Τα Θεωρήματα, η έκθεση που χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα και συνεργατικό πνεύμα, όπως και από τη δυνατότητα να προβάλλονται πολλές και διαφορετικές απόψεις της σύγχρονης ελληνικής τέχνης μέσα από τις επιλογές του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, αποτελεί ντοκουμέντο της εγχώριας καλλιτεχνικής παραγωγής και φέρει τη μορφή μπιενάλε σύγχρονης τέχνης.
Φέτος το θέμα ήταν μία πρόκληση από μόνο του: η Ιστορία. Πώς αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος καλλιτέχνης την ιστορία; Πώς την ερμηνεύει; Πώς ερμηνεύει τις ερμηνείες της; Τι εργαλεία χρησιμοποιεί; Αν και πώς εμπλέκει ο καλλιτέχνης το δικό του ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο σε αυτή ή και ποιους τρόπους κριτικάρει, αμφισβητεί ή διαρρηγνύει τα ισχύοντα αφηγήματα; Αυτές είναι κάποιες από τις ερωτήσεις που αναπτύχθηκαν μέσα στην καλλιτεχνική κοινότητα και εκφράστηκαν με πολλαπλά μέσα και μορφές στην έκθεση.
Η πρόκληση της επιμέλειας ήταν η έρευνα κοινού εδάφους επικοινωνίας και διαλόγου ανάμεσα σε 50 έργα καλλιτεχνών που επέλεξαν οι Έλληνες θεωρητικοί τέχνης και μέλη της AICA Hellas. Μέσα από αυτόν τον διάλογο αναπτύχθηκαν ξεχωριστές θεματικές ενότητες όπως συστάδες έργων με κεντρικό πυρήνα στιγμές της Ελληνικής ή Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ή έργα που πραγματεύονται τη σχέση της τέχνης με την ιστορία της, ενώ αλλού πηγές δημιουργίας ξεπηδούν από στοιχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί ως διαχρονικά σύμβολα ιστορικής μνήμης όπως ο κίονας ή η λαιμητόμος.
Ελευθερία και Εγκλεισμός
Δεν θα αποτολμήσουμε τη συνήθη γραμμική διαδρομή της ιστοριογραφίας μέσα από οπτικοποιημένα ιστορικά γεγονότα, αλλά θα περιηγηθούμε παλινδρομικά μέσα στην έκθεση για να ανακαλύψουμε τις αναπάντεχες συναντήσεις σε μία ενιαία κινηματογραφική αφήγηση.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ένα κοριτσάκι με σχολική ποδιά και ασφυξιογόνα μάσκα υποδέχεται τους θεατές, και πίσω του ξεδιπλώνεται μία κλινικά λευκή σχολική τάξη. Η ανελεύθερη, απρόσωπη νέα συνθήκη του κατασταλτικού φόβου την εποχή της καραντίνας το 2020, συναντά το τρόμο του 1940 για το blitzkrieg του Λονδίνου, όπου η ελεύθερη ανάσα γίνεται και πάλι το διακύβευμα στο έργο «Ασφυξιογόνα», 2016-2020, της Ερατούς Ταγαρίδη (επιμέλεια Φαίη Τζανετουλάκου).
Μπροστά από αυτή τη σχεδόν άυλη εγκατάσταση, ορθώνεται το ασφυκτικά κλειστό ξύλινο ορθογώνιο κουτί «Πράγμα άλλο» του Φίλιππου Βασιλείου (επ. Χριστόφορος Μαρίνος), όπου το μόνο ορατό σημείο είναι τα στρατιωτικά άρβυλα που φαίνονται στο ανοιχτό κάτω μέρος. Λόχος στρατού ή αιχμάλωτοι σε ομηρεία, δούρειος ίππος ή κελί κράτησης, η επιβολή, η τρομοκρατία, ο εγκλεισμός είναι το κοινό έδαφος στα δύο αυτά έργα.
Πληγές στο κορμί αυτού εδώ του τόπου οι εμφύλιες συρράξεις που αιμορραγούν από τον αραχνοΰφαντα υφασμένο με κλωστή και δάκρυα κρεμάμενο χάρτη της Ελλάδας στο έργο από μεταλλικό νήμα της Αννίτας Αργυροηλιοπούλου «’46-‘49», (επ. Λένα Κοκκίνη). Σε έναν αντίστοιχο συμβολικό χάρτη, στα Λευκά Όρη της Κρήτης, χαρτογραφούνται οι διαδρομές από τις γυναίκες της Αντίστασης που διηγούνται τις ιστορίες τους μέσα από βίντεο, βιβλία και την υποβλητική τελετουργική περφόρμανς επούλωσης της μνήμης στο αμφιθέατρο του ΕΜΣΤ της Ελένης Τζιρτζιλάκη, «Memoria, Γυναίκες στο Βουνό» (επ. Μπία Παπαδοπούλου). Η χαρά της δημιουργίας και συνέχισης της ζωής ωθεί τις γυναίκες στην πρώτη γραμμή μίας απονενοημένης επαναστατικής πράξης για ελευθερία, που εκφράζεται με τις δραματοποιημένες προσωπικές τους αφηγήσεις, αρχειακό υλικό από πηγές της εποχής, και με τα διαφανή βακχικά υδατοχρώματα των γυναικείων ψυχών που «μεταμορφώθηκαν σε ματωμένα αγρίμια, άνθη, πουλιά».
Στην ίδια χρονική περίοδο αναφέρεται και ο μεγάλος ζωγραφικός καμβάς της Ειρήνης Διάδου (επ. Λένα Κοκκίνη) «Ένας Τάφος στα Σύννεφα», με τις γυρτές μα ευθυτενείς γραμμές που ορθώνονται σε στάση ικεσίας στον ουρανό για να θυμίσουν λυρικά, σπαραχτικά, μα και προειδοποιητικά για ενδεχόμενη επανάληψη της στους ζοφερούς καιρούς που διανύουμε, την αποτρόπαια στιγμή της σύγχρονης ιστορίας, το Ολοκαύτωμα.
Διαγωνίως της αίθουσας, από παρόμοιο υλικό πλέξης με τον χάρτη της Ελλάδας, ορθώνεται σαν τρισδιάστατο σχέδιο το γιγάντιο πυρηνικό μανιτάρι «Reminder of Destruction–Loving Life» της Γεωργίας Δαμοπούλου (επ. Λίνα Τσίκουτα) που σπαραχτικά συνδιαλέγεται με το αίσθημα της ασφυξίας που απορρέει από την εγκατάσταση της Ταγαρίδη.
Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή κοινότητα βαυκαλίζεται για την υποτιθέμενη επιτυχημένη ένωση της και κοιμάται τον ύπνο της λήθης ακουμπώντας σε ελαφρά μαξιλάρια με τα ονόματα των κρατών-μελών, επάνω όμως σε τραχιές τσόχινες στρατιωτικές κουβέρτες στο επιτοίχιο έργο «Europa, Κράτη-Μαξιλάρια» του Γιώργου Χαρβαλιά (επ. Μπία Παπαδοπούλου). Η ίδια κοινότητα μένει εξίσου απαθής στο να επιτρέπει να υπάρχουν ντροπιαστικοί φράχτες με απαγορευτικές πινακίδες «No Photographs Should be Taken Beyond This Point» στην πράσινη γραμμή της Κύπρου που τέμνουν το τοπίο και εμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση για 46 χρόνια, όπως μαρτυρούν οι ψυχρές μεταλλικές επιγραφές της Κλίτσας Αντωνίου (επ. Αντώνης Δανός), ως ένα ακόμα μνημείο συνοριακού αποκλεισμού.
Τον διαρκή φόβο της καταστολής μέσα σε μία επίπλαστη δημοκρατική συνθήκη πραγματεύεται ο Νίκος Γιαβρόπουλος στην βιντεοεγκατάσταση «Αθήνα, 2.450 χρόνια μετά» (επ. Κωνσταντίνος Μπάσιος). Δανειζόμενος/ appropriating τις στάσεις των σωμάτων στα ανθρώπινα συμπλέγματα από τις μετόπες της νότιας πλευράς του Παρθενώνα, με αντιπαραβολή της σύγχρονης βιντεοπροβολής επάνω στο αρχαιοελληνικό σχέδιο, ο καλλιτέχνης στηλιτεύει την καταχρηστική άσκηση εξουσίας των, αρχαιοελληνικά γυμνών, σωμάτων ασφαλείας για την επικράτηση όχι του νομιμότερου αλλά του δυνατότερου.
Μετακινήσεις Πληθυσμών
Ο Γιώργος Τσεριώνης, μέσα από είκοσι συνθέσεις στην ενότητα «Mature Topography» (επ. Μπία Παπαδοπούλου) επιλέγει αλγεινά στιγμιότυπα της αντι-ηρωικής ιστορίας και τα υφαίνει με την τεχνική του οριγκάμι ώστε οι καλοί και οι κακοί να εμπλέκονται σε μία αφήγηση χωρίς νικητές και ηττημένους. Στελέχη εταιριών ‘εναγκαλίζονται’ με αυτόχθονες του Αμαζονίου, όταν κάπου αλλού, άνθρωποι σε διαρκή μετακίνηση, εκδιωκόμενοι λόγω των συνθηκών, πορεύονται σε μία no man’s land, την ίδια στιγμή που ηγέτες υπερδυνάμεων, ο Γιέλτσιν και ο Κλίντον εν προκειμένω, χαριεντίζονται έχοντας ήδη μοιράσει τα λάφυρα, όπως κάποτε ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν επάνω στο διάσημα ‘πονηρό’ κομμάτι χαρτιού.
Εν τω μεταξύ, σε μια γη χωρίς όνομα, εκεί που αποφασίστηκε ότι εξυπηρετεί να γίνει για κάποιους ο υγρός απρόσωπος τόπος του χαμού τους, βολοδέρνει το κουφάρι ενός πλοίου στο βίντεο «13/8, 5:40 πμ» του Άγγελου Αντωνόπουλου, (επ. Μιλτιάδης Παπανικολάου) και ταλαντεύεται σαν άψυχο σώμα κι αυτό ανάμεσα στο μεγαλύτερο ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης απ’ αρχής της ανθρώπινης ιστορίας. Το βίντεο συνυπάρχει με ένα δεύτερο έργο, τον «Εγκλεισμό», μία μαύρη κλειστή κατασκευή, που προσομοιάζει την μπούρκα και θυμίζει ότι οι γυναίκες είναι διαχρονικά οι δέκτες των μεγαλύτερων εγκλημάτων σε καιρούς πολέμων και ανελευθερίας. Σε αυτή την θάλασσα που από αγκαλιά έγινε σύνορο και φέρετρο, ένα κονκλάβιο από φιγούρες με τηβέννους, «Θεατές/θραύσμα» του Παντελή Λαζαρίδη, (επ. Φαίη Τζανετουλάκου) ατενίζουν το δράμα των μικρών Αϊλάν και των χαμένων μονών παπουτσιών δίχως το παραμικρό συναίσθημα καθώς η ομήγυρης αποτελείται από ακέφαλα ανδρείκελα. Μπροστά τους σε μία ψηφιακή ψευδο-οθόνη τα ΜΜΕ παρουσιάζουν/κατασκευάζουν μία σκηνή βασανιστηρίου με σκοπό να αδρανοποιεί, να απευαισθητοποιεί και να αποτραχύνει διαρκώς την ενσυναίσθηση.
Την αποτύπωση του εφήμερου συμβάντος ως σύγχρονο οπτικό εναλλασσόμενο θραύσμα πληροφορίας από τα πολλαπλά μέσα επικοινωνίας, που πάνω του δομείται αλλά και ισοπεδώνεται η ιστορία, όπου το Υψηλό συναντά το μπανάλ και η ομορφιά την ανείπωτη βία, επιχειρούν με την πολυεπίπεδη τεχνολογική κατασκευή «Gridfields», σαν ένα συνεχόμενο αναλογικό newsreel, ο Μάκης Φάρος και η Ζωή Πυρίνη (επ. Άννα Χατζηγιαννάκη). Συχνά τα σκοτεινά μονοπάτια της ιστορίας ενίοτε φωτίζονται από τους άλικους ιριδισμούς του αίματος, όπως στα γνωστά και αγαπημένα από προηγούμενη κοινή μας παρουσίαση φωτεινά κουτιά «Σχέδια Πολέμου» του Μάριου Σπηλιόπουλου, (επ. Βάσια Καρκαγιάννη-Καραμπελιά), που εμπνέονται από τα «Δεινά του Πολέμου» του Γκόγια μεταφρασμένα την περίοδο του πόλεμου του Περσικού Κόλπου και με αναφορές στο βιβλίο της Suzan Sontag “Regarding the Pain of Others” επάνω στη σημασία των εικόνων που αποτυπώνουν τη φρίκη του πολέμου.
Η Προπαγάνδα ως Τέχνη
Η πολυκύμαντη πρόσφατη Ελληνική ιστορία, και λόγω του ότι η Ελλάδα του 20ου αιώνα αποτελεί ένα σχετικά νεότευκτο κράτος, προσφέρει ανοιχτό πεδίο για αναστοχασμό για νέες ερμηνείες μέσα από την κριτική, την αναθεώρηση και ενίοτε την αποδόμηση κραταιών ιδεών που κατασκευάστηκαν για να λειτουργούν σαν συνδετικός ιστός της μυθοπλασίας ανόμοιων μεταξύ τους ιδεολογιών, αξιών, αναγκών και προσμονών στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, στη συλλογική και ατομική μνήμη. Τα ηρωικά αφηγήματα προφορικής ιστορίας χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον ειδικά από καθεστώτα που πρότασσαν ως ιερό δισκοπότηρο μία διαστρεβλωμένη ιδέα του έθνους για να εξυπηρετήσουν την ανάγκη για επιβολή ελέγχου και την καταστρατήγηση των ατομικών ελευθεριών, σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας και της ζωής.
Η τέχνη γίνεται πεδίον δόξης λαμπρό για να αποτελέσει άθελά της στήριγμα μιας επιμελώς σκηνοθετημένης προπαγάνδας, όπως απεικονίζεται στο βίντεο της Μαρίνας Γιώτη «Το Κρυφό Σχολειό», (επ. Σωζήτα Γκουντούνα), το οποίο παρουσιάστηκε στην Ντοκουμέντα 14 στο Κάσελ. Με έναυσμα το ομώνυμο έργο του 1885 από έναν δημοφιλή εκπρόσωπο της Σχολής του Μονάχου, τον Νικόλαο Γύζη, δημιουργείται, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μία ταινία μικρού μήκους με κέντρο τον γνωστό ζωγραφικό πίνακα, ‘εμψυχωμένο’, με σκοπό, μέσα από το ζωντάνεμα του, να οπλίσει το εθνικό αίσθημα απέναντι σε όποιον επιχειρήσει να το απειλήσει. Η εξιδανικευμένη προφορική παράδοση του Κρυφού Σχολειού, η οποία είθισται να παρουσιάζεται ως θέσφατη πρακτική στα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής, εδώ επαναχρησιμοποιείται ως πυλώνας της ιδεοληψίας που εξέφραζε το μότο ‘Ελλάς ελλήνων χριστιανών’. Η Ελένη Λύρα με τα «Παιδιά της Ρέας» (επ. Στρατής Πανταζής) επιχειρεί τη δική της αναπαράσταση μιας αντίστοιχης ιστορίας, φορτώνοντας ένα καρότσι με ομοιώματα μικρών παιδιών και τοποθετώντας τα σε μία κρύπτη όπου σύμφωνα με το θρύλο προστάτευαν τα παιδιά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Ανατρέποντας τον προβαλλόμενο εαυτό της ιστορίας μέσα από την ανατροπή της ηρωικής της θέασης είναι το αντικείμενο έρευνας της Έρσης Βενετσάνου (επ. Εμμανουήλ Μαυρομμάτης). Στην πολυεπίπεδη εγκατάσταση «Ανατροπή» η θέαση της Γαλλικής ιστορίας μέσα από τα μάτια του νέο-κλασικιστή David, που προσεταιρίστηκε όλα τα καθεστώτα κατά τη διάρκεια των ταραγμένων χρόνων της επανάστασης, όπως ηρωοποίησε και τον Marat δολοφονημένο στο μπάνιο του, ανατρέπεται από τα κιβώτια με τις στάχτες των ηρώων στο Πάνθεον και τον διάσημο πίνακα να στάζει αίμα θυμίζοντας τις πεταμένες προτομές του στους υπονόμους του Παρισιού από τους πρώην οπαδούς του.
Το «Μνημείο για τους Προδομένους Ήρωες» του Νίκου Παπαδημητρίου, (επ. Λίνα Τσίκουτα) αποτελεί ίσως το πιο μελαγχολικό σχόλιο σε σχέση με τα ηρωικά αφηγήματα που γαλούχησαν γενιές, όταν ένας μικρός μπρούτζινος ακέφαλος καβαλάρης φορά κουκούλα μπροστά από το βουτηγμένο σε ηρωικές αναφορές αυτοθυσίας, με τη νίκη ως αυτοσκοπό όποιο κι αν είναι το διακύβευμα, λάβαρο της Μάνης, ενώ μπροστά τους, σε πολυτελή μπλε κυανή έκδοση, αναπαύονται όλα τα μνημόνια.
Μία άλλη ιστορία ανείπωτης προδοσίας αφηγείται ο Άγγελος Σκούρτης στην εγκατάσταση του «Αναζητώντας Χαλκό…Αναφορά στον Μπρέχτ» (επ. Άρτεμις Καρδουλάκη). Με αναφορά το ομώνυμο αλληγορικό κείμενο του Μπρέχτ που περιγράφει τον επισκέπτη μίας συναυλίας που δεν επιθυμούσε να ακούσει μουσική αλλά να αγοράσει χαλκό, ο Σκούρτης συνθέτει τις δύο οικονομικά πιο δυσμενείς ιστορικές περιόδους, τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την εποχή των μνημονίων, με συνδετικό κρίκο την σκληρότητα της προσωπικής ιστορίας της οικογένειας που αναγκάστηκε να πουλήσει αντικείμενα αξίας σε μαυραγορίτη μόνο για να πάρει αντάλλαγμα λίγη χαλασμένη τροφή μαζί με την απαξιωτική ρήση ‘έτσι κι αλλιώς θα πεθάνετε’. Ένα έργο-πραγματεία της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης ανάγκης για επιβίωση εις βάρος της αλληλεγγύης.
Το Αρχείο ως Καλλιτεχνικό Μέσο
Η Μαρία Χατζηνικολάου με τη ρήση της Κλυταιμνήστρας «Να στρώσετε μπροστά του τα χαλιά/ να γίνει ο δρόμος κόκκινος» (επ. Μάγδα Κουμπαρέλου), έχοντας ερευνήσει το ιστορικό πλαίσιο γύρω από την επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Β το 1938 στη Μαγνησία, στήνει ένα αλληγορικό σκηνικό όπου, πάνω στο εγχάρακτο με πυρογραφία ξύλινο χαλί, πρωταγωνιστούν η ύβρις και η άλικη νέμεσις, σε ένα ειρωνικό homage ‘επιδαπέδιας’ εξουσίας και οσφυοκαμψίας.
Άλλος ένας καλλιτέχνης που ξεκινά με βάσεις τη στιβαρή γνώση της νεώτερης ιστορίας και την ενδελεχή προσήλωση στην αξιοποίηση ιστορικών αρχείων, ο Κώστας Τσώλης (επ. Κώστας Χριστόπουλος), παρουσιάζει μία ‘μουσειακή’ προθήκη με τα «Βιβλία του καλλιτέχνη», τους τόμους οικονομικής πολιτικής και νομικών κωδίκων όπου επικάθονται ως παλίμψηστα και εμπλέκονται τα αληθινά γεγονότα με τα επαναλαμβανόμενα ‘secret and lies’ της ανεπίσημης αφήγησης της ιστορίας, μαζί με τις χειρονομιακές επιλογές του καλλιτέχνη να παρεμβαίνουν καίρια, διαμορφώνοντας έτσι ένα πλούσιο σε αναγνώσεις ‘ολιστικό’ ιστορικό ανάγλυφο της νεώτερης Ελλάδας. Ο Αντώνης Χουδαλάκης (επ. Διονυσία Γιακουμή) στα επιτοίχια έργα με θέμα τις πολλαπλές καταγωγές του παππού του, αλλά και σύγχρονα γεγονότα όπως η απόπειρα δολοφονίας του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ‘πλέκει’, με επάλληλες στρώσεις χαρτιού και μελάνι, φωτογραφίες σε μία προσπάθεια αναθεώρησης του αρχείου και μαζί των στερεοτύπων και των προσδοκιών, που διαφαίνονται ‘μέσα από τις γραμμές’ και στις λεπτομέρειες τους. Αρχειακό κατά βάση και το artist book σαν ενωμένες καρτ-ποστάλ ‘ακορντεόν’ «Το Ταξίδι μιας Τελείας» του Κύριλλου Σαρρή (επ. Νίκη Παπασπύρου), πιάνει το νήμα της ιστορίας πιο πίσω, στην Κοπή των Ερμών κεφαλών την παραμονή της Σικελικής Εκστρατείας, και συλλογίζεται την αναστροφή της έμφασης ή και της παρα-ποιητικής απόδοσης και συναισθηματικής πρόσληψης των γεγονότων όταν αλλάζουν θέση σημεία στίξης όπως η τελεία.
Σημείο στίξης αποτελεί και η πολύχρωμη σύνθεση από διεθνή σύμβολα του Ναυτικού Κώδικα Σημάτων, του Δημήτρη Ζουρούδη, (επ. Νίκη Παπασπύρου) με τίτλο «Preludium to Europe», με σκοπό να κωδικοποιήσει το ποίημα «Europe: a Prophecy» του William Blake, ενός κρυπτικού καλλιτέχνη που η αποκρυπτογράφηση των κειμένων και των έργων που είχε δημιουργήσει για το τότε αισιόδοξο σύμβολο μιας ηπείρου κοιτίδας του Διαφωτισμού και της Δημοκρατίας, τώρα διαβάζονται με νοσταλγία, μέσα στην απατηλά ενωμένη γηραιά ήπειρο, συσπειρωμένη γύρω και διαβρωμένη από το κέρδος.
Σημεία στίξης μέσα στην ιστορία του πολιτισμού μπορεί να θεωρηθούν οι ευθυτενείς εβένινοι «Κίονες» του Γιώργου Λαζόγκα (επ. Άρτεμις Καρδουλάκη) που θυμίζουν τα εξπρεσιονιστικά μοναχικά σινιάλα του Σαραφιανού και του Franz Kline, αλλά και πλησίον ο ευλύγιστος πύργος «Flex Tower», ‘ένα παρατηρητήριο ευέλικτης ιστορίας’ από τον Αλέξανδρο Μ. Pfaff (επ. Μαρία Αγγελή). Σημείο αφετηρίας και αναφοράς της ιστορικής ερμηνείας είναι το έργο «Εσύ» της Εύης Κυρμακίδου (επ. Εμμανουήλ Μαυρομμάτης) με το χέρι που δείχνει προς διαφορετικές κατευθύνσεις, προβάλλοντας τις πολλαπλές εκδοχές μιας αφήγησης όπου καθρεπτίζεται σε αντικρυστά κάτοπτρα και διαθλάται η πραγματικότητα.
Ο Αποκεφαλισμός ως μια εκ των Καλών Τεχνών (μετά τον De Quincey)
Όποιος δεν οραματίζεται την παγκοσμιοποιημένη, ομογενοποιημένη της νέα τάξη πραγμάτων αποκόπτεται από το επιτήδεια συρραμμένο ‘σώμα’ της, όπως αποκόπηκε στις απαρχές αυτής της κοσμοθεωρίας, και το «Κεφάλι του Άρη Βελουχιώτη», που αποτυπώνει το λεπτοφυές περίγραμμα από μόλις επτά, μα ουσιαστικές γραμμές ακριβείας, σε ένα πορτραίτο ψυχής όπου εξαϋλώνεται όλη η τραχύτητα του αγώνα για ελευθερία, από τον Ηλία Παπαηλιάκη (επ. Λίνα Τσίκουτα). Η λαιμητόμος στη απόκοσμα γαλαζωπή νυχτερινή ζωγραφική σύνθεση «Till Death Comes» της Φωτεινής Πούλια (επ. Άρτεμις Καρδουλάκη) βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής, για να μας υπενθυμίσει την αντίστιξη της δύναμης που οπλίζει τα χέρια αυτού που θα αποφασίσει για την αφαίρεση μίας ζωής και την ασημαντότητα αυτής της ζωής μπροστά στην απόλυτη εξουσία, αναλογιζόμενοι το Πείραμα του Μίλγκραμ. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια το μικρό τελάρο με το βουλωμένο αυτί, για να μην ακούγονται οι κραυγές μα και τα επιχειρήματα του εξουσιαζόμενου. Ιστορικά η «Πρώτη Καρατόμησις» οπτικοποιείται περιγραφικά από την εικαστική απόδοση σε ξύλο του κειμένου που τυπώθηκε στην Κέρκυρα το 1891 και που αναφερόταν στην ιστορία και στο τέλος του ‘κακούργου Καλαντζή’, και του ξύλινου βάθρου με την κεφαλή και τον επεξηγηματικό τίτλο «Βωμός: άφησε το κεφάλι του και έφυγε. Η κίνηση επαναλαμβάνεται καθημερινά», από τον Κωστή, (επ. Κωνσταντίνος Μπάσιος). Αυτός ο αναλογισμός της επαναληπτικής κίνησης του αποκεφαλισμού δημιουργεί μία ανησυχητικά αναπόδραστη σκοτεινιά που βρίθει προπατορικών τύψεων και επερχόμενης τιμωρίας, όπως κάθε φόβος που εργαλειοποιείται για να τηρηθεί ο νόμος και η ευταξία.
Στον απόηχο του θρήνου, τα επιτύμβια έργα του Τάσσου Τριανταφύλλου «Αποτύπωμα-Τάφος» (επ. Βάσια Καρκαγιάννη Καραμπελιά) με την τεχνική του frottage επάνω από επιτύμβιες πλάκες με Καραμανλίδικη γραφή από τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής στην Κωνσταντινούπολη, γίνονται memento mori ενός μείγματος πολιτισμών που χωράει στη ζυγαριά της ζωής, σαν σφραγιδόλιθοι οι ίδιοι του αναπόφευκτου, σαν πένθιμα λεξικά του επέκεινα.
Προσωπικές Μαρτυρίες, Κοινές Ιστορίες
Ο χρόνος καταγράφεται και αξιολογείται από βάση τις εγγραφές του ανθρώπου επάνω του. Η ιστορία δημιουργείται από τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που ο χώρος διαμορφώνεται από την ανθρώπινη παρουσία. Η Γεωργία Σαγρή (επ. Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος) στη βιμτεοπερφόρμανς «Semiotics of the Household» οικειοποιείται το δημόσιο χώρο μέσα από την επαναλαμβανόμενη άσκηση της απόθεσης των προσωπικών της αντικειμένων σε δρόμο μιας μεγαλούπολης όπως η Νέα Υόρκη, διαρρηγνύοντας τα όρια μεταξύ τα εν οίκω και εν δήμω, δημιουργώντας το άβολο συναίσθημα της συνειδητοποίησης της ανελεύθερης καθημερινότητας που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος που διάγει ηθελημένα μέσα σε χωρικά «κυτία» επίπλαστων αξιών και καθηκόντων. Στον δημόσιο χώρο εστιάζει και η Ελίζα Σόρογκα (επ. Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος) στο βίντεο «Γυναίκες σε Αγωνία», ο οποίος χρησιμοποιείται όχι ως τόπος φιλοξενίας ή ανθρώπινης συνεύρεσης μα ως δίοδος μεταξύ παραγωγικών και καταναλωτικών μοντέλων μιας σύγχρονης βιομηχανοποιημένης αστικής διαβίωσης.
Η κραυγή επάνω σε νησίδα στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου στο Λονδίνο μίας ομάδας γυναικών ομοιόμορφα ντυμένων με τσάντες από ψώνια, είναι το ουρλιαχτό της αποδόμησης μιας κοινωνίας κατασκευασμένης επάνω στο στερεότυπο της επιτυχίας. Το ρούχο ως κοινωνικό ‘δέρμα’ που βρίθει ερμηνειών είναι το θέμα της Γιούλας Χατζηγεωργίου (επ. Αντώνης Δανός), όταν η ποδιά του προηγούμενου αιώνα και σύμβολο μιας εργατικής ταξικότητας, γίνεται «Υπόσχεση» και πλουμίζεται από χίλια σχεδόν τάματα σε σχήμα μικρού χεριού, που απλώνουν το δικό τους βραχίονα στη χειρωνακτική εργασία, στη γυναικεία χειραφέτηση και γίνονται τάμα και προσευχή. Σαν παλίμψηστα τάματα φαντάζουν οι «Πόλεις-Λαβύρινθοι, Χαρτογραφίες» στα χαρακτικά επιτοίχια της Βίκυς Τσαλαματά (επ. Διονυσία Γιακουμή), πόλεις ιδεογράμματα, που εν’ αντιθέσει με τις μεγαλουπόλεις που προαναφέραμε, ο χρόνος εδώ φέρει μια πατίνα σεβασμού αλλοτινών μα τώρα πεσόντων μητροπόλεων και εναγκαλίζεται μέσα στο χώρο με τις εγγραφές του ανθρώπου, μέσα από τη μορφολογία των ναόσχημων τάφων των νεκροπόλεων της αρχαίας Λυκίας.
Μία ‘απαλή’ και ‘ζωική’ καταβύθιση, όχι τόσο στις ψυχρές περιγραφές της ιστοριογραφίας όσο στα θερμά, παγανιστικά μονοπάτια της βουκολικής παράδοσης κάνει η εγκατάσταση από φλοκάτη, ξύλο, σίδερο και κολοκύθα, «Μα…γιατί πρέπει να αγαπάμε τα ζώα;» του Γιώργου Τσακίρη (επ. Μιλτιάδης Παπανικολάου), ο οποίος στο έργο του χρησιμοποιεί συχνά το φυσικό στοιχείο σε αντιπαράθεση με τον σύγχρονο βιομηχανοποιημένο τρόπο ζωής, όπως και το πως αυτή η γνώση εργαλειοποιήθηκε από τη νέα παγκοσμιοποιημένη συνθήκη, για διαφορετικούς λόγους από τους αρχικούς της σκοπούς.
Εδώ η παραδοσιακή φλοκάτη μπαίνει στον τοίχο ως πολύτιμο tapestry μα στη βάση του μία κολοκύθα σε σχήμα φαλλού ανατρέπει με σαρδόνιο χιούμορ την αστική λαγνεία του ‘χωριάτικου ως εξωτικού’. Μέσα από μία περισσότερο pop απόδοση των παραδοσιακών διακοσμητικών μοτίβων, ο Αριστείδης Λάππας (επ. Σωζήτα Γκουντούνα) στο πολύχρωμο ζωγραφικό έργο «Byzas», εμπνέεται από τα πρωτότυπα μοτίβα της Βυζαντινής θεοκρατικής τέχνης και δημιουργεί μία νέα γραφή ημι-αφηρημένων σχηματικών συνθέσεων σε ένα αρμονικό παιχνίδισμα. Με τον ήχο ως θέμα και ειδικά την ποιητική του πρόσληψη από τον Κώστα Βρούβα (επ. Εμμανουήλ Μαυρομμάτης) αντηχεί ο «Ήχος του Γκογκ», όπου ένα γιγάντιο γκόγκ που δεσπόζει στην αίθουσα και μια σειρά σχεδίων των ταλαντώσεων στους τοίχους, μας μεταφέρουν πίσω στο χρόνο όταν ο ήχος είχε ‘σωματική’ δομή και ρώμη, ήταν σχεδόν υλικός και όχι εικονικά ψηφιακός.
Χνάρια και Περάσματα
Όποτε η απάθεια και το τέλος της λογικής πλάθουν τέρατα σύμφωνα με τον Goya, καταφθάνουν απειλητικά τρωκτικά στα χρώματα ματωμένων εθνοσήμων «Carpent tua nepotes» από τον Δημήτρη Αληθεινό (επ. Μιλτιάδης Παπανικολάου).
Οι «Μαύροι Πίνακες» του Goya εμπνέουν την εγκατάσταση με βίντεο και ζωγραφική «Can the darkness condemn the light?», της Μαίρης Χριστέα (επ. Τάσος Κουτσουρής), ένα έργο απόκοσμο, Βαγκνερικό, σαν το δυνητικό εσωτερικό του «Νησιού των Νεκρών» του Böcklin. Άνθρωποι περιτυλιγμένοι σε ένα εσχατολογικό Rebrandtesque chiaroscuro μοιάζουν να περιμένουν τις αποφάσεις που θα κρίνουν τη συνέχεια της ύπαρξης τους. Το ενδεχόμενο μίας κατεύθυνσης-εξόδου κινδύνου πιθανόν να μας υποδεικνύει το βέλος στον «Περίπατο» της Πελαγίας Κυριαζή (επ. Σπύρος Πετριτάκης), όταν σε αυτήν την πορεία του ανθρώπου-αρχιτέκτονα της ιστορίας, δεν μένει τίποτε άλλο παρά μόνο αχνά τα αρνητικά του ίχνη ως «η εμψύχωση μιας κινούμενης ακτινογραφίας του κόσμου σε μαυροπίνακα». Εντροπία και διαρκής κινητικότητα χαρακτηρίζουν πάντα τις εγγραφές στην ιστορία, εκεί που ποτέ κάποια σκέψη ή κάποια πράξη δεν μοιάζει σε άλλη, όταν κάθε στιγμή φέρει διαφορετικό δαχτυλικό αποτύπωμα επάνω στο σώμα της μνήμης.
Οι βεβαιότητες διαρκώς θα εμφανίζονται και θα εξαφανίζονται, η λήθη θα διαδέχεται τη θύμηση, η ύπαρξη όμως θα είναι πάντα παρούσα ακόμα και μέσα από την απουσία της, όπως στο «Ταξίδι. Δωμάτιο 1» του Τάκη Ζερδεβά (επ. Αθηνά Σχινά). Σε αυτόν τον ελκυστικό συνδυασμό στατικής φωτογραφίας και βίντεο, μία ανθρώπινη φιγούρα συνεχώς διατρέχει το θαλασσινό τοπίο έξω από τα παράθυρα που ατενίζει ο θεατής, χωρίς αφετηρία και προορισμό πέρα από το οπτικό του πεδίο. Έτσι ακριβώς όπως συχνά εκλαμβάνουμε και απομονώνουμε τη γνώση των γεγονότων, αποκομμένη από το συγκείμενο της.
Η πολλαπλότητα του βιώματος επιχειρείται στα 260 μικρά ασπρόμαυρα ζωγραφικά έργα σε σχήμα Α4 που σχηματίζουν μία κολώνα πυκνώσεων και αραιώσεων, εντάσεων και σιγής, φωτός και σκοταδιού, ένα ‘ανοιχτό βιβλίο’ της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από μία ‘χορωδία’ επεισοδίων και αναγνωσμάτων, στην άτιτλη ζωγραφική σύνθεση του Κωνσταντίνου Μάσσου (επ. Αθηνά Σχινά).
Όλη αυτή η ιδεατή κατασκευή της μνήμης μεταμορφώνεται σε μακρύ λευκό πάπυρο ανάμεσα από δύο γραφομηχανές που αέναα συγγράφουν και εγγράφουν γεγονότα και δημιουργούν υφές επάνω στο δέρμα του χρόνου, όπου πλανάται το αιώνιο ερώτημα αποτυπωμένο σε αφίσα στον τοίχο, της πρόσληψης της ιστορίας: «Πως αντιμετωπίζεις;» από τους Θανάση Χονδρό και Αλεξάνδρα Κατσιάνη (επ. Σωζήτα Γκουντούνα). Η μνήμη της Φύσης ίσως είναι αυτή που γειτνιάζει στο Υψηλό καθώς οι επάλληλες επιστρώσεις των υλικών, σε ένα δέντρο φτιαγμένο συμβολικά από φωτιά, καταστροφή και αναγέννηση, από αλάτι, στάχτη, κάρβουνο χαρτί, εικονοποιούν τη διαδικασία της φθοράς και του δέους απέναντι της, στο αιθέριο γλυπτό «Μετάβαση» της Ευσεβίας Μιχαηλίδου (επ. Στρατής Πανταζής).
Στον αντίποδα της ιστορίας της φυσικής εξέλιξης, ο Αλέξανδρος Γεωργίου στα «Μάτια του Υπονόμου» (επ. Σπύρος Πετριτάκης), φωτογραφίζει τα ανθρωπογενή χνάρια στο τοπίο μέσα από τα simulacra, ή την παρειδωλία στη θέαση των ανθρώπινων παρεμβάσεων της αφύσικης τοπογραφίας των σύγχρονων πόλεων. Εδώ το καπάκι ενός υπονόμου με τα νέον κίτρινα μάτια, γεννά την εικόνα ενός «νέου θεού της μόλυνσης», αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής εικόνας της νεότερης αστικής ιστορίας, ως μέρος μιας παγκόσμιας κουλτούρας, η οποία ότι καταναλώνει με την ίδια ευκολία το αφοδεύει.
Ιστορίες της Τέχνης
Η ιστορία του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με την ιστορία της τέχνης από τις σπηλαιογραφίες του Λασκώ ακόμα. Η πρώτη ανθρώπινη πράξη υπήρξε η καλλιτεχνική δημιουργία. Σήμερα ο καλλιτέχνης μπορεί πλέον να αποστασιοποιηθεί από το ρόλο του ως δημιουργού και να μελετήσει την τέχνη ως μορφή ιστορίας η ίδια.
Ο Αναστάσης Στρατάκης (επ. Χάρις Κανελλοπούλου) με τη σειρά «The Observer Effect» δημιουργεί με γραφίτη και μελάνι πιστές αναπαραγωγές νεκρών φύσεων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα αλλά ιδωμένες από το πρίσμα του σύγχρονου καλλιτέχνη όπως θα παρατηρούσε μία σύγχρονη σκηνή που διαδραματίζεται μπροστά του ή μία φωτογραφία. Ο Στρατάκης γίνεται appropriator, τομογράφος και ιατροδικαστής του σώματος τέχνης που κείτεται μπροστά του, ανέγγιχτο, ιερό και διατηρημένο από την αίγλη της ιστορίας του και την αχλή του χρόνου.
Η Έφη Φουρίκη (επ. Αθηνά Σχινά) με τον συνδυασμό βίντεο και φωτογραφίας στο έργο «Μεταγραφές» δανείζεται τον μύθο από το εικονικό έργο του Vermeer «Η Γαλατού», ένα έργο πρώιμου ρεαλισμού, και στην πηγή του γάλακτος εγχύνει τη ροή της ιστορίας που έδωσε την αίγλη του στο συγκεκριμένο έργο, προσδίδοντας ποιητική έμφαση στη ρευστότητα του χρόνου που σταλάζει στο θεατή τη διαχρονική σημασία των εικόνων της τέχνης. Ο Δημήτρης Σκουρογιάννης (επ. Στρατής Πανταζής) ατενίζει άλλο ένα σημαντικό έργο από την ιστορία της τέχνης μετονομάζοντας το στο «Φάντασμα ενός Γαλάζιου Αγοριού» από τον Βρετανό Thomas Gainsborough, για να δημιουργήσει ένα ανάγλυφο πορτρέτο όπου μέσα από τις επάλληλες διαστρωματώσεις του με διακοσμητικά στοιχεία της περιόδου, υφαίνεται η εικόνα μιας ολόκληρης εποχής, καθώς ο γαλάζιος νέος οδεύει προς μία ποιητική ενηλικίωση.
Ο Φίλιππος Τσιτσόπουλος (επ. Κωνσταντίνος Πρώιμος) στη βιντεοπερφόρμανς «Κίβδηλοι Σλάβοι/ Μια προσέγγιση στο ‘Μια Εποχή στην Κόλαση’ του Αρθούρου Ρεμπώ» επαναδιατυπώνει το ζήτημα του Εαυτού, μπαίνοντας και βγαίνοντας μέσα από μία ντανταϊστική σκηνοθεσία εναλλαγής γκροτέσκων μασκών, από τον Εαυτό στον Άλλο, σύμφωνα με τη ρήση του Ρεμπώ.
Οι Γεωργία Κοτρέτσος-Πάνος Τσαγκάρης (επ. Μαρία Νικολακοπούλου) αντιδρούν στη σύγχρονη συνθήκη οικονομικής, κρατικής και θεσμικής απαξίωσης της τέχνης με το άτιτλο έργο τους που αποτελείται από τέσσερα λευκά ορθογώνια στον τοίχο που αντιστοιχούν σε υπάρχοντα έργα των δύο καλλιτεχνών, τα οποία απουσιάζουν εν είδη διαμαρτυρίας για την συνολική έλλειψη υποστήριξης της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας εν έτει 2020.
Η Ιστορία Ξανασυστήνεται
Η Έρση Χατζηαργυρού ( επ. Βάσια Καρκαγιάννη Καραμπελιά) δένει συμβολικά την «Ιστορία» σε έναν τόμο από μεταλλικό πλέγμα όπου το Ιστορικό Γεγονός αναδύεται μέσα από μία ακολουθία συγκρούσεων μεταξύ πολλών διαφορετικών θελήσεων σύμφωνα με τον Friedrich Engels. Αυτός ο βρασμός ιδεών και επιθυμιών, συλλογικών και ατομικών, που οδηγεί στη διαμόρφωση του ιστορικού γεγονότος, σμιλεύεται από τις διαφορετικές εκδοχές και ρυθμούς του χρόνου, υποκειμενικού, συλλογικού, βιωμένου και ημερολογιακού, όπως συμβολίζονται από ένα εκκρεμές φυσικών υλικών σε αέναη ταλάντωση.
Το οριζόντιο χρονολογικό συνεχές της αντικειμενικής ιστορίας τέμνει η δυνατότητα της μνήμης να επιλέγει μεταξύ γεγονότων, καθώς «η Μνήμη και η Ιστορία σχηματίζουν Ορθή Γωνία», ο τίτλος του γλυπτού και του σχεδίου του Πάρι Χαβιάρα (επ. Φαίη Τζανετουλάκου). Ο «Ρινόκερος» του Alfred Dürer, η ξυλογραφία του 1515 βασισμένη σε προφορική περιγραφή και όχι στην αληθινή εικόνα ενός ζώου άγνωστου ως τότε στην Ευρώπη, γίνεται το συμβολικό μοτίβο της επαναδιατύπωσης του ιστορικού γεγονότος, του οποίου τη συνολική εικόνα μόνο να εικάζουμε μπορούμε ως μεθερμηνευόμενο μετείκασμα, στην προσπάθεια μας να εκ-συγχρονίσουμε την ιστορία ή να ιστορικοποιήσουμε το Σήμερα.
Την έκθεση επιμελείται το Προεδρείο της AICA Hellas (Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, Μπία Παπαδοπούλου, Άρτεμις Ποταμιάνου, Φαίη Τζανετουλάκου, Κώστας Χριστόπουλος) και τα μέλη Νίκη Παπασπύρου και Χάρις Κανελλοπούλου.
Η έκθεση, μετά το πέρας της καραντίνας, ενδέχεται να παραταθεί