Η δίγλωσση παράσταση, με Έλληνες και Ρώσους ηθοποιούς, ξεκινάει το “ταξίδι” της από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στις 29 & 30 Ιουλίου, ενώ ακολουθεί το Ηρώδειο στις 22 Σεπτεμβρίου και η Μόσχα τον προσεχή Νοέμβριο.
Οι πρόβες του ρώσικου θιάσου έγιναν στη Μόσχα και οι πρόβες του ελληνικού στην Αθήνα. Πώς κατάφεραν άραγε να αποκτήσουν έναν κοινό κώδικα σκηνικής επικοινωνίας;
«Έπρεπε, μέχρι την τελευταία στιγμή, να είμαστε ανοιχτοί και διαθέσιμοι ως καλλιτέχνες, δηλαδή να μην έχουμε καταλήξει σε τίποτα, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να επιτευχθεί μία πραγματική σύμπραξη. Ήμασταν έτοιμοι να αλλάξουμε όλες τις ιδέες μας, πριν συναντηθούμε μαζί τους, αλλά και ο Τούμινας τελικά ήταν πολύ διαθέσιμος να ακούσει τη δική μας άποψη. Το ενδιαφέρον, αν θέλετε, είναι ότι και οι Ρώσοι εκτίμησαν πάρα πολύ τον ελληνικό Χορό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο συνθέτης και αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Θοδωρής Αμπαζής, που έκανε τη σύνθεση των χορικών και ανέλαβε τη διδασκαλία του Χορού.
Ο ίδιος, μας μίλησε για τη σπουδαία συνεργασία με το Θέατρο Βαχτάνγκοφ και τον Ρίμας Τούμινας, καθώς και για τα χορικά, τα οποία δεν θα έχουν καθόλου μουσική υπόκρουση, παρά μόνο λόγο· σαν να ακούμε «φωνές που θα βγαίνουν από το χώμα»…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Όσον αφορά το μέλλον του Εθνικού Θεάτρου, το οραματίζεται γεμάτο συμπαραγωγές και συμπράξεις!
– Πως προέκυψε αυτή η σπουδαία συμπαραγωγή και πώς είναι η εμπειρία από την συνεργασία με τον Ρίμας Τούμινας;
Η ιδέα γι’ αυτή την συμπαραγωγή ήταν του Στάθη (σ.σ. Λιβαθινού), ο οποίος ήθελε να τους προτείνουμε μία συνεργασία που θα φέρει δύο θιάσους μαζί, Ελλήνων και Ρώσων ηθοποιών, αλλά θα έχει και μία καλλιτεχνική ποιότητα. Ο Ρίμας Τούμινας, μετά από συζητήσεις, προτίμησε να κάνει τον «Οιδίποδα Τύραννο», με τον οποίο έχει ασχοληθεί ξανά στο παρελθόν. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μία συναρπαστική καλλιτεχνική περιπέτεια. Εγώ δούλεψα τον ελληνικό Χορό, σε όλες του τις εκφάνσεις, και ο Ρίμας δούλεψε με τους Ρώσους ηθοποιούς και συνεργάτες του. Είχαμε κάποιες εναρκτήριες συζητήσεις στις οποίες συμφωνήσαμε κάποια πράγματα σε σχέση με την κατεύθυνση της παράστασης, και συνεχή επικοινωνία μέσω skype, μέχρι που πήγα εγώ στη Μόσχα τον Μάιο, είδα πρόβες τους και τους πήγα υλικό –κυρίως ηχητικό- από τις δικές μας. Και φτάνουμε στην πολυπόθητη συνάντηση πριν από είκοσι ημέρες περίπου, όπου άρχισε η ανταλλαγή των ευρημάτων που είχαμε κατορθώσει να βρούμε σε αυτούς τους μήνες προετοιμασίας, με στόχο να βρεθεί ένα κοινό ύφος, μία χρυσή τομή, σε μία ιδιαίτερη και πειραματική –με την καλή έννοια- ιδέα.
– Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον τρόπο δουλειάς του Ρίμας Τούμινας;
Κοιτάξτε, οι Ρώσοι έχουν ένα πράγμα το οποίο είναι ζηλευτό. Από τις σχολές τους, από την παράδοσή τους, κάνουν ένα θέατρο τα κλειδιά του οποίου τα γνωρίζουν πάρα πολύ καλά. Ο σκηνοθέτης δίνει κάποιες οδηγίες αλλά δεν χρειάζεται να επέμβει ιδιαίτερα στη συνέχεια. Επειδή κάνουν έργα ρεπερτορίου που διαρκούν 10- 12 χρόνια, υπάρχει μεταξύ τους μία σταθερή και ουσιαστική επικοινωνία που διευκολύνει αρκετά τα πράγματα… Το σημαντικό όμως είναι ότι δεν αντιμετώπισαν τον δικό μας Χορό ως ένα ξένο στοιχείο, ίσα- ίσα ήρθαν κοντά, μας αγκάλιασαν και τους αγκαλιάσαμε. Ο Τούμινας δουλεύει κυρίως με πλούσιες, θεατρικά, εικόνες στις παραστάσεις του, οι οποίες με τη συμβολή της μουσικής, των εφέ και των σκηνικών (που δημιουργεί ο φοβερός σκηνογράφος του), δημιουργούν μαγευτικές σκηνές που μπορούν να κρατήσουν και δέκα λεπτά! Αυτό είναι ένα υλικό που δεν προσφέρεται για το Θέατρο της Επιδαύρου. Εδώ λοιπόν, στο κομμάτι της εμβάθυνσης και της «βουτιάς» στην αφαίρεση και στην ουσία, νομίζω πως τους προσφέραμε αρκετά. Κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση.
– Πώς δουλέψατε λοιπόν με τα χορικά;
Καταρχήν, ο Χορός μας είναι ένας Χορός προσωπικοτήτων, που απαρτίζεται από ηθοποιούς οι οποίοι έχουν υπάρξει ξανά στην Επίδαυρο και έχουν αρκετή εμπειρία. Μπορείς νομίζω να χαζέψεις με τον Χορό για πολλές ώρες» (γέλια). Ο δικός μας Χορός λοιπόν δεν έχει ούτε μουσική υπόκρουση, παρά μόνο λόγο, ό, τι τραγουδιέται είναι ακαπέλλα. Η ιδέα ήταν η εξής: Επειδή οι Ρώσοι, και ειδικά ο Τούμινας, χρησιμοποιούν πολλή μουσική, ακόμη και στα επεισόδια, ήθελα όταν θα έρχεται ο ελληνικός Χορός να σταματάνε όλα και να ακούμε μόνο τον ελληνικό λόγο. Σα να έρχεται η φύση και να απαντά σε όλο αυτό, σα να μιλάει το θέατρο εκείνη την ώρα με τη δική του γλώσσα (έστω και στα νέα ελληνικά)… Μάλιστα του έλεγα χαρακτηριστικά: «Φωνές που θα βγαίνουν από το χώμα».
Προσπαθούμε να μην κρύψουμε τον ελληνικό λόγο μέσα στον ρωσικό, αλλά να είναι πραγματικά συμβάν. Και επί της ουσίας, αυτό είναι και δραματουργία. Δηλαδή, ο Χορός είναι οι Γέροντες λέει ο Σοφοκλής -εμείς λέμε αυτοί που έχουν την ευθύνη γι’ αυτή την πόλη που καταστρέφεται, γι’ αυτή την πόλη που ρημάζει απ’ το λοιμό-, οι οποίοι έρχονται στους Βασιλείς για να ζητήσουν βοήθεια. Ακόμη και αυτή η ταξική διαφορά, που τονίζεται με τη συνθήκη ότι οι μεν μιλάνε ρώσικα και οι δε ελληνικά, έχει ενδιαφέρον και καθιστά τον Χορό ακόμη πιο δραματικό.
– Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό με το σήμερα;
Φυσικά! Σε αυτή τη βασική ιδέα προσπαθήσαμε να βρούμε βάθος και να την εντάξουμε σε κάτι που μπορεί να αφορά σήμερα τον ελληνικό λαό. Σκεφτείτε λοιπόν εμάς τους Έλληνες, που έχουμε χιλιάδες ζητήματα να λύσουμε και δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει την επόμενη μέρα, ότι πάμε να ζητήσουμε βοήθεια από μία εξουσία και δεν καταλαβαίνουμε καθόλου την γλώσσα της, είτε είναι η γερμανική (γέλια), είτε είναι η γλώσσα της οικονομίας και των funds. Έτσι και ο ελληνικός Χορός του «Οιδίποδα», που φωνάζει «χάνεται η πατρίδα μου, η πόλη μου πεθαίνει» και δεν τον καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ο Χορός, υπό αυτή την έννοια, έχει μία ξεχωριστή πορεία στην παράσταση, μία ξεχωριστή τραγική ζωή.
– Ο Κάρολος Κουν αντιμετώπιζε τον Χορό του αρχαίου δράματος ως «καταλύτη του νοήματος του έργου». Εσείς, ενστερνίζεστε αυτή την άποψη;
Εγώ θεωρώ πως μέσα από τα χορικά μπορείτε να δείτε όλο το έργο. Τα νοήματα του έργου, κατά κάποιον τρόπο, φιλτράρονται μέσα από τον Χορό και τις αντιδράσεις του, μεγεθύνονται και αποκρυσταλλώνονται. Όπως και σε μία χώρα, όταν συμβεί ένα γεγονός, για να το καταλάβουμε θα πρέπει να δούμε τι επιπτώσεις έχει στους πολίτες αυτής της χώρας και πως τους κινητοποιεί.
– Ποια είναι τα συναισθήματα που σας δημιουργεί η ευτυχής σύμπραξη με το Θέατρο Βαγχτανγκοφ;
Μα …είναι ένα δώρο για μας! Και για μένα προσωπικά, αλλά και για τους ηθοποιούς μου, γιατί συναντιόμαστε με μεγάλους καλλιτέχνες που έχουν κάνει πολύ σημαντικές παραστάσεις στη ζωή τους. Το Θέατρο Βαχτάνγκοφ είναι ένα από τα σπουδαιότερα θέατρα στο κόσμο! Επίσης, είναι σημαντικό και αυτό που σας είπα πιο πριν, ότι μέχρι την τελευταία στιγμή, παρά την αγωνία και το άγχος που μπορεί να νιώθει κανείς πριν την πρεμιέρα στην Επίδαυρο, να παραμένει ανοιχτός στον διάλογο. Κάτι που στην εποχή μας σπανίζει. Όλο αυτό που έχει συμβεί γύρω μας, μας έχει κάνει να κλειστούμε περισσότερο στο καβούκι μας, στη μοναξιά μας, αντί να είμαστε δοτικοί και να μάθουμε να ακούμε.
Στη δική μας παράσταση, επειδή οι γλώσσες είναι διαφορετικές, είμαστε αναγκασμένοι να έχουμε ανοιχτούς όλους τους άλλους αισθητήρες μας, να βρούμε άλλα κανάλια επικοινωνίας, να είμαστε σε μία τρομερή εγρήγορση σαν καλλιτέχνες. Κι αυτό είναι πολύ μεγάλο κέρδος για όλους!
– Λίγο πριν το κοινό βρεθεί στην Επίδαυρο, μπορείτε να μας δώσετε μία πρώτη “εικόνα” από την παράσταση;
Το θέατρο είναι πάρα πολύ δύσκολο να το περιγράψει κανείς, είναι σαν να προσπαθείς να περιγράψεις τον έρωτα. Δεν γίνεται! Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι, τα βλέμματα και τα σώματα όλων βρίσκονται σε τέτοια άρση συνεχώς που νομίζω αυτό θα πάρει μαζί του και το κοινό… Ο καθένας φέρει μία ιστορία πάνω στη σκηνή και αυτή η αντιπαράθεση, η συνύπαρξη με τους Ρώσους, κάνει πιο ενδιαφέρουσα την παράσταση και σίγουρα όχι μονότονη!
– Η παράσταση, μετά το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, θα συνεχίσει το “ταξίδι” της;
Πρόκειται να παρουσιαστεί στις 22 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο και στις 12 Νοεμβρίου θα “ταξιδέψει” στη Μόσχα όπου θα παίξει τρεις παραστάσεις στην γιορτή για τα 95 χρόνια του Θεάτρου Βαγχτάνγκοφ. Εμείς θα είμαστε εκεί και θα αντιπροσωπεύουμε την Ελλάδα με πολύ ωραίο τρόπο…
– Αλήθεια, πώς οραματίζεστε το μέλλον του Εθνικού μας Θεάτρου;
Όπως δηλώσαμε στη πρόσφατη Συνέντευξη Τύπου, αλλά και έμπρακτα μέσα από το ρεπερτόριο της επόμενης καλλιτεχνικής σεζόν, το Εθνικό Θέατρο αυτή τη στιγμή είναι υπέρ της συνεργασίας και της εξωστρέφειας. Και στη χώρα μας, με νέες μεγάλες συνεργασίες -με φορείς όπως: η Εθνική Λυρική Σκηνή, το Θέατρο Τέχνης, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και το Μουσείο Μπενάκη- αλλά και στο εξωτερικό. Μην ξεχνάμε και την καλοκαιρινή σύμπραξη με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τον ΘΟΚ για την «Αντιγόνη». Πάνω σε αυτό τον άξονα θέλουμε να κινηθούμε και στο μέλλον, με συμπαραγωγές και συμπράξεις που θα έχουν καλλιτεχνικά οφέλη για εμάς τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς μας.
– Σε προσωπικό επίπεδο, τα δικά σας σχέδια;
Κοιτάξτε, εγώ έχω ένα εύκολο έργο να παρουσιάσω τον Φλεβάρη (γέλια), τους «Δαιμονισμένους»! Η προετοιμασία έχει ήδη ξεκινήσει, με τη σταθερή συνεργάτιδά μου Έλσα Ανδριανού που κάνει την μετάφραση. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο είναι πώς ένα τέτοιο κείμενο μπορεί να ανοίξει σε μεγαλύτερη κλίμακα. Πρόκειται για κάτι αρκετά πολύπλοκο, ένα μεγάλο στοίχημα σίγουρα, αλλά έχουμε όλο το χρόνο μπροστά μας να μιλήσουμε γι’ αυτό. Όπως καταλαβαίνετε, το μισό μου κεφάλι είναι εκεί και το άλλο μισό στον «Οιδίποδα»!
– Ας επιστρέψουμε λοιπόν στον «Οιδίποδα» για το τέλος…
Πιστεύω ότι είναι μία ευκαιρία για τον κόσμο να δει την ματιά ενός σπουδαίου ξένου καλλιτέχνη πάνω στο αρχαίο δράμα, σε μία παράσταση που δεν είναι μόνο ρώσικη αλλά περιλαμβάνει την ίδια την πατρίδα μας, την παράδοσή μας και τους ηθοποιούς μας μέσα.
Διαβάστε επίσης:
– Ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή θα παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Βαχτάνγκοφ της Μόσχας, στις 29 & 30 Ιουλίου, στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ και εδώ
– Η παράσταση θα παρουσιαστεί στο Ηρώδειο στις 22 Σεπτεμβρίου. Πληροφορίες εδώ