Είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες καλλιτέχνιδες της χώρας. Όχι μόνο για τις αμέτρητες επιτυχημένες παραγωγές στις οποίες έχει συμμετάσχει, αλλά και τους πολλούς και διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους, που έχει ερμηνεύσει μοναδικά. Για την πορεία της Θέμιδας Μπαζάκα, τα περισσότερα είναι πασίγνωστα. Αποτελεί μια από τις πιο περιζήτητες ηθοποιούς και έχει δώσει αμέτρητες συνεντεύξεις όλα αυτά τα χρόνια. Διαπιστώνει κανείς όμως, ότι πάντα βρίσκει κάτι ενδιαφέρον να πει, σε σχέση με τα όσα βιώνει ή απλώς παρακολουθεί. Λατρεύει το σινεμά και τα βιβλία, αλλά είναι και απόλυτα πιστή στο θέατρο, παρόλο που όπως λέει η ίδια, σκέφτεται πολύ πλέον πριν αποδεχθεί μια ανάλογη πρόταση.
Ένα απόγευμα, λίγο πριν ανεβεί στην σκηνή να υποδυθεί στην σκληρή «Βάιολετ» στον «Αύγουστο» του Tracy Letts, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Δημήτρης Χορν, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για τα ζητήματα που θίγει το έργο, την προσωπική της διαδρομή, την τέχνη σήμερα και ειδικά για τον κινηματογράφο. Άλλωστε, πάντα βρίσκει χρόνο για να δει και κυρίως να παίξει σε μια καλή ταινία.
Απολαύστε την!
– Ποιο στοιχείο του «Αυγούστου» σας γοήτευσε ιδιαιτέρως;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Θέμις Μπαζάκα: Όλο το έργο. Η δομή του, οι σχέσεις, ο ρυθμός του, το θέμα του και πάνω από όλα, φυσικά ο ρόλος.
– Πώς βλέπετε την ηρωίδα αυτήν; Είναι μια γυναίκα με πολλά προβλήματα και δυσκολίες στην οικογένεια που καλείται να διαχειριστεί.
Θ. Μπ.: Πάντα προσπαθώ να βρω το κέντρο του ρόλου, το μεδούλι. Τι είναι αυτό που απαρτίζει τον χαρακτήρα και τι αυτό που τον διαμόρφωσε και έγινε καλός ή κακός αντιστοίχως. Η Βάιολετ έχει τα χαρακτηριστικά μιας πολύ σκληρής, σαρδόνιας γυναίκας και κάποιοι την αποκαλούν κακιά. Δεν είναι ένας θετικός ήρωας. Όμως, το συγκινητικό της στοιχείο, που συγκινεί και τον κόσμο στο τέλος, είναι αυτή η βίαιη και σκληρή παιδική ηλικία που βίωσε και την έκανε ό,τι έγινε. Εγώ εκεί εστίασα και εκεί πρέπει να πω ότι βρίσκω πολλά τρυφερά πράγματα.
Για μένα η Βάιολετ σε ό,τι λέει έχει δίκιο. Δηλαδή μπορεί να είναι κυνική και σαρκαστική αλλά στην ουσία, έχει δίκιο. Και αυτό που με συγκλονίζει επίσης, είναι η σχέση με την αδερφή της. Κάθε βράδυ στην παράσταση ας πούμε, μετά την προσπάθεια πνιγμού της κόρης μου, όταν με αγκαλιάζει εδώ η Μαρία Κατσιαδάκη που υποδύεται την αδερφή μου, έρχονται δάκρυα στα μάτια και των δύο μας. Δε μπορώ να μιλήσω βέβαια πολύ για το έργο γιατί θα αποκαλύψω τα μυστικά του, αλλά η Βάιολετ, παρόλο που ξέρει για εκείνη, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν της περνά από το μυαλό ότι θα κρατήσει κακία ή θα την απομακρύνει. Περιφρονεί παντελώς αυτό το χείριστο που έχει γίνει και την αγαπά βαθιά, γιατί αυτά τα δύο κοριτσάκια μεγαλώσανε μαζί έντρομα, σε ένα σπίτι τεράστιας βίας. Από κει κι ύστερα, η γυναίκα που πάλεψε τόσο σκληρά και χάθηκε μες στους διαδρόμους του μυαλού σε μια μοναχική πορεία – γιατί πιστεύω ότι τα χάπια και η τρέλα είναι ένα μοναχικό βασανιστήριο που δεν επικοινωνείς και είσαι μόνος με τα φαντάσματά σου -, στις στιγμές διαύγειας που μιλά σε όλους με το χειρότερο τρόπο, έχει δίκιο. Βλέπει τις κόρες της, που θυσιάστηκε και αυτή και ο πατέρας να τις μεγαλώσουν, να περνούν δύσκολα εξαιτίας των επιλογών τους. Συνήθως, οι γονείς που αγαπούν τα παιδιά τους, το δείχνουν με τρόπους οι οποίοι ποικίλλουν, είναι πολλές φορές άκομψοι και οδυνηροί. Γιατί προβάλλουν πάνω στα παιδιά τα όνειρά τους και απογοητεύονται.
– Σε ένα έργο που θεωρητικά αναφέρεται στην επαρχία της Αμερικής, τι κοινές αναφορές υπάρχουν με την Ελλάδα του σήμερα;
Θ. Μπ.: Όλες οι μορφές της τέχνης αφορούν επί της ουσίας όλους τους ανθρώπους. Αυτό ακριβώς κάνει η τέχνη, ενώνει τους ανθρώπους. Ο «Αύγουστος» δεν καταπιάνεται με κάτι πολύ εξειδικευμένο αμερικάνικο. Μιλά για μια αμερικάνικη κοινωνία, μια αμερικάνικη οικογένεια, αλλά όλες οι κοινωνίες έχουν παρόμοια προβλήματα. Εμείς μπορεί να μην εξοντώσαμε Ινδιάνους, αλλά κάτι θα κάναμε για να συνεχίσουμε να μένουμε εδώ που είμαστε. Όταν διαβάζω κάτι, ποτέ δεν σκέφτομαι σε τι πραγματικά με αφορά. Ακόμα και αν δεν σε αφορά εκατό τοις εκατό, έχει σίγουρα ενδιαφέρον να δεις κάτι που απασχολεί κάποια δισεκατομμύρια ανθρώπων. Αλλά αυτό το έργο μιλά για την οικογένεια, το πρώτο κύτταρο της κοινωνίας και αυτό το κύτταρο, στις περισσότερες χώρες, είναι σαθρό.
– Πού πιστεύετε ότι οφείλεται μία συνεχής αναζήτηση έργων από τους δημιουργούς, με θέματα όπως αυτό του κατακερματισμού της οικογένειας;
Θ. Μπ.: Απασχολεί τους καλλιτέχνες γιατί εκεί είναι το πρόβλημα. Έχει εντοπιστεί πια. Η οικογένεια έχει υποστεί μέσα από τους αιώνες διάφορες διαβρώσεις. Αφορίστηκε, υπερλατρεύτηκε, διαμελίστηκε. Θέλει πολλή δύναμη και αγάπη για να δημιουργήσεις σχέσεις πραγματικές. Όμως δεν φτάνει μόνο η αγάπη. Θέλει υπομονή και γνώση. Οι παλιότεροι νοσταλγούν συχνά εποχές που «οι οικογένειες ήταν μαζί, ενωμένες» όπως λένε, όμως ακόμα και εκεί υπήρχαν πολλά θέματα. Τώρα, οι οικογένειες είναι σκορπισμένες. Όταν όλοι δουλεύουν τόσο πολύ και τρελαίνονται με το παραμικρό, δεν αφιερώνουν χρόνο στους δικούς τους. Δεν αφορά όμως μόνο την οικογένεια. Δείτε τις φιλίες, τις ερωτικές σχέσεις. Θέλει πολλή δουλειά και το περιβάλλον δεν βοηθά. Παρόλα αυτά, εγώ προσωπικά πιστεύω στο θεσμό της οικογένειας και γενικώς ότι δύο άνθρωποι είναι καλύτερα από έναν. Αν και είμαι ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος, το πιστεύω απόλυτα.
– Μέσα από τους ρόλους, αναστοχάζεστε πάνω στην καθημερινότητα;
Θ. Μπ.: Φυσικά. Περνάς από διάφορα κύματα στην διαδικασία της δουλειάς μέχρι να φτάσεις στην πρεμιέρα. Κι αυτό είναι το πιο γοητευτικό και επίπονο κομμάτι, γιατί χρειάζεται μεγάλη πειθαρχία και σκληρή εργασία. Εκεί σου αποκαλύπτονται διάφορα πράγματα. Όμως και στην παράσταση, μπορεί να εμφανιστεί κάτι που σε απασχολούσε από τις πρόβες, μα δεν έβρισκες λύση… Τώρα, ως προς τον εαυτό μας, αυτός είναι ο καμβάς. Δηλαδή πάνω σε αυτόν εγώ θα δημιουργήσω. Σύμφωνα με την δική μου ψυχοσύνθεση και οπτική γωνία, θα τον κατασκευάσω. Και ακριβώς αυτό κάνει τον ίδιο ρόλο εντελώς διαφορετικό ανάλογα με τον ηθοποιό που τον ερμηνεύει, γιατί φιλτράρεται μέσα από την προσωπικότητα. Πιστεύω στην προσωπικότητα του ηθοποιού, μπορεί να σώσει και να αναδείξει ένα ρόλο, όμως εγώ τουλάχιστον, προσπαθώ να μην χρησιμοποιώ ούτε τα αναγνωρίσιμα στοιχεία, ούτε τις ευκολίες μου. Στην διάρκεια των προβών, διαλέγω πάντα τον πιο μακρύ δρόμο, προσπαθώντας ή έχοντας την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαι η ίδια.
– Εσείς, ως Θέμιδα με ποιες ηρωίδες που συναντηθήκατε κατά καιρούς νιώθετε κάπως λίγο πιο κοντά;
Θ. Μπ.: Με καμία. Κανένας από τους ρόλους που έχω παίξει δεν θεωρώ ότι μου ταιριάζει σαν άνθρωπο. Δηλαδή η Θέμις δεν είναι τίποτα από αυτά που έχει παίξει. Μπορεί να είναι ένα σύνολο. Αλλά όχι, δεν νομίζω να υπάρχει κάτι που με αντιπροσωπεύει εντελώς. Θα ήθελα να παίξω κάτι πιο ελεύθερο, πιο ροκ ‘ν’ ρολ. Εγώ, είχα την τύχη – ατυχία να γίνω γνωστή από τα «Πέτρινα Χρόνια». Αυτό είναι ένα βάρος που κουβαλούσα στην πλάτη μου επί χρόνια. Μου δίνανε σοβαρούς, δραματικούς ρόλους. Και φυσικά πήγαινα μαζί τους. Εγώ ήμουν ένα πολύ ανάλαφρο και τρελό κορίτσι. Εντάξει, μεγάλωσα, βέβαια και άλλαξα. Αλλά, δεν βρέθηκα ποτέ σε συνθήκη να κάνω κάτι που με αφορά προσωπικά. Ίσως να ήταν και καλό τελικά. Η έκθεση κάτι πολύ προσωπικού μου, δεν ξέρω πού θα με οδηγούσε.
– Έχοντας πορευτεί με μεγάλη επιτυχία σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, τι μπορεί να σας κερδίσει πλέον σε μια δημιουργία για να πείτε το τελικό «ναι»; Τι αναζητάτε;
Θ. Μπ.: Αναζητώ πάντοτε τη συνθήκη αυτή που θα με κάνει να νιώθω ζωντανή. Πεθαμένη μένω και σπίτι μου, που λέει ο λόγος. Αυτή η συνθήκη κυρίως είναι μια συνεργασία, δηλαδή μια ιντριγκαδόρικη συνύπαρξη ή μια συνεργασία που ξέρω ότι θα υπάρξει αγάπη και σύμπλευση. Αλλά φυσικά αυτό που θα με ξεσηκώσει, είναι ο ρόλος στην πρώτη του ανάγνωση. Και πρέπει να πω, ότι έχω κάνει και μικρούς ρόλους στο θέατρο και στο σινεμά. Δεν απαιτώ ντε και καλά τον πρωταγωνιστικό. Γιατί πρώτον, αυτό είναι το επάγγελμά μου και θέλω να δουλεύω συνέχεια και δεύτερον, ειδικά στον κινηματογράφο, ξέρω πάρα πολύ καλά ότι μια σκηνή μπορεί να χαρακτηρίσει όλο το έργο. Δηλαδή, αν υπάρχει έστω και μια φράση που με συγκινεί, θα πω «ναι». Έχω κάνει cameo εμφανίσεις στο σινεμά, τύπου μια ατάκα, μια φάση και έφυγα. Επιπλέον, κάνω και πολλές εκπτώσεις προκειμένου να παίξω. Στο θέατρο από την άλλη, αν η συνεργασία δεν έχει το «πακέτο», δυσκολεύομαι πολύ γιατί είναι μεγάλος ο καιρός που περνάς μαζί με τους άλλους και είναι πολύ σκληρότερο από τον κινηματογράφο. Πολύ ανταγωνιστικό. Κάθε χρονιά λέω «σταματώ», «τώρα είναι η τελευταία μου παράσταση», αλλά μετά κάτι έρχεται καλό και ξαναβγαίνω στην σκηνή. Η αλήθεια είναι ότι καθώς περνάνε τα χρόνια και έχοντας δουλέψει με όλους τους σκηνοθέτες εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, πιο δύσκολα θα καταλήξω στο τι θα κάνω. Το σκέφτομαι δύο και τρεις φορές για να βρω πώς θα το συνταιριάξω.
Ο «Αύγουστος», πάντως, ήταν μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις που δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθώ. Μου χτύπησε την πόρτα από το 2007, αλλά τότε κάτι έγινε, δεν μπόρεσαν να πάρουν τα δικαιώματα και δεν πραγματοποιήθηκε. Πέρυσι, όταν με πήρε τηλέφωνο ο Κωνσταντίνος, αμέσως του είπα «αγόρι μου, σε περίμενα»! Μερικά έργα τελικά, άμα είναι να τα κάνεις, θα τα κάνεις. Σαν κάτι άνδρες που συναντάς, είναι με άλλη, είσαι με άλλον, κοιτάζεστε και λες «τι κρίμα!», αλλά μετά από χρόνια ξαναβρίσκεστε και λες «Ναι! Τώρα είναι το σωστό timing».
– Έχοντας κάνει πολύ σινεμά και μάλιστα στην μεγάλη του άνθιση το ‘80, σήμερα πώς βλέπετε το κινηματογραφικό τοπίο;
Θ. Μπ.: Κοιτάξτε, δεδομένων των συνθηκών και αναλογικά, κάθε χρόνο γίνονται ωραίες ταινίες. Δύο, τρεις, πέντε, δεν έχει σημασία. Η παραγωγή είναι πολύ μικρότερη, τα χρήματα που δίνονται είναι ελάχιστα, εγώ προσωπικά να φανταστείτε, εργάζομαι στον κινηματογράφο μόνο και μόνο για να υπάρχουν ταινίες που μιλούν τη γλώσσα μας. Και διαφορετικές, όχι εμπορικές. Αλλιώς δε μπορείς να δουλεύεις τζάμπα, είναι κρίμα. Οι καλές ταινίες, οφείλονται σε παιδιά που έχουν σπουδάσει έξω και έχουν μάθει έναν τρόπο και ένα ρεύμα σύγχρονο, φέρνοντας τη γνώση τους στην Ελλάδα.
Όμως, γενικά είναι ένα πολύ ακριβό χόμπι. Θέλει πολλά λεφτά. Η Νότια Κορέα όταν έκανε την έκρηξη και έβγαλε όλους αυτούς τους μεγάλους σκηνοθέτες και κατακτούσαν Κάννες και Βερολίνο, επί χρόνια έριχνε πολλά λεφτά στο σινεμά της. Στην Ελλάδα, η επιτυχία μιας ταινίας στηρίζεται πάντα στο ηρωικό πήδημα του Ζαλόγγου. Δε μας βοηθά κανείς. Δεν υπάρχουν ιδιώτες, ούτε μεγάλες εταιρίες παραγωγής. Και ο κόσμος βέβαια έχει μια δική του ευθύνη. Αν πηγαίνει στον κινηματογράφο και στο θέατρο με μια σαφή εικόνα του τι θέλει να δει, είναι ένας αποτυχημένος θεατής. Γενικά στην τέχνη πρέπει να πηγαίνεις άδειος. Να είσαι θετικός και να μπορέσει αυτό το πράγμα που έχει κώδικες που μπορεί να μην τους γνωρίζεις, να σε μεταφέρει κάπου. Αν οι κώδικές σου είναι τηλεοπτικοί, δεν θα σου αρέσει καμία ταινία και κανένα θεατρικό. Δεν μπορεί οι ελληνικές ταινίες έξω να πηγαίνουν καλά, να παίρνουν βραβεία, να πουλιούνται σε άλλες χώρες και εδώ να κάνουν 3000 εισιτήρια. Ντροπή. Αν δε μπορείς να παρακολουθήσεις ας πούμε τον «Αστακό», δεν φταίει ο «Αστακός»…
Μία ταινία θα σε πάει πάντα κάπου αλλού, θα σε βάλει σε σκέψεις, σε ένα συναισθηματικό ή εγκεφαλικό τριπάκι. Άφησε τον εαυτό σου να δει κάπως αλλιώς τον κόσμο ή και πώς κάποιος άλλος άνθρωπος τον βλέπει. Δηλαδή γιατί βλέπουν Χάνεκε και όχι Λάνθιμο; Εγώ θεωρώ ότι ο «Αστακός» είναι καταπληκτική ταινία, με συγκίνησε βαθιά. Αν δεν σε αγαπήσει κανείς θα γίνεις σκύλος ή κάποιο ζώο; Τρομερές σκέψεις! Τέλος, πάντων, ο κόσμος έχει μάθει σε ευκολίες. Πόσο να τον βοηθήσεις; Ακόμα και αυτό το έργο εδώ, που δεν έχει ιδιαίτερες δυσκολίες νοηματικές, μπορεί να περνά τα μηνύματα με χιούμορ, αλλά σε πιο μεγάλο βάθος, γίνεται ο χαμός, υπάρχει ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
– Αλήθεια, μετανιώσατε ποτέ που δεν μείνατε στο εξωτερικό και γυρίσατε στην Ελλάδα;
Θ. Μπ.: Δεν μετάνιωσα γιατί οι συνθήκες δεν το ευνοούσαν. Γενικότερα μετάνιωσα που δεν πήρα αμερικάνικη υπηκοότητα. Που ήμουν τεμπέλα και νωθρή και ενώ ζούσα στην Αμερική, παντρεμένη με Αμερικάνο και άλλες κάνουν ψεύτικους γάμους για να πάρουν, εγώ δεν ασχολήθηκα με αυτό το θέμα. Θα μπορούσα να είχα ένα διαβατήριο και ό,τι γίνει. Οι συνθήκες όμως, δεν μου το επέτρεπαν. Είχα ένα μωρό παιδί σε μια απίστευτη μεγαλούπολη. Ήθελα τη μαμά μου και τους δικούς μου ανθρώπους. Επιπλέον, ακριβώς επειδή είχα μωρό, θεώρησα ότι η Αμερική θα με δυσκόλευε πάρα πολύ στο να κονταροχτυπηθώ και να βρω μια καριέρα. Λοιπόν, ήθελα τη σιγουριά της οικογένειας και των φίλων μου.
– Σε καθημερινό επίπεδο, παρακολουθείτε την επικαιρότητα;
Θ. Μπ.: Τι να πρωτοπώ, μαυρίζει η καρδιά μου. Έχω γίνει ένας αναχωρητής. Επειδή είναι η φύση μου έτσι, λίγο ονειροπόλα και ρομαντική, ζω με ταινίες και βιβλία. Είμαι όλη μέρα στο σπίτι και βλέπω ταινίες ή διαβάζω. Σαν τον φίλο μου τον Τζούμα. Ζω μια εικονική πραγματικότητα. Πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ, γυρίζω και έχω ήδη ταραχτεί σοβαρά. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω. Ντρέπομαι βαθιά για την κοινωνία, τους πολιτικούς μας, για τους συνανθρώπους που συμπεριφέρονται με αγνωμοσύνη στη ζωή. Και αυτή η αγνωμοσύνη έχει φέρει αυτό το τρομακτικό αδιέξοδο.
– Και η τέχνη;
Θ. Μπ.: Εμείς οι καλλιτέχνες είμαστε τυχεροί. Για παράδειγμα εγώ θα βγω σε μια ώρα στην σκηνή και δεν θα είμαι η Θέμιδα. Θα σκέφτομαι μόνο τη Βάιολετ και αυτό με ανακουφίζει, με αλαφρώνει και με ζωντανεύει. Είναι σαν να ξορκίζεις λίγο και το θάνατο. Για αυτό οι ηθοποιοί θέλουν να πεθάνουν στο σανίδι. Γιατί επάνω στην σκηνή αισθάνεσαι ζωντανός. Το ίδιο πιστεύω πως η τέχνη μπορεί να προσφέρει και στον θεατή. Για δύο ώρες μπορεί να μην είναι ο εαυτός του. Επίσης, η τέχνη σε κάνει να μην νιώθεις μόνος. Εκεί που σε πνίγει ένα πρόβλημα, θα έρθεις στο θέατρο και θα διαπιστώσεις ότι εκείνο που σε απασχολεί, απασχολεί επί αιώνες όλους τους ανθρώπους γιατί δεν είσαι μοναδικός. Και αυτό είναι κάτι πολύ ανακουφιστικό.
– Έχετε σκεφτεί παράλληλα να κάνετε και κάτι άλλο; Να γράψετε ένα βιβλίο ίσως;
Θ. Μπ.: Πολλά έχω σκεφτεί. Βιβλίο όχι, γιατί δεν ξέρω ούτε ένα email να στείλω. Τα email μου είναι «ναι», «ευχαριστώ», «οκ». Και τα sms μου το ίδιο. Όμως, σκέφτομαι πάρα πολλές φορές ότι θέλω να σκηνοθετήσω μια ταινία. Έχω βρεθεί πολύ κοντά και πάντα κάνω πίσω. Δεν είμαι τόσο τολμηρή. Αυτό είναι ένα όνειρό μου. Έχω σκεφτεί κι άλλα, γιατί εγώ είμαι ένας πολύ δημιουργικός άνθρωπος. Μου αρέσουν τα ρούχα, τα κοσμήματα… Και να σας πω κάτι; Πιστεύω ότι οποιαδήποτε δουλειά και αν έκανα στην ζωή μου θα την έκανα καλά, αν την αγαπούσα, αν την επέλεγα… Θυμάμαι ήμουν μέχρι και πολύ καλή γκαρσόνα! Έπαιρνα τα περισσότερα τιπς! Γενικότερα όμως, επειδή θέλω διαρκώς να δημιουργώ, δίνω σημασία από το πώς θα είναι το φαγητό μου, μέχρι το πώς θα διαμορφώσω το σπίτι μου. Φτιάχνω συνεχώς ένα μικρό installation. Ακόμα και αν βγω, πρέπει να είναι το τέλειο και σωστό μέρος. Αλλιώς δεν βγαίνω. Το χειμώνα δεν υπάρχει ωραιότερο μέρος από το σπίτι μου. Το καλοκαίρι πάλι, τα σπίτια των φίλων που έχουν μπαλκόνια και κήπους!
– Ποια θα είναι η συνέχεια για εσάς από εδώ και πέρα;
Θ. Μπ.: Υπάρχει σίγουρα μία ταινία για αρχή φθινοπώρου και μερικά ακόμα σχέδια που περιμένω να δω αν θα πραγματοποιηθούν… Εύχομαι να κάνω διακοπές επιτέλους. Πάνω από όλα όμως, είναι σημαντικό να έχουμε υγεία και κυρίως ψυχική υγεία, εμείς, οι φίλοι μας και όλος ο κόσμος. Ζούμε μια καταστροφή, δουλεύω σκληρά και ίσα – ίσα επιβιώνω. Αν δεν δουλέψω καθόλου, τρεις μήνες δεν έχω να ζήσω. Για αυτό λέω, τι χειρότερο; Να είμαι υγιής και ούτως ή άλλως στη ζωή, η απόλυτη ευτυχία δεν κρατά παρά δευτερόλεπτα. Και αυτή δεν τη βρίσκεις καμιά φορά εκεί που την αναζητάς. Οπότε, όμορφα βιβλία υπάρχουν πάντα, ωραίες ταινίες γίνονται, έχουμε πέντε φίλους πολύ καλούς με τους οποίους γελάμε ακόμα και τα άλλα έρχονται!
– Σας ευχαριστώ πολύ!
Θ. Μπ.: Εγώ ευχαριστώ!
Διαβάστε επίσης:
Αύγουστος, για 2η χρονιά στο θέατρο Δημήτρης Χoρν | Από 4 Οκτωβρίου 2017 (2ος χρόνος)