Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει τις Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου. Η τραγωδία του μυστικισμού, της έκστασης αλλά και της βαρβαρότητας, πρόκειται να παρουσιαστεί στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, την Παρασκευή 2 και το Σάββατο 3 Αυγούστου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.
«Βάκχες»
Όταν ο θεός Διόνυσος φτάνει στη Θήβα, ο βασιλιάς Πενθέας αρνείται να δει τον πρώτο του εξάδελφο ως Θεό και απαγορεύει τη διάδοση της νέας θρησκείας. Η άρνησή του εγείρει τη μήνι του θεού ο οποίος, σε μια τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου, οδηγεί τον Πενθέα στον αφανισμό από την ίδια του τη μητέρα.
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Διόνυσος), Μαριάννα Δημητρίου (Τειρεσίας), Αλεξία Καλτσίκη (Αγαύη), Θέμης Πάνου (Κάδμος), Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας), Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός (Αγγελιαφόροι)
Χορός: Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μουσικοί: Θοδωρής Βαζάκας, Μαρία Δελή, Αλέξανδρος Ιωάννου, Γιάννης Καΐκης
Το CultureNow μίλησε με τον Θέμη Πάνου λίγες ημέρες πριν ανέβει η παράσταση στο Αργολικό Θέατρο.
***
-Οι «Βάκχες» είναι ένα αινιγματικό έργο, και κυρίως άγριο, στο οποίο δε μπορούμε να μιλάμε για κάθαρση στο τέλος. Αξίζει να μείνουμε λίγο στο διαμελισμένο σώμα και στις απόπειρες συναρμολόγησης που επιχειρούνται στην παράσταση.
Αυτό που υπάρχει επί σκηνής είναι το διαμελισμένο σώμα, όπως περιγράφεται στην αγγελική ρήση. Διαμελιστής η ίδια η μητέρα. Έχουμε να κάνουμε, με ένα κομμάτιασμα, μια καταστοφή, κάτι που παύει να είναι μια ολότητα, κάτι ολοκληρωμένο. Η προσπάθεια συγκόλλησης είναι η δουλειά που κάνουμε όλοι οι άνθρωποι στη ζωή μας, όταν περνάμε από τις φάσεις, από την παιδική ηλικία, μέχρι την ενηλικίωση μας. Ένας ενήλικας εάν είναι ώριμος, εάν έχει κατορθώσει να ολοκληρωθεί, είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Πρόκειται για κάτι εξαιρετικά δύσκολο… η απαρτίωση της ψυχής… η ένωση των μελών. Πώς θα ενώσουν τα διαμελισμένα μέλη αυτοί οι άνθρωποι, ο Κάδμος και η Αγαύη; Δεν πρόκειται να συμβεί. Αλλά η πρόθεσή τους αυτή είναι βέβαια. Οπότε, στους τελευταίους διακόσιους στίχους υπάρχει ένας θρήνος.
Αξίζει να πούμε και το εξής παράδοξο · αυτό που έχουμε στα χέρια μας είναι επίσης διαμελισμένο. Από τον στίχο 1170 και μετά, αυτό που μας έχει παραδοθεί ως κείμενο δεν είναι ολόκληρο. Αυτό σημαίνει πως έχουμε σπαράγματα του κειμένου. Δηλαδή, η σκηνή μιλάει για ένα σπαραγμένο σώμα, αλλά και αυτό που έχουμε ως κείμενο είναι επίσης ένα σπάραγμα. Οπότε οι άνθρωποι μέσα στην πορεία των αιώνων, οι μελετητές, οι αντιγραφείς, και λοιπά το συμπλήρωσαν · κυρίως με το κομμάτι του Χριστού Πάσχοντα, το οποίο όμως δεν είναι το πραγματικό. Δεν είναι του Ευριπίδη δηλαδή. Και επίσης έχουν αποδώσει τα λόγια άλλου σε άλλον. Δε γνωρίζουμε δηλαδή πως ήταν ολόκληρο. Υποθέτουμε πως εκεί θρηνούσε και η Αγαύη.
Αλλά ξέρουμε πως η Αγαύη δε θα μπορούσε να θρηνήσει διότι είναι αμαρτωλή, είναι ακάθαρτη – γιατί έχει διαπράξει φόνο. Υπάρχουν πολλά θέματα, λοιπόν, για το κομμάτι αυτό. Κάθε φορά που ανεβαίνουν οι Βάκχες εμείς προσπαθούμε να το παρουσιάσουμε με ένα ολοκληρωμένο τρόπο, έχοντας πάντα επίγνωση πως αυτό που έχουμε στα χέρια μας είναι ένα σπάραγμα.
-Στο συγκεκριμένο ανέβασμα έχουμε τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, η οποία φαίνεται πως είναι αυτή που εμπιστεύονται και πιο συχνά οι σκηνοθέτες. Γιατί πιστεύετε πως ισχύει αυτό;
Οι μεταφράσεις κάθε φορά εξυπηρετούν το σκηνοθετικό όραμα. Τι θέλει να κάνει τη δεδομένη στιγμή ο σκηνοθέτης. Και ακόμα, τι θέλει να κάνει ένας παραγωγός. Διότι πρόκειται για μια ανάθεση, ή για μια συμφωνία ανάθεσης. Σε κάθε περίπτωση, η σκηνοθετική πλευρά υποχρεούται να επιλέξει ποια μετάφραση αρχαίου δράματος θα εξυπηρετήσει το λόγο που ανεβαίνει το συγκεκριμένο έργο. Αυτή είναι η αφετηρία, κατά τη γνώμη μου.
Και ακόμα, με ποιους ανθρώπους, με ποιους ηθοποιούς εννοώ, θα πραγματοποιηθεί το ανέβασμα. Διότι, τα στόματα και οι αναπνοές αυτών των ηθοποιών θα εκφωνήσουν το λόγο. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν, ποιοι άνθρωποι λένε τι.
Ως εκ τούτου, η μετάφραση απαιτεί και έναν ειδικό χειρισμό. Υπάρχουν μεταφράσεις πιο εύκολες, και πιο βατές σε έναν προφορικό θεατρικό ρόλο.
Κάθε φορά όμως, αντιμετωπίζουμε θέματα εκφοράς μιας μετάφρασης. Οι μεταφράσεις συνήθως είναι κατά παραγγελία – δηλαδή οι περισσότερες των τελευταίων ετών, των 30-40 χρόνων. Η μετάφραση του Χειμωνά που έχουμε, για παράδειγμα, και αν δεν κάνω λάθος, ήταν για μια παράσταση του ’85 σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου. Οπότε και εκεί έχει να κάνει με την οπτική που είχε ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, της συγκεκριμένης παραγωγής. Και είπε εγώ θέλω τον Χειμωνά να το κάνει, γιατί αυτός θα εξυπηρετήσει καλύτερα το όραμά μου.
Το βασικό με τη μετάφραση του Χειμωνά είναι πως είναι σε στίχο. Σε άλλες μεταφράσεις είναι πιο πεζός ο λόγος, έχουν ένα μεγαλύτερο ποσοστό πεζότητας, ας πούμε, παραπάνω. Αλλά και πάλι, μια τελεία νοηματική, μπαίνει στον επόμενο στίχο. Που άλλοι την κρατάνε, άλλοι δεν την κρατάνε. Άλλοτε ακολουθούν τον στίχο, και άλλοτε όχι. Πάντοτε γίνονται επιλογές ώστε να είναι πιο εύγλωττο το νόημα του εκφερόμενου λόγου. Γιατί το πρωτότυπο είναι πάρα πολύ πυκνό. Και έτσι, ένας στίχος του πρωτότυπου μπορεί να χρειαστεί τρεις στίχους ώστε να αποδοθεί.
Είναι μια εργασία αναπνοής στην πραγματικότητα. Δηλαδή, ο ηθοποιός πρέπει να αποδώσει ξεκάθαρα το νόημα της φράσης, ακόμα και αν είναι σε τρεις στίχους. Αυτή είναι η εργασία μας – να μην κατακερματίζεται το νόημα.
-Στο έργο, θεωρείτε πως μπορούμε να μιλάμε για δίκαιη εξουσία; Στα μάτια μου έχουμε έναν εκδικητικό θεό από τη μια, και έναν αυταρχικό βασιλιά από την άλλη.
Η πόλη απουσιάζει. Δεν υπάρχουν οι Θηβαίοι στο έργο.
Και οι εξουσίες, όπως το θέτετε στο ερώτημα, δεν είναι ποτέ δίκαιες, είναι πάντα μεροληπτικές. Έτσι, δεν είναι;
-Ναι, και μοιάζει αναπόφευκτο το κακό για την πόλη, ό,τι και να συμβεί…
Το κακό είναι αναπόφευκτο, αλλά αυτό δε συναντάται μόνο στις Βάκχες. Είναι και ο Ιππόλυτος έτσι. Η Αφροδίτη τιμωρεί με πάρα πολύ κακό τρόπο τον Ιππόλυτο, γιατί την περιφρονεί. Ευριπίδης επίσης. Η περιφρόνηση του θείου εγείρει σκληρότατη τιμωρία. Όμως ο Ευριπίδης δε λέει «τιμάτε τα θεία». Προτρέπει τον κόσμο να δει τι γίνεται, πως συμπεριφέρονται αυτές οι εξουσίες. Δηλαδή θέτει ένα θέμα προς παρατήρηση, για στοχασμό.
Ωστόσο, στο έργο μιλάμε για μια εσωτερική σύγκρουση. Οπότε δε τίθεται θέμα εξουσίας Διονύσου – εξουσίας Πενθέα. Έτσι και αλλιώς, η πραγματική εξουσία είναι ο Κάδμος ως ιδρυτής της πόλης, ο οποίος έχει παραχωρήσει στον εγγονό του, όπως λέει ο Ευριπίδης, το κράτος. Ο Πενθέας έχει μόνο την τρέχουσα εξουσία στην διαχείριση του κράτους.
Αλλά, αυτό που συγκρούεται στην πραγματικότητα είναι η άρνηση ενός ανθρώπου να δει μέσα του τη διονυσιακή του πλευρά. Και η διονυσιακή πλευρά είναι η φύση. Αυτό ακριβώς που λέει ο Ευριπίδης και στον Ιππόλυτο: πως δεν μπορείς να παραγνωρίζεις τον έρωτα, δηλαδή τη ζωή.
Βέβαια, ο Ευριπίδης δεν κάνει φιλοσοφικό στοχασμό απλώς, κάνει και πολιτικό. Και έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε, ότι μιλάει για την αθηναίική δημοκρατία, που σε εκείνη την περίοδο, δεν είναι και στα καλύτερα της.
-Εκείνη την περίοδο είναι που έχει φύγει από Αθήνα, και έχει μετεγκατασταθεί στην Μακεδονία.
Λέγεται, πως οι τελετουργίες της περιοχής εκείνης, οι οποίες πολύ τον συγκίνησαν, τον συγκλόνισαν, ή τον ενδιέφεραν τέλος πάντων, τον έκαναν να θεωρεί πως σε αυτές υπήρχε πολύ γόνιμο δραματουργικό υλικό, το οποίο θα μπορούσε να το αξιοποιήσει για να μιλήσει για άλλα πράγματα. Γιατί, η δουλειά των τραγικών ποιητών ήταν αυτή· Να χρησιμοποιούν εξωγενές, μυθικό, μυθολογικό, ιστορικό υλικό, ώστε να μιλήσουν για το παρόν. Δηλαδή, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη σημερινή κατάσταση, και για αυτά που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον κόσμο, ο καλύτερος τρόπος είναι το παραμύθι και ο μύθος.
Το ίδιο θέμα των Βακχών έχει διαχειριστεί και ο Αισχύλος – από όπου μας έχει διασωθεί ένας μόνο τίτλος: «Πενθέας».
Επίσης, μη λησμονούμε ότι το έργο αυτό ανήκει σε μια τετραλογία, και όχι τριλογία. Άρα, δεν ξέρουμε ποια είναι τα άλλα θέματα που θίγονται.
-Άρα μένουμε πάντα σε ερμηνείες, και συζητάμε κρατώντας ένα ερωτηματικό. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε σα σχόλιο για το θεολογικό στοιχείο του έργου;
Ναι, πως το θεολογικό στοιχείο είναι απλώς ένα όχημα δραματουργίας. Δε μιλάει για τον Θεό, και πως αυτό που μας έχει μείνει είναι μια παράδοση του 19ου αιώνα, ή και πρωτύτερα. Δηλαδή οι «Βάκχες» έτσι μας παραδόθηκαν από τους αντιγραφείς και μελετητές. Οπότε, οι προσθήκες αυτές που υπάρχουν έχουν να κάνουν με το πώς τις διάβασαν οι αντιγραφείς αυτοί.
-Οπότε, θα έχουν βάλει και αυτοί το λιθαράκι τους…
Μόνο; Δηλαδή, αν σκεφτείτε ότι τα κείμενα αυτά δεν έχουν πρόσωπα – ποιος μιλάει, δεν ξέρουμε, υποθέσεις κάνουμε.
Παρόλο που είναι ένας Θεός που τιμωρεί, δεν είναι ο χριστιανικός Θεός, ελεήμων ή μη ελεήμων. Είναι μια Φύση στην πραγματικότητα, μια φύση που τιμωρεί, όπως τιμωρεί με τους καύσωνες, με τις πλημμύρες, με τις φωτιές. Ήρθε μια καταστροφή πέρυσι και κατέστρεψε μια ολόκληρη περιοχή στο Πήλιο. Τι είναι αυτό; Λένε η Φύση εκδικείται… ένας Διόνυσος δεν είναι; Και οι άνθρωποι λένε «από που ήρθε αυτό;» Από εσένα τον ίδιο ήρθε, που καταπάτησες το ρέμα. Έβαλες τα χέρια του και έβγαλες τα μάτια σου. Και περιμένεις τον Θεό; Απλώς ο Ευριπίδης τον ονομάζει Διόνυσο. Για να συνεννοηθούμε. Αλλά για αυτό μιλάει στην πραγματικότητα. Αν η αθηναϊκή δημοκρατία βάζει τα χέρια της και βγάζει τα μάτια της, δε θα έχει καλό τέλος, όπως και δεν είχε. Αυτό είναι δηλαδή. Αν δε το δούμε πολιτικά, θολώνει το τοπίο.
-Να μιλήσουμε και για τη σκηνή που η Αγαύη φέρνει το κεφάλι του Πενθέα στον πατέρα της, και εκείνος, ο Κάδμος, οφείλει να την κάνει να αναγνωρίσει την πράξη της.
Η σκηνή αυτή θεωρείται μια από τις δυσκολότερες και εμβληματικότερες στο παγκόσμιο ρεπερτόριο. Άλλοι θεωρούν πως είναι μια απαρχή της ψυχανάλυσης. Ως ηθοποιός προτιμώ να μη σκέφτομαι τίποτα από όλα αυτά. Και απλώς να προσπαθώ να πω τα λόγια του Ευριπίδη.
-Να αφήσετε το κείμενο να ακουστεί.
Ναι, και να δω τι θα συμβεί σε εμένα την ώρα που το λέω. Τι θα μου συμβεί όταν ακούω το κείμενο της Αγαύης. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αλλά αυτό συμβαίνει κάθε φορά διαφορετικά στην πρόβα, παρόλο που μπορούμε να διατηρούμε μια σταθερότητα, εννοώ σε χρόνους, σε ρυθμούς, σε απεύθυνση, όλα τα στοιχεία που χρειάζεται μια παράσταση. Παρόλα αυτά, κάθε φορά ακούω και κάτι διαφορετικό, όπως ακούνε και οι άλλοι από εμένα κάτι διαφορετικό. Επομένως, και την επόμενη φράση θα την εκφέρω διαφορετικά.
Ο ηθοποιός και ο θεατής: αυτοί οι δύο ξέρουνε καλά. Ο θεατής που ακούει ή προσλαμβάνει, γιατί δεν ακούει μόνο, δε βλέπει μόνο, του έρχονται πληροφορίες στο ασυνείδητο και από άλλα πράγματα, και ο ηθοποιός που λέει το κείμενο σε ανοιχτό χώρο. Τα κείμενα αυτά είναι κείμενα ανοιχτού χώρου, και επίσης πρόκειται για έναν προσωπιδοφόρο λόγο, δηλαδή είναι λόγος ο οποίος φοράει μάσκα. Μη το λησμονούμε αυτό. Δηλαδή, είναι γραμμένος έτσι ώστε να μην ξέρουμε τι κάνουν τα μάτια και το στόμα του ηθοποιού.
Αυτό που βλέπεις, και λέει «α, ήταν πολύ πειστικός», γιατί ήταν πειστικός; Γιατί τον είδε να κάνει κάποιες εκφράσεις με τα μάτια και το στόμα, αλλά αυτά τα λόγια είναι γραμμένα για να λέγονται με μάσκα, άρα δε με ενδιαφέρει, σου λέει ο Ευριπίδης, τι νιώθεις εσύ, ή πως είναι τα μάτια, ή το στόμα σου, με ενδιαφέρει τι θα ακούσει ο θεατής. Είναι όχημα δηλαδή ο ηθοποιός, και ως όχημα πρέπει να εκφέρει το λόγο, με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να πάει κατευθείαν εκεί που αποσκοπεί ο Ευριπίδης, στην ψυχή του θεατή, όχι στο μυαλό του. Όχι αισθητηριακά, δηλαδή στο τι βλέπει, ή τι ακούει ο θεατής, πρόκειται για κάτι βαθύτερο. Αυτό χρειάζεται να εξυπηρετεί ο ηθοποιός. Να γίνει μια μάσκα στην πραγματικότητα και να εκφέρει το λόγο. Πρέπει να περάσει η εκφώνηση, να διαρρήξει την αντιληπτικότητα της στιγμής.
Βλέπεις ένα ατύχημα, δεν καταλαβαίνεις τι έχει γίνει, αλλά το νιώθεις μέσα σου, στο στομάχι σου. Πρέπει να είναι τόσο πυκνό, ισχυρό, και τόσο να έχει υπάρξει η κατανόηση από τον ηθοποιό του ανθρώπινου στοιχείου.
Εδώ σπαράζουν δύο άνθρωποι. Τι θα πει πένθος; Δεν είναι ένα πένθος απλό. Είναι η μάνα που έχει σπαράξει το παιδί της. Τι να πενθήσει; Μοιάζει με κανένα πένθος αυτό; Δηλαδή, στην πραγματικότητα, η Αγαύη είναι “σαλεμένη”, «ψήλωσε ο νους της», που λέει ο Παπαδιαμάντης. Καταλαβαίνετε … εδώ χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση. Και δε μπορεί να εξηγηθεί λογικά τι κάνει η Αγαύη, ή ο Κάδμος. Γιατί και αυτός φταίει. Τι ενοχή να διαχειριστεί; Πώς να το πεις αυτό το πράγμα. Δεν πάει ανθρώπου νους, που λέμε. Πώς να το παίξεις αυτό; Δεν παίζεται, παρά μόνο με το να “είσαι” με έναν τρόπο.
Γι’ αυτό αν και είναι η δεύτερη φορά που κάνω τον Κάδμο, νομίζω και πάλι δε θα κατορθώσω να αποδώσω την τόσο συγκλονιστική σκηνή. Πάντα έχω ένα αίσθημα πως υπάρχει ένα έλλειμμα από μεριάς μου. Υπάρχει ένα πολιτισμικό έλλειμμα. Εγώ, εμείς δεν έχουμε περάσει πολέμους, δεν έχουμε βιώσει ακραία πράγματα, οπότε δε γνωρίζουμε και τι σημαίνει να φτάνει η ανθρώπινη κατάσταση σε ακραίο σημείο.
-Είναι κάπως άγνωστος αυτός ο χαρακτήρας.
Βεβαίως. Ένας που έχει βγει από το Άουσβιτς πώς να μιλήσει; Ή ένας που είναι στον πόλεμο και γίνεται κομμάτια ο διπλανός του; Μιλάω για τέτοιες συγκλονιστικές στιγμές. Είναι φοβερές στιγμές αυτές της ανθρώπινης ύπαρξης. Και βλέπετε πόσο βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν ο Ευριπίδης, και οι άλλοι τραγικοί, που μιλάνε για αυτές τις ακραίες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης. Άρα, έχουμε ένα έλλειμμα εδώ, μιας και δεν έχουμε βιώσει τέτοιες ακρότητες ανθρώπινου παραλογισμού. Και αν τις έχει ζήσει κάποιος δεν ξέρω πως μπορούν να τον βοηθήσουν στο θέατρο. Πάλι υπάρχει ζήτημα.
-Εκεί έχεις να διαχειριστείς ένα τραύμα.
Ακριβώς. Και ένας χορτάτος δε μπορεί να μιλήσει για έναν πεινασμένο. Μόνο ως φαντασία · και μπορεί να φανταστεί αν έχει εξοικειωθεί με την έννοια της έλλειψης, της απουσίας.
-Προσπαθείτε να μεγεθύνετε δικά σας βιώματα και να κάνετε πιο οικείο τον Κάδμο;
Εστιάζω στα πραγματικά θεατρικά στοιχεία, που είναι πως ένας πατέρας, και ιδρυτής της πόλης αυτής, ένα πολύ σημαίνον, μυθικό πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και ένας άνθρωπος, προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Αποδέχεται το μη τακτοποιημένο, και μετά ακολουθεί τη μοίρα του. Ο Κάδμος είναι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, κάποιος που πρέπει να φύγει από το σπίτι του, να ξεριζωθεί, να πάει αλλού, χωρίς να ξέρει που θα φτάσει, τι θα βρει, και να αρχίσει μια νέα ζωή. Και μάλιστα θα μεταμορφωθεί και σε φίδι.
Είναι αυτή η αέναη μετακίνηση, η αλλαγή του ανθρώπου. Αυτό είναι ένα στοιχείο για εμένα. Σήμερα το 2024. Η ανθρώπινη ύπαρξη. Να φεύγει ο άλλος από τον τόπο του που βομβαρδίζεται, να μπαίνει σε μια βάρκα και να μην ξέρει αν θα πατήσει στεριά. Θα φύγει όμως. Προτιμάει το θάνατο στο νερό, από τον καθημερινό θάνατο εκεί που είναι. Κάνει μια επιλογή δηλαδή. Στο έργο τον υποχρεώνει ο Θεός, θα μου πείτε, αλλά είναι μια διαδικασία αλλαγής, μεταμόρφωσης.
Αυτό που θα κρατούσα, είναι αυτό που λέει: Δε θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανά μου, δε θα ησυχάσω ποτέ. Είναι η ανθρώπινη μοίρα. Ησυχάζεις μισή ώρα, και μετά άντε πάλι.
-Πριν φύγουμε από τα της παράστασης, υπάρχει κάτι στο σκηνικό που σας έχει εντυπωθεί ιδιαιτέρως;
Έχει ενδιαφέροντα στοιχεία το σκηνικό. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη πύλη, που είναι ένα Π τεράστιο, που είναι ένας οίκος, μια πόρτα, ένα άνοιγμα. Και υπάρχουν και μικρά ομοιώματα ορεινών όγκων, σα βουναλάκια, ή σα νησιά. Είναι πολύ ωραία. Αυτά τα νησιά μπορεί να είναι άνθρωποι πεταμένοι, όπως είμαστε ως υπάρξεις στη ζωή.
Ο άνθρωπος στην ακραία του κατάσταση είναι ένα ον πεταμένο σε ένα νησί. Έτσι, αν είμαστε Οδυσσείς τα έχουμε καταφέρει, ενώ αν δεν είμαστε… την πατήσαμε.
Θα βρούμε τρόπο να φύγουμε από το νησί, αρκεί βέβαια να μη μας κάνουν και επαναπροώθηση!
-Έπειτα, θα ήθελα να ζητήσω το σχόλιο σας για το πόσο διαφορετικό είναι για έναν ηθοποιό να περιοδεύει με το Εθνικό Θέατρο, ή με το ΚΘΒΕ, αντί σε κάποια παράσταση ιδιωτικής παραγωγής – όπου οι συντελεστές έχουν να δώσουν έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό παραστάσεων σε διαφορετικά σημεία της χώρας.
Με το Εθνικό και το Κρατικό Θέατρο, με τα Κρατικά Θέατρα, τα Δημόσια, όπως πρέπει να είναι, οι συνθήκες εργασίες είναι αρκετά πιο ασφαλείς ως αναφορά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Διότι υπάρχουν συνεργάτες που εργάζονται για την παράσταση – τεχνικοί, για παράδειγμα, οι οποίοι συχνά απουσιάζουν στην ιδιωτική παραγωγή. Είναι πολύ λιγότεροι, και άρα εκεί τα πράγματα μπορεί να γίνονται και κάπως εκ των ενόντων.
Επίσης, το Δημόσιο Θέατρο δεν έχει απόλυτη ανάγκη επιστροφής των χρημάτων της παραγωγής, οπότε δε χρειάζεται να κάνει πολύ μεγάλη περιοδεία, η οποία επίσης κοστίζει. Βέβαια οι αμοιβές για τους νέους ηθοποιούς στο ιδιωτικό θέατρο είναι πάρα πολύ χαμηλές. Επίσης, μπορεί κάποιος να αμείβεται με ένα ημερομίσθιο, το οποίο αν βρέξει δε θα το πάρει. Οπότε, για τους νεότερους ηθοποιούς, κυρίως, είναι ντροπιαστικές οι αμοιβές.
-Με τις περιοδείες θεωρείτε πως γίνεται μια αποκέντρωση της πολιτιστικής δραστηριότητας;
Όχι, δεν είναι πολιτιστική αποκέντρωση οι περιοδείες. Οι περιοδείες είναι δουλειά των παραγωγών, οι οποίοι παράγουν ένα προϊόν για το κέρδος, ένα εμπορικό προϊόν. Αυτό δε συνιστά πολιτιστική αποκέντρωση, γιατί πολύ απλά αν δεν είχαν κέρδος δε θα συνέβαιναν.
Πολιτιστική αποκέντρωση θα σήμαινε να λειτουργούν τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα, να επιχορηγούνται από τη φορολογία μας. Αλλά, το κράτος πρέπει να επιλέξει που θα τα δώσει. Είναι θέμα πολιτικής επιλογής δηλαδή. Όταν υποχρηματοδοτούνται τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα δεν μπορούν να κάνουν παραγωγές… Χρειάζεται να στηριχθούν πάρα πολύ τα Δημοτικά Θέατρα, όπως και τα Κρατικά. Διότι με τη μείωση επιχορήγησης ίσα που καταφέρνουν να πληρώσουν τα έξοδά τους. Και αυτό, μην ξεχνάτε πως οδηγεί σε συγκεκριμένες επιλογές. Όταν ένα ΔΗΠΕΘΕ έχει 30.000, ή 40.000, 50.000€ το χρόνο, δε μπορεί να κάνει μια παραγωγή μεγάλη, θα κάνει μονολόγους, ή παραγωγές με 2-3 άτομα. Αυτό ορίζει ρεπερτόριο, ορίζει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Αν μιλάμε σοβαρά για την πολιτιστική αποκέντρωση οφείλουμε να μιλήσουμε για στήριξη των τοπικών πολιτιστικών φορέων. Όπως είχε πρωτογίνει ο θεσμός με τον Μικρούτσικο με τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Μετά ήρθαν οι κρίσεις, ήρθαν αυτά, κόπηκαν τα χρήματα και τελείωσαν όλα.
Αυτό με τα ΔΗΠΕΘΕ θα ήταν και μια λύση και για τους καλλιτέχνες που είναι στην Αθήνα, οι οποίοι διαγκωνίζονται ποιος θα μπει που. Αλλά και για τους σκηνοθέτες, και για τους άλλους εργαζόμενους στις διάφορες ειδικότητες του θεάτρου.
Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή
Διαβάστε επίσης:
ΦΑΕ 2024: Βάκχες, του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου