Με όχημα την ποίηση, τη μουσική και την φαντασία, οι δραστήριοι και ταλαντούχοι C. for Circus αφηγούνται αυτή τη φορά μια ελάχιστα ειπωμένη ιστορία αποχαιρετισμού για το θάνατο ενός ποιητή ή καλύτερα για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του.
Στο μουσικό δράμα του Γιάννη Καμπύση, που εμπνέεται απ’ τη ζωή του ποιητή και πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη και αντλεί στοιχεία από την λαϊκή παράδοση, η πραγματικότητα εναλλάσσεται με το όνειρο. Το έργο, που γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, μιλά «για μια Ελλάδα στην οποία συνυπάρχουν η πίστη στον Θεό και τις Νεράιδες· Η ποίηση, η άγρια ομορφιά της φύσης, η απλότητα των ανθρώπων αλλά κι η φτώχεια και το αναπόφευκτο του θανάτου», όπως αναφέρει στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης, Παύλος Παυλίδης.
Με αφορμή την παράσταση που κάνει πρεμιέρα 1η Ιουνίου στο Tempus Verum – Εν Αθήναις, οι Παναγιώτης Γαβρέλας, Χρύσα Κοτταράκου, Αθανασία Κουρκάκη, Ειρήνη Μακρή, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Νατάσα Ρουστάνη και Σπύρος Χατζηαγγελάκης δίνουν τη δική τους εκδοχή για «Το δαχτυλίδι της μάνας».
—
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Νατάσα Ρουστάνη: Να κυνηγάς το όνειρο με όλο σου το είναι
Τι θα έκανες, αν ήξερες ότι σε μια ώρα θα πεθάνεις; Πως θα χόρευες τον τελευταίο σου χορό; Πώς θα ήθελες να ζήσεις για τελευταία φορά;
Λένε πως όλα όσα κάνει κανείς στη ζωή του οφείλονται στο βαθύ και πανανθρώπινο φόβο του θανάτου και αυτό με κάνει να σκέφτομαι, πόσα είναι αυτά που κάνω (και που δεν κάνω) προκειμένου να συνεχίσω να ζω.
Το Δαχτυλίδι της Μάνας είναι το μέσο που με μεταφέρει στον τόπο που πρόκειται να ζήσω πριν πεθάνω, εκεί όπου δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα πια, εκεί όπου μπορώ να ρουφήξω τη ζωή ως το μεδούλι, εκεί όπου μπορώ να κυνηγήσω το όνειρο με όλο μου το είναι, μέχρι τέλους. Μέχρι θανάτου.
—
Αθανασία Κουρκάκη: Η πίστη στο να ζήσεις το αδύνατο
“Ήθελα, σου’ λεγα εσένα το στερνό μου το τραγούδι, εσύ μου λίκνισες την αγάπη στα βουνά κι εσύ μου έσπειρες μέσα μου τη φαρμακίλα του κάμπου. Μ’ έφαγε μάνα μ’ έφαγε όχι τόσο η ξεροκαμπιά όσο ο πόθος του βουνού.”
Λόγια του Γιαννάκη πριν έρθει το τέλος. Ο Γιαννάκης τον καημό του να πάει στο βουνό της πατρίδας του και να χορέψει με τις νεράιδες, τον κάνει πραγματικότητα. Καταφέρνει και γιορτάζει το θάνατο του όπως το θέλει εκείνος. Πιστεύει. Αυτό με συγκινεί στο έργο αυτό. Η πίστη στο να ζήσεις το αδύνατο. Άλλωστε, κανείς δεν ξέρει, αν υπάρχει Θεός ή Διάβολος. Κανείς δεν ξέρει, τι υπάρχει μετά το θάνατο. Κανείς δε ξέρει, αν υπάρχουν κατάρες. Κανείς δε ξέρει, αν υπάρχουν νεράιδες. Γιατί, λοιπόν, να μην τα πιστεύουμε όλα;
—
Σπύρος Χατζηαγγελάκης: Η επιστροφή στις αναμνήσεις μας
Το Δαχτυλίδι της Μάνας είναι η αρχική σου μνήμη, όλες αυτές οι αναμνήσεις που είχες μικρός και που από τη φύση σου πάντα εκεί θέλεις να επιστρέφεις. Εκεί που αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Μακριά από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Στη βάση των αγνών, αληθινών σου συναισθημάτων. Εκεί που η ανεμελιά κυριαρχεί και νικά τα πάντα, ακόμα και το θάνατο.
Στο έργο, ο “Γιαννάκης” με αφορμή την απώλεια του οικογενειακού τους δαχτυλιδιού και με όπλο του τις ιστορίες της μάνας του, ξεκινά ένα ταξίδι “επιστροφής” στις ρίζες του, ξαναζωντανεύοντας τις αναμνήσεις του. Στον τόπο όπου ζουν οι νεράιδες όπως ο ίδιος τις έμαθε από τις ιστορίες της μάνας του και της ξαναέπλασε μέσα από τα ποιήματά του. Όλα αυτά, απλά, για να πεθάνει όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
—
Ειρήνη Μακρή: Ένα είδος συμφιλίωσης με την δική μας παράδοση
Το Δαχτυλίδι της Μάνας είναι ένας τρόπος να συνδέσεις με το παρελθόν, τόσο το προσωπικό και όσο το οικουμενικό και μια συνδιαλλαγή με το θάνατο, με ησυχία, χωρίς την ανάγκη του αφορισμού. Μοιάζει με ενός είδους συμφιλίωση με το κομμάτι της δικής μας κατά βάση παράδοσης, με τους θρύλους και τους μύθους της. Ένα κομμάτι, που οι περισσότεροι έχουμε αφήσει σε λήθαργο και μένει ανενεργό, επειδή θεωρείται δεδομένο και ίσως παρωχημένο, ενώ για κάποιον έχει αποτελέσει ιδανικό, μέχρι και αιτία εξορίας.
Σε πιο προσωπικό επίπεδο, το Δαχτυλίδι της Μάνας, με φέρνει αντιμέτωπη και με το κομμάτι της από παντού βαλλόμενης πίστης . Είναι τρομερά γοητευτικό να βλέπεις ανθρώπους να αφιερώνουν ολόκληρη την ύπαρξή τους στην πίστη και να προσδιορίζονται από αυτή, είτε αυτή αφορά στη θρησκεία είτε στη φύση, είτε ακόμη συμπυκνώνεται στο πρόσωπο ενός θεού είτε σε μιας Νεράιδας! Και η πίστη στη φαντασία είναι σωτηρία.
—
Παναγιώτης Γαβρέλας: Η σύνδεσή μας με τα παλιά χρόνια
Το Δαχτυλίδι της Μάνας είναι η σύνδεσή μας με τις ιστορίες που έλεγαν οι παππούδες μας γύρω από το τζάκι. Εμφανίζονται οι παραδόσεις και τα παραμύθια που, εξαιτίας της “εξέλιξης” της κοινωνίας, έχουν παραμεληθεί και ξεχαστεί.
Νεράιδες, ξωτικά, μοίρες, παγανιστικές δοξασίες μπερδεμένες με χριστιανικά στοιχεία είναι κομμάτια της λαϊκής μας παράδοσης και καθορίζουν το ποιοι είμαστε σήμερα. Με αυτή την παράσταση εξερευνούμε τι γινόταν – όπως λέει και η γιαγιά μου – τα παλιά χρόνια τότε που ο κόσμος ήταν πιο παλαβός.
—
Χρύσα Κοτταράκου: Η προσπάθεια να ικανοποιήσει κανείς τον βαθύτερό του πόθο
Στην πρώτη σελίδα αυτού του έργου ο Γιάννης Καμπύσης έχει γράψει έναν στίχο του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Διαβάζοντας τη βιογραφία του Κρυστάλλη, μάθαμε πως πέθανε 26 χρονών από φυματίωση, όπως ακριβώς και ο πρωταγωνιστής του έργου, ο Γιαννάκης. Αρχικά, λοιπόν, πίστευα και μου άρεσε η ιδέα ότι αυτό το έργο είναι ένας φόρος τιμής στον συγκεκριμένο ποιητή και σε αυτά που αγαπούσε: τα βουνά, τα ποτάμια, τους αετούς, τις νεράιδες, την άγρια φύση και τα στοιχεία της. Μια ωδή στην τελευταία μέρα της ζωής του. Αργότερα, διαβάζοντας την βιογραφία του Γιάννη Καμπύση, έμαθα πως και ο ίδιος πέθανε 29 χρονών από φυματίωση 6 χρόνια μετά τον ποιητή που τόσο θαύμασε και μόλις δύο μετά τη συγγραφή αυτού του έργου.
Από τότε, δε μπορώ να βγάλω απ’ το κεφάλι μου αυτή τη σκέψη: πως ο Καμπύσης δεν έγραφε μόνον για τις τελευταίες ώρες του Κρυστάλλη, αλλά και του ίδιου του εαυτού του. Για μένα αυτό το έργο είναι η προσπάθειά του να μεταμορφώσει, να “πειράξει” τον θάνατο και των δυο τους, όπως θα το έκανε ένας γνήσιος ποιητής: γράφοντας. Κάπως έτσι, προσπαθούμε κι εμείς επί σκηνής να μεταφέρουμε αυτήν την αίσθηση: ότι η γνώση του επικείμενου θανάτου είναι η μέγιστη αφορμή για ένα ταξίδι στα όνειρα, για ένα τελευταίο ξέσπασμα δυνάμεων στην προσπάθεια να ικανοποιήσει κανείς τον βαθύτερό του πόθο.
—
Νικόλας Παπαδομιχελάκης: Σε κάθε αποστέρηση δικαιώματος να μπορούμε να είμαστε αυτοί που θέλουμε
Ένα απ’ τα βασικά γεγονότα του έργου είναι ότι ο ήρωάς μας, ο Γιαννάκης, ο νεαρός ποιητής, εξορίστηκε από τον τόπο του επειδή έγραψε κάποια τραγούδια που ενόχλησαν τους ξένους άρχοντες. Έκτοτε είναι δυστυχισμένος και βαριά άρρωστος, με μόνη του παρηγοριά τη συντροφιά της μάνας του και του μικρού του αδερφού. Αν και στη δική μας ιστορία επικεντρωνόμαστε στον επικείμενο θάνατο ενός ποιητή, και την αυτοθυσία της μάνας του που κάνει ό,τι μπορεί για να τον αποτρέψει, το προσωπικό μου σημείο σύνδεσης με την ιστορία είναι ο ίδιος ο Γιαννάκης.
Είναι μεγάλη δυστυχία να μη μπορείς να εκφραστείς προσωπικά μέσα από την τέχνη σου, αφού κι εγώ και πολλοί από εμάς αναγκαζόμαστε να βιοποριστούμε μέσα από κακοπληρωμένες δουλειές που δε μας χαρακτηρίζουν. Αυτό έχει κι άλλες προεκτάσεις, όχι μόνο στο καλλιτεχνικό ή το βιοποριστικό κομμάτι, αλλά σε κάθε αποστέρηση δικαιώματος να μπορούμε να είμαστε αυτοί και αυτές που θέλουμε να είμαστε.
Διαβάστε επίσης:
Το δαχτυλίδι της μάνας, από τους C. for Circus στο Tempus Verum – Εν Αθήναις | 1/6 – 10/6 | Εισιτήρια: viva.gr