεζάντες φωτογραφιών:
1. Agnes Martin, Mountain II, signed, titled and dated ‘”Mountain” II, 1966 a. martin’ (on the reverse), acrylic and graphite on canvas, 182.9 x 182.9 cm.© 2015 Agnes Martin / Artists Rights Society (ARS), New York &The George Economou Collection.
2. Dan Flavi, monument 4 for those who have been killed in ambush (to P. K. who reminded me about death), 1966 red fluorescent light, 244 x 244 cm, CL no. 109. ©Stephen Flavin/Artists Rights Society (ARS), New York/OSDEETE, Athens 2015; courtesy David Zwirner, New York/London Photo by Stefan Altenburger.
3. Tony OURSLER, SUB#, 2015, Blown glass, video projector, sound Unique, Variable dimensions.©Tony Oursler & Bernier-Eliades Gallery.
4. Tony Cragg’s exhibition at the Benaki Museum in Athens | © Constantinos Raptopoulos
5. Tony Cragg’s exhibition at the Benaki Museum in Athens | © Nicoletta Menti
6. Nick Mauss, Station, 2015, Charcoal and gouache on paper, acrylic on cloth, mounted on aluminum 57.2 x 77.5 cm. © Nick Mauss & Eleni Koroneou Gallery
7. Tony OURSLER , FFsh, 2015, Polychromed aluminum, LCD screen, media player, sound, Unique,138 x 88 x 10 cm. © Tony Oursler & Bernier-Eliades Gallery
*H κριτική εμφανίζεται και στο κάτωθι site: http://www.christosmichalopoulos.gr/
______________________________
Η παραπάνω κριτική αναφέρεται σε τέσσερις εκθέσεις ταυτόχρονα: Την ομαδική έκθεση Opening the Box: Unpacking Minimalism στη Συλλογή του Γιώργου Οικονόμου, την έκθεση του Tony Oursler στη γκαλερί Bernier-Eliades, του Tony Cragg στο Μουσείο Μπενάκη και του Nick Mauss στην Eleni Koroneou gallery.