Η προβληματική που προέκυψε δραματουργικά από την πρώτη στιγμή που η ομάδα oper(o) αποφάσισε να κάνει μια παράσταση με κεντρικό άξονα τη μουσική και τα τραγούδια του ελληνικού σινεμά και θεάτρου είναι η εξής: Γιατί; Για ποιο λόγο επιστρέφει κανείς στη συλλογική μουσική μνήμη; Ποια είναι αυτή η μνήμη; Ποιες μουσικές την αντιπροσωπεύουν;

Οι μήνες που ακολούθησαν προσπάθησαν να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα άλλοτε θεωρητικά, άλλοτε προσωπικά, άλλοτε πρακτικά. Ήρθαν σε πρώτο πλάνο η ιστορία, η πρόσφατη ελληνική, η ιστορία του θεάματος, το αίσθημα των μύθων, των μεγάλων πρωταγωνιστών και συνθετών, το αιώνιο ζήτημα του θεατρίνου που προσπαθεί να ανταπεξέλθει στην πραγματικότητα και παράλληλα να την καταρρίψει για το θεατή αντικαθιστώντας τη με μαγεία, το ζήτημα της ιστορίας των μπουλουκιών. Μονόλογοι από ταινίες, τραγούδια που θυμόμαστε, που αγαπάμε ή που αγαπάμε να μισούμε έκαναν σιγά σιγά την εμφάνισή τους και άλλοτε απότομα.

Τελικά σήμερα, μια αιωνιότητα και ένα χρόνο μετά, φτάνουμε στο τέλος. Κάποια από τα ερωτήματα απαντήθηκαν και κάποια όχι. Δεν απαντιέται λογικά γιατί η Ειρήνη δακρύζει με την ελεύθερη σκηνή, γιατί η Εριφύλη επιμένει να μιλάει για κάποια παιδιά κάτω στον κάμπο, γιατί η Σπεράντζα Βρανά ξαναβγαίνει από τα μπαούλα από μόνη της, γιατί ο Δημήτρης και ο Φάνης κοιτιούνται όταν ξεκινάει η Παράβαση. Και σίγουρα εμείς που γράφουμε αυτές τις γραμμές δεν μπορούμε να σας απαντήσουμε γιατί μας συγκινεί ότι κάποια παλιά και κάποια καινούρια παιδιά του θεάματος “κοιμούνται ακόμη σε αυτοσχέδιες πλαστικές καρέκλες”.

Αυτό που απαντιέται είναι ένα ερώτημα που δεν τέθηκε ποτέ ευθέως και δεν είναι σαφώς διατυπωμένο αλλά είναι εκεί, και να η απάντηση: Ζούμε σε μια εποχή – κι ας μιλήσουμε μόνο για το μήνα Ιούνιο του 2021 χωρίς προσδοκίες και ιστορικές αναλύσεις – που κάθε πρόσωπο γύρω μας θα ήθελε να εμφανιστεί μπροστά του ένα μαγικό λεωφορείο και να του τραγουδήσει μουσικές από κάποτε παλιά, από κάποτε πριν από όλα αυτά, από κάποτε που οι μύθοι γίνονταν μύθοι ενώ ήταν ακόμη εν ζωή. Ζούμε σε μια εποχή που θα μπορούσε κανείς την ίδια στιγμή να την ονομάσει εποχή της νοσταλγίας και εποχή της κατάρριψης των μύθων – ειδικά αν μιλάμε για το θέαμα. Αυτό το παράδοξο αντιμετωπίζεται εδώ με κέφι. Άλλωστε το πένθος είναι πάντοτε κρυμμένο κάπου, ακόμη και πίσω από λευκά φτερά ενός καμπαρέ της δεκαετίας του 60.

Ένα είναι βέβαιο: It is lonely up here όσο ποτέ.

Πάνω εδώ, στο φεγγάρι, στη σκηνή, στην φαντασία, η μοναξιά έχει μια ησυχία που άλλοτε χρειάζεται κι άλλοτε είναι αφόρητη. Το στοίχημα είναι να τραγουδήσουν οι θεατές στην πλατεία μαζί μας κάτι από όλα αυτά. Ένα ρεφρέν που αφηγείται έναν αιώνα που πέρασε, όπως πέρασε. Η μουσική έχει τη δύναμη να αφηγηθεί κάτι με μια αμεσότητα που ο λόγος κάποιες φορές αδυνατεί. Μερικές φορές, ο λόγος προσπαθεί να αφηγηθεί και τον αιώνα που ήρθε με φόρα και ακόμη βρισκόμαστε εδώ, σε απόλυτη άγνοια για το τι θα συμβεί πάνω στη σκηνή ή πίσω από τις κάμερες στα χρόνια που έρχονται. Γι’ αυτά τα πρόσωπα αυτού του αιώνα, και του Ιουνίου του 2021, κάποια πρόσωπα του προηγούμενου είναι ακόμη χρήσιμα.
Δεν ξέρουμε αν τα καταφέραμε, πάντως προσπαθήσαμε.

Βάσια Ατταριάν, Μυρτώ Μακρίδη

ΥΓ : ήρθε η ώρα να γυρίσει επιτέλους ο κόσμος τούμπα, ο κόσμος μας σίγουρα, αλλά μπορεί πάντα να τραγουδάει και να σφυρίζει μελωδίες παλιών καιρών για να αντέξει να το κάνει.

ΚΑΛΙΑ ΓΕΡΑΚΙΑΝΑΚΗ

Για μένα, αυτή η παράσταση είναι το μεγαλύτερο μυστικό που έχω κρατήσει ποτέ! Ξεκίνησε με ένα συγκινητικό «προσλαμβάνεσαι», μεγάλωσε με επαναλήψεις αποσπασμάτων ταινιών που γνώριζα λίγο, πολύ ή και καθόλου, ωρίμασε με τραγούδια και λόγια που είχα ακούσει κάπου, κάπως, κάποτε, γιγαντώθηκε σε μία ταράτσα στην Κυψέλη και θεριεύει ολοένα και περισσότερο σε κάθε πρόβα, στο κάθε λαχανιασμένο χαμόγελο, στη κάθε λάθος στροφή, στις αλλαγές κουστουμιών και στο 7…8…9… Και είναι πλέον τόσο μεγάλο που θέλω να βγω στους δρόμους και να το φωνάξω. Να το μοιραστώ με τους φίλους μου, τους γνωστούς μου, την οικογένεια μου και τον κάθε περαστικό που βρέθηκε στη σωστή πλατεία, τη σωστή στιγμή, κλείνοντας του πονηρά το μάτι, σαν για να του πω «Δεν είσαι μόνος!».
Αυτή η παράσταση είναι μια «φωτιά» συλλογικής μνήμης στο κέντρο μιας πλατείας. Όπου ο καθένας μπορεί να έρθει να κάτσει γύρω από αυτή, να τραγουδήσει, να θυμηθεί, να ξεχάσει, να γελάσει, να συγκινηθεί, να ακούσει και να πει και αυτός μια ιστορία ή και κάποιο μυστικό. Αλλώστε, δεν είναι ωραίο να έχεις μυστικά!

ΕΛΕΝΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Εικόνα πρώτη. Μάρτιος 2020. Ζοοm. Όλοι εμείς οι γνωστοί κι οι άγνωστοι να συζητάμε για το παρελθόν, για την νοσταλγία, για τα τραγούδια. Δεν γνωρίζουμε τι θα γίνει. Δεν ξέρουμε πού πάει όλο αυτό. Ούτε η παράσταση, ούτε η ζωή μας.

Εικόνα δεύτερη. Ιούνιος 2020. Κυψέλη. Ταράτσα. Πρόβες, πρόβες, πρόβες. Ηλιοβασιλέματα, μπύρες, σημαιάκια, ποδήλατα με βοηθητικές ρόδες ανάμεσά μας, μια γέννηση, μια μετακόμιση, έρωτες…. κι η Αλίκη με την Τζένη να γελάνε από κει πάνω. Δεν παίξαμε ποτέ.

Εικόνα τρίτη. Φεβρουάριος 2021. Messenger. Φέτος θα παίξουμε. Θα βγούμε στις πλατείες. Ξεκινάμε πρόβες με το που μας το επιτρέψουν. Είστε ακόμα μέσα;

Εικόνα τέταρτη. Σεπτέμβριος 2021. Σχολείο Καλλιθέας. Πρόβες, πρόβες, πρόβες. Ηλιοβασιλέματα, ποτά, σημαιάκια, ποδήλατα χωρίς βοηθητικές ρόδες, ένα μωρό να βλέπει τις πρόβες στο καρότσι του, μια μετακόμιση, χωρισμοί….. κι η Αλίκη με την Τζένη να γελάνε από κει πάνω. Αυτή την φορά, θα παίξουμε.

Διαβάστε επίσης:

O θίασος Velatοura στην πλατεία, από την ομάδα Oper(o) επιστρέφει στο Φεστιβάλ Λυρικός Νότος