Όταν ήμασταν πιτσιρίκια, αυτό που λέμε σήμερα ιδεολογία, -αλλά τότε δεν το ξέραμε- για μας ήταν η καθαρόαιμη ανθρωπιά.
Μικροί σατανάδες ήμασταν, σε πολλά αμείλικτοι, όμως οι γιαγιάδες μας και οι γείτονες μάς είχαν γαλουχήσει με την βαθιά ανατολίτικη παράδοση, που, τον λόγο τον είχε για νόμο απαράβατο, έβλεπε τον κάθε ξένο σα μουσαφίρη και σε προέτρεπε να μοιράζεις τον καημό σου με τους άλλους σκύβοντας παράλληλα και πάνω στα ντέρτια τους.Είμαστε σπόροι τυραννισμένων προσφυγόπουλων, μεγαλωμένοι με ψωμί και ρίγανη τσίτσιδοι στους χωματόδρομους, όλοι μαζί μια κομπανία της αλάνας, ο γιος του ψαρά, η κόρη του καφετζή, τα δίδυμα του γραμματέα της κοινότητας και το μυξιάρικο τσιγγανάκι. Δεν ξεχωρίζαμε στα παιχνίδια και στις σκανταλιές (παρόλο που όλοι οι πρώτοι βρίσκαμε συχνά αφορμή να κοκορευτούμε για την υπεροχή μας έναντι του παρακατιανού, του τελευταίου).
Την μέθοδο της εγκάρδιας επικοινωνίας, της επιτυχούς συνεύρεσης με τους άλλους, όχι, δεν μας την μάθαινε το σχολείο. Ο δάσκαλοι είχαν αναλάβει τον ρόλο της προπόνησής μας για την ένταξή μας στο σύστημα, που καραδοκούσε με την ενηλικίωση να μας ρουφήξει. Δεκαετία του’ 60, έπρεπε να γίνουμε τα καλά παιδιά, οι υπάκουοι πολίτες, σώφρονες και νομιμόφρονες, οι καλοί χριστιανοί, να κοιτάμε τα του σπιτιού μας. Του σπιτικού που θα φτιάχναμε δηλαδή, γιατί αυτό ήταν το πρότυπο, χωρίς φαμίλια και νοικοκυριό ήσουν κουσουρλής, ανίκανος, άχρηστος. Η προτροπή για την ηθικοπλαστική διάπλαση του εφήβου έπρεπε να συνοδεύεται από την σπίλωση ο,τιδήποτε αριστερού, ακόμη και του αριστερού μας χεριού ή ματιού. Και να ενισχύεται από ισχυρές ενδοφλέβιες εθνικοφροσύνης. Όσο για τον έρωτα, κανείς δεν έλεγε λέξη, τον μαθαίναμε κι εμείς στα σκοτεινά σοκάκια –ο καθένας με τον τρόπο του, οι τολμηροί ήταν και είναι πιο τυχεροί και πιο χορτάτοι, κάλιο να απολαμβάνεις την ηδονή στα νιάτα σου έστω και στραβοπερπατώντας, παρά να θυμηθείς τις γλύκες της στην ωριμότητα και να’ χεις υστερνά ρεντικολόζα.
Εκεί στα μέσα του’ 60 άρχισαν από νωρίς τα καλοκαίρια να κατηφορίζουν για παραθέριση στις παραλίες των νομών Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Καβάλας και Πιερίας Σέρβοι και Σκοπιανοί, με ιδιωτικά αμαξάκια, ενδύματα περασμένης μόδας, ορθόδοξοι τω θρησκεύματι σαν κι εμάς αλλά με λαλιά που μας φαίνονταν πολύ τραχιά, εν τούτοις δεν ήταν λίγοι εκείνοι που άρπαζαν την ευκαιρία, μάθαιναν γιουγκοσλάβικα και έτσι έπαιρναν πόντους στις προτιμήσεις των γειτόνων μας τουριστών και μοσχονοίκιαζαν δωμάτια του σπιτιού τους ή καινούρια παραπήγματα που χτίζονταν παράνομα επί τούτου μέσα σε δυο νύχτες. Τουαλέτα εξωτερική, αλά τούρκα, φύλλα του «Ντομινό» και του «Ρομάντζο» για σκούπισμα του πισινού, το χαρτί υγείας δεν είχε ακόμη εντελώς επικρατήσει. «Κατεβαίνουν οι Μακεδόνες», έλεγαν οι μεγαλύτεροι, «ετοιμαστείτε». Εννοούσαν για «εκμετάλλα». Καμιά φορά μας έπιαναν οι χωροφύλακες στην πλατεία : «Να τους προσέχετε αυτούς, είναι πονηροί, έχουν στο νου τους να πάρουν τη Σαλονίκη, είναι κατάσκοποι, αν ακούσετε τίποτε, να ρθείτε να μας το πείτε». Η νομενκλατούρα του στρατάρχη Τίτο κατέβαινε με τις άδειές της για μπάνια, δεν έκαναν παράπονο ή κριτική στο καθεστώς, γιατί να κάνουν άλλωστε, ήταν προνομιούχοι, πάντως Μακεδόνες τους ξέραμε και έτσι τους αποκαλούσαμε, κι όχι μόνο τους Σκοπιανούς, ακόμη και –λανθασμένα- του κατοίκους του Βελιγραδίου που ήταν και η πρωτεύουσα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Έτσι είχε μοιραστεί ο κόσμος μας με το κόλπο των μεγάλων στη Γιάλτα. Ποιος τολμούσε τότε στην Ελλαδίτσα να αμφισβητήσει την Μακεδονία του Τίτο; Ήταν θέμα κοινής αποδοχής του δυτικού κόσμου. Ο διεθνής μουσουλμάνος Κουστορίτσα, όταν ρωτήθηκε πρόσφατα πλαγίως για το μακεδονικό ζήτημα, με αφορμή το ροκ συγκρότημά του στο οποίο συμμετέχουν «Μακεδόνες», απάντησε ευφυώς : «Είμαι κληρονόμος μιας μεγάλης χώρας που κρατούσε για μισό αιώνα σε μια χρυσή αρμονία τρόμου ένα σωρό θρησκείες και λαούς και που έχουν κατασπαραχθεί και αλληλοσπαραχθεί». Ίσως γι’ αυτό στην ωριμότητά του να το γύρισε σε ορθόδοξος, για να μας πει ότι μια χαρά μπορούν να χωρέσουν Ισλάμ και Χριστός μέσα στην ίδια συνείδηση, οι τίτλοι δεν έχουν σημασία, δείτε τα χαίρια μας με τις εθνικιστικές πολώσεις, αναρίθμητες εκατόμβες σφαγιασθέντων παραχωμένων σε λάκκους ασημάδευτους .
Όλα τα μορφώματα-ταμπού για το Μακεδονικό ζήτημα με άξονα τις στείρες και επικίνδυνες εθνικιστικές και θρησκευτικές υστερίες που τροφοδοτούνται και από μπόλικο κακορίζικο εκατέρωθεν τοπικισμό κατέρρευσαν-για τους νοούντες πάντοτε-, καθώς, ωριμάζοντας διαπιστώναμε ότι η «πολιτιστική» εκστρατεία του κοσμοκράτορα Αλέξανδρου ήταν πιο αιματοβαμμένη από την γενοκτονία και τους διωγμούς των Ρωμιών της Μικρασίας που οργανώθηκε απ’ τον Ατατούρκ και τους Τσέτες αλλά Μεγαλέξανδρος είναι αυτός, σύμβολο αδιαμφισβήτητο της «Μακεδονίας ξακουστής», έπρεπε να στηθεί ορειχάλκινος πάνω στον Βουκεφάλα περίοπτος στην παραλία. Θα πεις οι Σκοπιανοί οι τρισάθλιοι –που δεν έχουν καν ιστορική ή άλλη σχέση παρά μόνο γεωγραφικής γειτνίασης- υπερύψωσαν σε μέγεθος κινγκ σάιζ ακόμη και τον βασιλιά Φίλιππο! Αλλά να, είναι να σε πιάνει ρίγος όταν αντικρίζεις ένα άλλο, νέο πατριδοκαπηλικό έκτρωμα, παρά δίπλα απ’ τον Αλέξανδρο, να ποζάρει απαθανατισμένος σε ολόλευκη προτομή και ο φερόμενος ως εθνάρχης Καραμανλής, αν και το μόνο καλό που είδε η Μακεδονία απ’ αυτόν είναι που προτιμούσε τον καιρό της πρώτης περιόδου της παντοδυναμίας του πιο πολλούς εξόριστους συντοπίτες του στα ξερονήσια. Εκτός αν αντιλαμβανόμαστε ως χρέος μας απέναντί του την καταστροφή πολλών από τα ωραιότερα ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης και την αντικατάστασή τους από τα νεόδμητα της αντιπαροχής που επέβαλλε, απαυγάσματα αρχοντοχωριατιάς, ακαλαισθησίας και αφορολόγητου νεοπλουτισμού των ευνοημένων.
Θα μου πεις, τι τα θες και τα σκαλίζεις τώρα αυτά, είναι γνωστά σε πολλούς κι ας μην το ομολογούν, δε βαριέσαι. Σ’ αυτή την ανελέητη εποχή, όπου η διεθνής της κατεργαρίας μετά των τέκνων αυτής, της παγκοσμιοποίησης και των μνημονίων, με την ευλογία των θρησκευτικών ηγετών που σιγοντάρουν ανενδοίαστα τους λάτρεις του Μαμωνά, με πιάνει η εκτός εαυτού αγανάκτηση όταν κατορθώνουν μ’ ένα απλό κολπάκι να κατατροπώνουν τους «αντιπάλους» τους, κάποιες ομάδες του τσακισμένου λαού δηλαδή, όταν πάνε να σηκώσουν κάπως το κεφάλι. Έτσι έγινε και πρόσφατα με τους οιονεί συντηρητικούς και φοβισμένους εκπαιδευτικούς, που τόλμησαν όμως να δείξουν λίγο τα δόντια τους. Σιγά να μη σκιάχτηκε το θηρίο. Έβγαλε στην τηλεοπτική σέντρα –άκουσόν, άκουσον- τον πρόεδρο των Ελλήνων βιομηχάνων να τους κάνει φροντιστήριο αγωγής και σεμινάριο αγάπης προς τους μαθητές! Τι άλλο θα δούμε στο ξεπουλημένο προτεκτοράτο μας! Αιδώς Αργείοι!
«Θα είμαστε ένα γυφτοβασίλειο με άλλοθι το αρχαίο κάλλος» (από πρόσφατη συνέντευξή μου)
Info:
O Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού.
Έγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ’ Αμούρ, Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου, Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες, Κωνσταντινούπολη – Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, Οι Ασίκηδες ‒ Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 – Ρεπορτάζ – Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή, Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία, Όμορφη Νύχτα ‒ Χρονογραφία-μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη [1985-2005], Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής, Ο γύρος του θανάτου, Θεσσαλονίκη 1912-2012 ‒ Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια, Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Για το μυθιστόρημά του Ο γύρος του θανάτου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011.
Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.
Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη, Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν, Τακίμια, Το Κελί.
Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.