Πέρυσι την άνοιξη το Μουσείο Μπενάκη παρουσίαζε την έκθεση «Ιωάννης Αλταμούρας. Η ζωή και το έργο του.»  Ανάμεσα στα δικά του έργα

Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

και κάποια της μητέρας του, Ελένης Αλταμούρα – Μπούκουρα. Φέτος την άνοιξη η ίδια οικογένεια απασχολεί το θεατρικό γίγνεσθαι μέσα από την παράσταση «Ελένη ή ο Κανένας» στο Θέατρο Άνεσις. Το ομώνυμο έργο της ιστορικού και συγγραφέως  Ρέας Γαλανάκη μεταφέρεται στην σκηνή από τον Θέμη Μουμουλίδη και την Αθανασία Γκανά. Αφορά στην Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, γεννηθείσα – μάλλον – το 1821. Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος.

Η συγγραφέας στο μυθιστόρημά της έχει μετουσιώσει τα ιστορικά στοιχεία της ζωής της καλλιτέχνιδος σε λογοτεχνικό έργο. Ο λόγος της ποιητικός. Μοιάζει σα να έχει επηρεαστεί από τον πατέρα και καπετάνιο της Ελένης, Γιάννη Μπούκουρα, καθώς και τον γιο της, θαλασσογράφο  Ιωάννη Αλταμούρα. Όπως τα  κύματα, έτσι και τα γεγονότα και οι μνήμες της αντικομφορμιστικής μορφής της ζωγράφου αναπτύσσονται αριστοτεχνικά και μπερδεύονται αρμονικά με το όνειρο και την πραγματικότητα.

Το κείμενο της παράστασης είναι ένα κολάζ αποσπασμάτων του βιβλίου της Ρέας Γαλανάκη. Καθ’ όλα όμως δομημένο και σπονδυλωτό.  Ακολουθείται η πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση του βιβλίου, επιτρέποντας έτσι και τον θεατή να πλησιάσει τη ζωή της ηρωίδας, μέσα από το δικό της πρίσμα θεώρησης των πραγμάτων.  Γνωρίζει την έμφυτη αγάπη της για την ζωγραφική, τις τιμωρίες της, την μετάβασή της στην Ιταλία ντυμένη ως άντρας για να αποκτήσει  «περγαμηνές, τεκμήρια ανδρών» πάνω στην τέχνη που λατρεύει, τον έρωτά της για τον Σαβέριο Αλταμούρα, τη γέννηση και τον χαμό των παιδιών της με όποιον τρόπο, την μελαγχολία, την «τρέλα» και την απομόνωσή της στην πατρίδα της, τις Σπέτσες. Και όλα αυτά μετά την ελληνική επανάσταση, όπου η Ελλάδα παλεύει ν’ ανορθωθεί. Η ίδια στο μεταίχμιο μεταξύ δύο ταυτοτήτων, αυτή της Ελένης και του Κανένα.

Η σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη πατά στην απλότητα και την ουσία, σεβόμενη την ταραχώδη και γεμάτη ειλικρινή αγώνα ζωή της Ελένης Αλταμούρα-Μπούκουρα. Με μετρημένα αντικείμενα υπογραμμίζονται οι σταθμοί της. Η σκηνογραφία διακριτικότατη αλλά καίρια. Μέσα από φωτιστικούς συμβολισμούς, από το υγρό στοιχείο και το οριοθετημένο πάτωμα οι θεατές λαμβάνουν μια αισθητηριακή αντίληψη του πατρικού της μεγάλης ζωγράφου με «τα δεκαέξι παράθυρα που απέθεταν γαλάζιο μέσα στην μονόχωρη σάλα, όπου ο καπετάν Γιάννης νόμιζε πως βρισκόταν στ’ ανοιχτά». Παράλληλα μπορούν και  ταξιδεύουν, μέσα από την αφήγηση, όπου έχει πατήσει και ταξιδέψει και η ίδια η ηρωίδα.

«Ο καπετάνιος, βέβαια, από τη μεριά του ουδέποτε υπολόγισε τη γη ολάκερη σαν κάτι απρόσιτο και ξένο. Ένα γερό αρμένισμα και φτάνεις, έλεγε. Μαθαίνεις έπειτα τον άλλο κόσμο, αν έχεις βαθιά μελετήσει τον δικό σου», λέει η ζωγράφος Ελένη διά στόματος Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου. Ως Ελένη, Χρυσίνης, Κανένας, αλλά κυρίως ως γυναίκα που τόλμησε ν’ αντιταχθεί στο ρεύμα των κοινωνικών επιταγών της εποχής της, η ηθοποιός είναι απόλυτα συνεπής με την δύναμη και την εσωτερικότητα που απαιτεί μια τέτοια στιβαρή προσωπικότητα. Ο απεγκλωβισμός και η πάλη με το παρελθόν και τη λήθη απαιτεί μια στέρεη σχέση με την γη και όχι ακρότητες. Η παράσταση επιτυγχάνει να εισάγει το κοινό της, μέσω αυτών των δρόμων, στο να γνωρίσει μία Ελληνίδα που παθιάστηκε, πάλεψε αλλά και υπέφερε τολμώντας να ισορροπήσει μέσα της τις μεγάλες της αγάπες.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης
Θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη
Ερμηνεύει η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου
Θεατρική μεταφορά: Αθανασία Γκανά
Σκηνικά –Κοστούμια: Παναγιώτα Κοκκορού
Μουσική επιμέλεια: Γεωργία Αλεβιζάκη
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος