Θέατρο: Ρινόκερος του Ε. Ιονέσκο, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου (Θησείον)

«Γιατί να μην γίνω ρινόκερος; Άλλωστε μου αρέσουν οι αλλαγές», αναφωνεί σε ανύποπτη στιγμή ένας από τους ευφάνταστους και αμφίσημους ήρωες κατά τη διάρκεια της παράστασης. Κάπως έτσι ξεκινά μια κοινωνική μεταβολή, που σαρώνει τα πάντα αδιακρίτως, όπως ορίζει και η φύση την αντίδραση των άγριων ζώων.

«Γιατί να μην γίνω ρινόκερος; Άλλωστε μου αρέσουν οι αλλαγές», αναφωνεί σε ανύποπτη στιγμή ένας από τους ευφάνταστους και αμφίσημους ήρωες κατά τη διάρκεια της παράστασης. Κάπως έτσι ξεκινά μια κοινωνική μεταβολή, που σαρώνει τα πάντα αδιακρίτως, όπως ορίζει και η φύση την αντίδραση των άγριων ζώων.

Ο Ευγένιος Ιονέσκο, είναι μια ιδιαίτερη συγγραφική περίπτωση. Με την εμφάνισή του στα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα, συντελέστηκαν θεαματικές αλλαγές στο παγκόσμιο θέατρο. Εντάχθηκε στην κατηγορία του «θεάτρου του παραλόγου», σχολιάζοντας σουρεαλιστικά, διάφορα φλέγοντα ζητήματα της εποχής του. Ο «Ρινόκερος», ένα μάλλον «υπέρ-λογικό» έργο, αποτελεί το πιο διάσημο και διαχρονικό του κείμενο. Γράφτηκε το 1959 και αποτέλεσε μια πράξη διαμαρτυρίας απέναντι στην εκναζιστοποίηση των χωρών και σε κάθε μορφής μαζοποίηση. Ο γαλλορουμάνος συγγραφέας ήταν παρών στο Βουκουρέστι το 1938, όταν πολλοί φίλοι και γνωστοί βρέθηκαν οπαδοί του αναδυόμενου φασισμού, κάτι που τον εξέπληξε και τον έφερε σε ρήξη με το περιβάλλον του.

Η υπόθεση εξελίσσεται σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Ο καλόκαρδος και δειλός Μπερανζέ, συνομιλεί με τον εγωπαθή και επηρμένο φίλο του Ζαν, όταν την ρουτίνα αναταράζει η εμφάνιση ενός ρινόκερου, που τρέχει μανιασμένα ανάμεσα στα πλήθη. Γρήγορα η είδηση γίνεται γνωστή και συζητιέται παντού. Όμως, δεν αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους κι άλλοι ρινόκεροι, εξαπλώνοντας την παρουσία τους σαν επιδημία . Ο ένας μετά τον άλλον, οι πολίτες ακολουθούν την τάση να μεταμορφώνονται σε ζώα, αποτινάσσοντας τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και κάθε ουμανιστική ιδέα, θεμελιώνοντας παράλληλα έναν νέο νόμο της ζούγκλας στην κοινωνία. Όμως ο Μπερανζέ, αντιστέκεται στην λαίλαπα της «ρινοκερίτιδας» και εν τέλει απομένει ο μόνος που αποφασίζει να την αντιμετωπίσει με κάθε κόστος, ελπίζοντας να βγει νικητής.

Ο κεντρικός ήρωας, ενώ βρίσκεται δακτυλοδεικτούμενος στο περιθώριο, καλείται να αντιμετωπίσει έναν πολυσυλλεκτικό περίγυρο, διαφόρων ιδεολογιών και προελεύσεων. Άπαντες παραδίνονται αμαχητί στο κύμα ομογενοποίησης, που τους θέλει κινούμενους προς αυστηρά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Πρόκειται για ένα σχόλιο που μπορεί να μπει ως υπότιτλος σε κάθε επικίνδυνη ή μη, χρονική στιγμή, όπως αυτή που ζούμε. Τόσο ο Ζαν, όσο και ο Μποτάρ, είναι τύποι που βρίσκονται σε αφθονία γύρω μας, που ρητορεύουν προσπαθώντας να πείσουν όλους για το μονομερές τους δίκιο, τη στιγμή που αρκεί μια αναπάντεχη μαζική επιταγή ώστε να τους παρασύρει ανεμπόδιστα και ολοκληρωτικά. Αντιθέτως, σπανίζουν οι Μπερανζέ, που γεμάτοι αφέλεια και αλτρουισμό, δεν επιθυμούν να μείνουν αμέτοχοι σε ό,τι συμβαίνει.

Είναι ξεκάθαρη η απέχθεια και η ειρωνεία προς κάθε είδους κομφορμισμό, ενώ περιγράφεται μια κοινωνία ανίδεη και αφελής ως προς τη σημασία των επιλογών της, τόσο στο παρόν, όσο και στο μέλλον.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος έστησε μια ενδιαφέρουσα, ζωντανή και σύγχρονη παράσταση, αφουγκραζόμενος τόσο την εποχή, όσο και τις συνθήκες. Ο Μανώλης Μαυροματάκης στο ρόλο του Μπερανζέ, είχε αθωότητα, ευαισθησία και εσωστρέφεια, όμως ήταν κάπως υποτονική η τελική «κραυγή» του ήρωα για την υπεράσπιση της ύπαρξής του και την μη παράδοσή του, που περικλείει ουσιαστικά το νόημα του έργου. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ήταν ως Ζαν, άλλοτε εύστοχα αμετροεπής, άλλοτε κομπορρήμων και εν τέλει πολύ πειστικός στο στάδιο της «αποκτήνωσης», όταν αναφωνεί την αηδία και την αποστροφή για τους ανθρώπους. Καλός και στο ρόλο του διευθυντή. Η Ηρώ Μπέζου, διαθέτει ένα εκφραστικό και ζεστό βλέμμα, μιλά συχνά με τα μάτια, κάτι που διαπιστώνεται έντονα και βοηθά την ίδια πολύ, όπως και ο τόνος της φωνής της. Λιτή και συμπονετική ως Νταίζη. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου, διαθέτει εύπλαστο πρόσωπο και φωνή, προσαρμοζόμενος έτσι χαμαιλεοντικά στους ρόλους που του ανατέθηκαν. Καλοί, χωρίς υπερβολές οι Θανάσης Δήμου και Ευαγγελία Καρακατσάνη.

Τα σκηνικά της Μαγδαληνής Αυγερινού και της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, ήταν συμβολιστικά, ευφάνταστα και μοντέρνα, ενώ τα κοστούμια ήταν πιστά στην περίοδο και την περιοχή που αναφερόταν το έργο. Οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου, ατμοσφαιρικοί και λειτουργικοί.

Ο «Ρινόκερος» στο Θησείον κάτι ουσιαστικό και τραγικά επίκαιρο έχει να μας πει. Οφείλουμε να τον ακούσουμε προσεκτικά και να σκεφτούμε ποια πλευρά στο δίλημμα του έργου θα επιλέξουμε.

Η παράσταση «Ρινόκερος» παρουσιάζεται στο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, μέχρι 13 Απριλίου 2014. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ