Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη
Η αίθουσα BlackBox στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης «μεταμορφώνεται». Ο ομάδα «Σημείον Μηδέν» παρουσιάζει – σε δική της διασκευή/δραματοποιημένη μορφή – το έργο του Φραντς Κάφκα «Μεταμόρφωση». Είναι ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων (ξεκίνησε την άνοιξη του 2012) και συνεχίζεται και φέτος έως και την 1η Δεκεμβρίου.
Σκηνοθέτης της παράστασης ο Σάββας Στρούμπος, ηθοποιός και συνεργάτης του Θεόδωρου Τερζόπουλου επί σειρά ετών. Η κοινή τους πορεία αντανακλάται εμφανώς και σε αυτή την παράσταση με την έντονη σωματοποιημένη δράση.
Το έργο και ο συγγραφέας είναι σε γενικές γραμμές γνωστά σε όλες τις ηλικίες. «Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ανήσυχα όνειρα, βρήκε τον εαυτό του στο κρεβάτι μεταμορφωμένο σε ένα τεράστιο απεχθές ζωύφιο» είναι η πρώτη φράση του μυθιστορηματικού κειμένου, που δηλώνει ουσιαστικά τί θα πραγματευτεί ο συγγραφέας στη συνέχεια. Όπως σημειώνει ο Κώστας Δεσποινιάδης (μεταφραστής, εκδότης, συγγραφέας) «ορισμένοι μεταφραστές το έχουν αποδώσει (τη λέξη «ζωύφιο») στα ελληνικά ως κατσαρίδα. Η λέξη που χρησιμοποιεί ο Κάφκα στα γερμανικά είναι ungeziefer και έχει την σημασία της, καθώς είναι η ίδια λέξη που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον εαυτό του στο «Γράμμα προς τον πατέρα», παραπονούμενος ότι ο πατέρας του τον αντιμετώπιζε πάντα σαν παράσιτο και ungeziefer [«έντομο/ζωύφιο»].
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ας σκεφτούμε για λίγο τις συνέπειες του να ξυπνήσει κάποιος μεταμορφωμένος σε ζωύφιο/κατσαρίδα (από πρακτικές δυσκολίες έως και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στον ίδιο και στον περίγυρό του). Ας προσθέσουμε σε αυτό την σκέψη ότι ο «μεταμορφωμένος» έχει να έρθει αντιμέτωπος με την εξουσία του πατέρα του, με την επίδραση της υπόλοιπης οικογένειάς του επάνω του, με την πίεση του εργοδότη του και εμμέσως όλου του κοινωνικού του περίγυρου. Εδώ ταιριάζει η φράση που έχει γράψει ο ίδιος ο Κάφκα: η λέξη «sein» σημαίνει δύο πράγματα στα γερμανικά: «υπάρχω» και «δικός του»…
Η Μεταμόρφωση του Γκρέγκορ Σάμσα είναι κυριολεκτική και μεταφορική. Κάθε ένας ήρωας-ρόλος σε αυτό το έργο αναδεικνύει και ένα άλλο επίπεδο βάθους του μυθιστορήματος και αυτό γίνεται επιτυχώς και στην συγκεκριμένη παράσταση. Το μυθιστόρημα είναι μεν μικρό σε έκταση, αλλά πολύ πυκνό σε νοήματα. Κατ’ επέκτασιν, μια θεατρική διασκευή καλείται να κάνει τις επιλογές της. Η ομάδα «Σημείο Μηδέν» έκανε την επιλογή ν’ αναδείξει «έναν παράλογο λαβύρινθο θρυμματισμένων ειδώλων, όπου οι βασανιστικά παγιωμένες και επαναλαμβανόμενες κοινωνικές συμπεριφορές έρχονται να διαμορφώσουν μια παράλογη μηχανή ποικίλων ψυχοσωματικών παραμορφώσεων, χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγής» όπως γράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Αυτό βλέπουμε στη σκηνή και δεν είναι καθόλου λίγο!
Η σωματική παρουσία και κίνηση των ηθοποιών μοιάζουν να έχουν δομηθεί σύμφωνα με τις αρχές του κυβισμού. Κίνημα , το οποίο μάλιστα εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αι., λίγα χρόνια πριν την συγγραφή της Μεταμόρφωσης (1915). Σώματα κατακερματισμένα αλλά ζωντανά, ελεύθερα αλλά «εγκυβισμένα», κίνηση σπασμωδική αλλά όχι «τεθλασμένη» όπως αυτή της μαριονέτας. Μέσα από την φόρμα και την επανάληψη οι χαρακτήρες της παράστασης αποκτούν ένα κρυστάλλινο πολυεπίπεδο βάθος. Η φωνή λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Χαρακτηριστικό το νανούρισμα της μητέρας του Γκρέγκορ Σάμσα ( Μαρία – Όλγα Αθηναίου) που διατρέχει όλο τον ψυχικό της εγκλωβισμό. Μέσα από την κωμικοτραγικότητά του ο θεατής ανατριχιάζει.
Το συνολικό στήσιμο της παράστασης παραπέμπει στο παράλογο όνειρο και συνάμα πραγματικό. Το σκηνικό πλαίσιο (Γιώργος Κολιός) με το σελοφάν εντείνει την παγιδευμένη ζωή των ηρώων , αφού μοιάζουν να ζουν μέσα σε ένα κουκούλι. Τα ρούχα (Γιώργος Κολιός και Rebecca Gustfeld) προδίδουν επίσης μια παρωχημένη αυστηρότητα της οικογένειας. Οι φωτισμοί του Κώστα Μπεθάνη υπογραμμίζουν την αίσθηση του κρύου και στεγανού εγκλωβισμού, ενώ θερμαίνει και «ερωτικοποιεί» την πιο ανθρώπινη σκηνή, αυτή μεταξύ Γκρέγκορ και Γκρέτε Σάμσα.
Στην διάρκεια της παράστασης είχα πραγματικά την αίσθηση ότι μπροστά μου είχα μια γιγάντια μακέτα. Σα να έβλεπα από κλειδαρότρυπα το τρισδιάστατο ζωντάνεμά της με τους ήρωες της ιστορίας της να την πλαισιώνουν. Οι ηθοποιοί της ήταν σαν κρεμασμένες, χειραγωγούμενες κούκλες, που η βαρύτητα και η φυσική λειτουργούσε πάντα υπέρ του νοήματος που ήθελαν να μας μεταφέρουν. Η φόρμα και η επαναληπτικότητα – που αναφερθήκαμε και παραπάνω – έδιναν την εντύπωση ενός καλά κουρδισμένου παιχνιδιού. Τις ομοιότητες με τις δικές μας ζωές θα πρέπει να τις αναλογιστούμε ο καθένας μας πρωτίστως προσωπικά και έπεται και ο κοινωνικός συλλογισμός.
Μια πραγματικά πλήρης παράσταση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που προτείνεται από διδάσκοντες Θεατρικών και Δραματικών Σχολών, είτε λόγω ενδιαφέροντος για την μεταφορά του από την λογοτεχνία στην θεατρική σκηνή είτε για την υποκριτική του και όχι μόνο, αρτιότητα.
Τέλος, ένα μεγάλο μπράβο στον σκηνοθέτη και την συνεργάτη του, Δανάη Σπηλιώτη (μεταφράστρια και δραματουργική συνεργάτης), οι οποίοι εξέδωσαν στην «Νεφέλη» το μυθιστόρημα σε καινούργια μετάφραση και την θεατρική διασκευή της ομάδας «Σημείο Μηδέν», πλαισιωμένο με αρκετά κατατοπιστικά και περιεκτικά κείμενα για το συγκεκριμένο έργο και παράσταση.