Μετά την τεράστια επιτυχία που σημείωσαν οι παραστάσεις της οπερέτας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη “Θέλω να δω τον Πάπα!”, στην Αθήνα, η παραγωγή μεταφέρεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για επτά επιπλέον παραστάσεις από τις 29 Απριλίου 2015.
Η …σκανδαλώδης οπερέτα που προκάλεσε αντιδράσεις την εποχή που γράφτηκε, έγινε αφορμή ακόμα και για έναν φόνο έξω από την Καθολική εκκλησία του Πειραιά, στις 11 Δεκεμβρίου 1921. Ενενήντα τέσσερα χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 2015, η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει το “Θέλω να δω τον Πάπα!” στο υποδειγματικά ανακαινισμένο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά, σε σκηνοθεσία του σπουδαίου θεατρανθρώπου Βασίλη Παπαβασιλείου.
Μετά τις 8 sold out παραστάσεις που δόθηκαν στο θέατρο Ολύμπια και λόγω της ιδιαιτέρως αυξημένης ζήτησης για τα εισιτήρια της παραγωγής, η ΕΛΣ μεταφέρει την επιτυχημένη παραγωγή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά για επτά επιπλέον παραστάσεις, στο πλαίσιο της μόνιμης συνεργασίας των δύο φορέων.
Το Θέλω να δω τον Πάπα! είναι ένα από τα έργα σύγχρονης αστικής θεματολογίας του σπουδαίου Σακελλαρίδη, στα οποία υποσκάπτονται τα θεμέλια της αστικής ζωής και ασκείται βιτριολική κριτική στο θεσμό της οικογένειας. Ακολουθώντας, βεβαίως, τα πρότυπα του είδους, ο συνθέτης (με την ιδιότητα μάλιστα και του λιμπρετίστα στα περισσότερα από τα έργα αυτής της θεματικής) επιδεικνύει ιδιαίτερη μουσικοθεατρική επινοητικότητα στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων που δυναμιτίζουν τις σταθερές της οικογενειακής ζωής.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η σφιχτή φάρσα του Εννεκέν, στην οποία βασίζεται το Θέλω να δω τον Πάπα!, αποδίδεται σε ρέοντα θεατρικό λόγο από τον Σακελλαρίδη, ο οποίος και στο έργο αυτό επιτυγχάνει μία ιδεώδη δραματουργία διανθίζοντας την πλοκή με τα δεκαπέντε μουσικά νούμερα της οπερέτας.
Η υπόθεση της οπερέτας αφορά τον διακαή πόθο της νεόνυμφης Άννας να δει τον… Πάπα κατά τη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού της με τον Αδριανό στην Ιταλία. Καθώς ο σύζυγός της δεν εκπλήρωσε την επιθυμία της, το ζευγάρι διέκοπτει το «μήνα του μέλιτος» και επέστρεφει. Ακούγοντας τις συμβουλές της μητέρας της, η Άννα οδηγεί τα πράγματα στα άκρα. Όταν, όμως, συνειδητοποιεί ότι με τη στάση της κινδυνεύει να διαλύσει το γάμο και να χάσει τον αγαπημένο σύζυγό της, αλλάζει συμπεριφορά. Οι παρεξηγήσεις λύνονται και η κατάληξη του έργου είναι για όλους αίσια.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Παπαϊωάννου από τον ομώνυμο θίασο στις 6 Ιουλίου του 1920. Είχε ολοκληρωθεί από τον συνθέτη του μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου. Σημείωσε άμεση επιτυχία, ενώ το ομότιτλο τραγούδι όχι μόνο τραγουδήθηκε, αλλά έγινε και νούμερο επιθεωρήσεων και οπωσδήποτε το μεγάλο σουξέ της χρονιάς. Δόθηκαν 72 παραστάσεις του έργου μέσα στο 1920, κατατάσσοντάς το έτσι στις μεγάλες επιτυχίες της εποχής.
Στη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης της Ορχήστρας Οπερέτας της ΕΛΣ μοιράζονται οι Ανδρέας Τσελίκας και Γιώργος Αραβίδης, ενώ την σκηνοθεσία υπογράφει ο σπουδαίος Βασίλης Παπαβασιλείου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιώργου Ζιάκα, ενώ οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ. Πρωταγωνιστούν καταξιωμένοι Έλληνες μονωδοί της ΕΛΣ.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Η μόνη αληθινή ευτυχία του ανθρώπου είναι ο γάμος!». Με αυτή τη δήλωση εγκαινιάζεται το έργο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη και έτσι τίθεται αμέσως σε κίνηση ο μηχανισμός της οπερέτας: η αποδόμηση ενός «πιστεύω» και η αναίρεση μιας ψευδαίσθησης.
Γραμμένος στα τέλη της νεοελληνικής μπελ-επόκ, δύο χρόνια πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Πάπας συνομιλεί με ένα από τα βάθρα του αστικού κόσμου, της ιδεολογίας και της πραγματικότητάς του, τον γάμο. Το κάνει με έναν τρόπο συστατικό του είδους που λέγεται οπερέτα: με ιλαρότητα. Κοντολογίς, ο Σακελλαρίδης βρίσκεται στον αντίποδα του Ίψεν [Ibsen] και του Στρίντμπεργκ [Strindberg]. Η διασκέδαση, βασική αξία και αυτή του αστικού σύμπαντος, υπηρετείται από τη διασταύρωση της πρόζας με τη μουσική, σε επίπεδο φόρμας, και από την παιγνιώδη ανατροπή των βεβαιοτήτων σε επίπεδο δραματουργίας.
Αν, τελικά, πρέπει να συγκρατήσουμε κάτι από το διάβημα του Σακελλαρίδη και τη γενικότερη λειτουργία της οπερέτας, ίσως είναι ακριβώς αυτό: πίσω από τις δογματικές βεβαιότητες και τις αντίστοιχες ακαμψίες διεξάγεται ένας αδυσώπητος αγώνας ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει», ανάμεσα στον κοινωνικό τύπο και τη διασάλευσή του. Υπάρχει ένα πεδίο μάχης ανάμεσα στην επιθυμία και την εκπλήρωσή της, ανάμεσα στην κανονικότητα και την παρέκκλιση. Στην περίπτωση του δράματος ο αγώνας αυτός σηματοδοτείται συχνά από το αίμα, ενώ στην οπερέτα κλείνει σχεδόν πάντα με τον ήχο που συνοδεύει το άνοιγμα της σαμπάνιας.
Θέλω να δω τον Πάπα! σε μια ματιά
O συνθέτης / Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883. Ήταν γιος του μελοποιού και ιεροψάλτη Ιωάννη Σακελλαρίδη, ο οποίος πιθανότατα τον μύησε στη μουσική. Σπουδές στην Αθήνα δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Ο ίδιος ο συνθέτης αναφέρει ότι μελέτησε μουσική σε Γερμανία και Ιταλία. Γνωστός κυρίως για τις δεκάδες οπερέτες του, ανάμεσα στις οποίες ο δημοφιλέστατος Βαφτιστικός (1918), ο Σακελλαρίδης συνέθεσε επίσης όπερες, όπως η Περουζέ (1911), σκηνική μουσική, όπως λ.χ. για τις Εκκλησιάζουσες (1904), μουσική για επιθεωρήσεις, ανάμεσα στις οποίες για τα περίφημα Παναθήναια, μουσική για ταινίες του βωβού κινηματογράφου, τραγούδια, όπως επίσης έργα ενόργανης μουσικής. Πέθανε το 1950 σε ένδεια, από καρκίνο του ήπατος.
Το έργο / Το ποιητικό κείμενο της τρίπρακτης οπερέτας Θέλω να δω τον Πάπα! είναι του ίδιου του συνθέτη, ο οποίος βασίστηκε στη φάρσα Οικιακές χαρές (1894) του Μωρίς Εννεκέν. Σήμερα λησμονημένος, ο Εννεκέν ήταν δημοφιλής στις αρχές του 20ού αιώνα, ο δε Σακελλαρίδης γνώριζε πολύ καλά τα έργα του: στη δική του φαρσοκωμωδία Ο βαφτιστικός της κυρίας (1916) βασιζόταν η δημοφιλέστερη οπερέτα του Σακελλαρίδη, Ο βαφτιστικός (1918).
Πρεμιέρες / Η οπερέτα Θέλω να δω τον Πάπα! πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα, στο Θέατρο Παπαϊωάννου στις 6 Ιουλίου 1920 από τον θίασο του Γιάννη Παπαϊωάννου. Στον ρόλο της Άννας εμφανιζόταν η Εύα Σάντρη, σε εκείνο του Αδριανού ο Μιχάλης Κοφινιώτης ενώ τη Ρίτα, αρτίστα του καμπαρέ, «πέτρα του σκανδάλου» αλλά και εκείνη η οποία δίνει τελικά λύση στα πράγματα, ερμήνευε η Μελπομένη Κολυβά. Ο ίδιος ο Παπαϊωάννου ερμήνευε τον πατέρα της Άννας, τον κ. Λατρούδη, που καταπιεσμένος από τη σύζυγό του στράφηκε στην εντυπωσιακή Ρίτα. Η οπερέτα παρουσιάζεται για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Την επιμέλεια και αποκατάσταση μουσικού κειμένου έχει κάνει μουσικολόγος Γιάννης Μπελώνης ενώ το ποιητικό κείμενο έχει επιμεληθεί ο σκηνοθέτης και θεατρολόγος Αλέξανδρος Ευκλείδης.
Μουσική διεύθυνση: Ανδρέας Τσελίκας – Γιώργος Αραβίδης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Κινησιολογία: Φώτης Διαμαντόπουλος
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Βαρονάς:
Παύλος Μαρόπουλος (29/4 – 2, 5, 7/5)
Κωστής Ρασιδάκις (30/4 – 3, 6/5)
Κύριος Λατρούδης:
Βαγγέλης Χατζησίμος (29/4 – 2, 5, 7/5)
Σταμάτης Μπερής (30/4 – 3, 6/5)
Κυρία Λατρούδη:
Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη (29/4 – 2, 5, 7/5)
Λυδία Αγγελοπούλου (30/4 – 3, 6/5)
Άννα:
Έλενα Κελεσίδη (29/4 – 2, 5, 7/5)
Δέσποινα Σκαρλάτου (30/4 – 3, 6/5)
Ανδριανός:
Δημήτρης Πακσόγλου (29/4 – 2, 3/5)
Νίκος Στεφάνου (30/4 – 5, 6, 7/5)
Ρίτα:
Γεωργία Ηλιοπούλου (29/4 – 2, 5, 7/5)
Μαρία Κόκκα (30/4 – 3, 6/5)
Δημοσθένης:
Θανάσης Δήμου (29, 30/4 – 2, 3, 5, 6, 7/5)
Ενωματάρχης:
Κώστας Ντότσικας (29/4, 5, 6, 7/5)
Κώστας Μαυρογένης (30/4 – 2, 3/5)
Μίμης:
Νίκος Τσαούσης (29/4 – 2, 5, 7/5)
Αναστάσιος Στέλλας (30/4 – 3, 6/5)
Πέτρος:
Μανώλης Λορέντζος (29/4 – 2, 5, 7/5)
Σταύρος Γιαννούλης (30/4 – 3, 6/5)
Συμμετέχουν η Ορχήστρα Οπερέτας και η Χορωδία της ΕΛΣ