Τη Μήδεια επέλεξε ο Μάνος Κοντολέων για να ολοκληρώσει τη μυθιστορηματική του τριλογία με κεντρικές ηρωίδες γυναικεία πρόσωπα από τους μύθους της αρχαιότητας και των τραγωδιών, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό τα γυναικεία πάθη ανά τους αιώνες και να αντλήσει το ενδιαφέρον του για τις γυναίκες εκείνες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους.
Παρουσιάζοντας τις ηρωίδες αυτές μέσα σε ένα νέο πολυπρισματικό πλαίσιο αναδεικνύει τα αίτια και τα αιτιατά των πράξεων αυτών και τα ερμηνεύει. Στην περίπτωση της Μήδειας ωστόσο η παιδοκτονία γίνεται η αφετηριακή πρόκληση για μια βαθιά προσέγγιση των ψυχολογικών διακυμάνσεων της ηρωίδας, γεγονός που διαφαίνεται σε όλο το έργο. Ο συγγραφέας εισχωρεί στη συνείδηση της Μήδειας, αντιμετωπίζει ο ίδιος την σαρωτική φόρτιση του ψυχισμού της και παραδίδει στην δική μας κρίση τις σκέψεις και τα όνειρα αυτής της γυναίκας που το όνομά της ταυτίστηκε παγκοσμίως με την ερωτική εκδίκηση και τη μήνη κατά της παιδοκτονίας.
Παίρνοντας ως βάση τη Μήδεια του Ευριπίδη, γραμμένη το 431 π.Χ αλλά και του Ζαν Ανούιγ το 1946 και αντλώντας πληροφορίες από τα κείμενα αυτά και δοκιμάζοντας να εξορύξει τη δική του εκδοχή και να φωτίσει την προσωπικότητα της Μήδειας από μια νέα οπτική, ο Κοντολέων παρουσιάζει τη γυναικεία ταυτότητα και τις έμφυλες ισορροπίες που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας ισότιμης σχέσης ανάμεσα στα φύλα, μιας σχέσης που θα οδηγεί στη συνοδοιπορία των ανθρώπων και στην ανάγκη ανασύστασης, τελικά, της κοινωνίας, θέμα που πραγματεύεται ουσιαστικά σε όλη του την τριλογία. Οι θεωρίες περί μαγείας και ερωτικής προδοσίας δεν τον καλύπτουν. Εκείνο που καθορίζει τις πράξεις της δικής του Μήδειας, όπως συνέβη και στην Κασσάνδρα και στην Κλυταιμνήστρα του, είναι η ανάγκη του ανθρώπου να διαφεντέψει τη μοίρα του σε έναν κόσμο όπου θριαμβεύει η αλαζονεία της εξουσίας και οι γυναίκες γίνονται βορά στην πατριαρχική δομή μιας κοινωνίας που καθορίζει τις νοοτροπίες δημιουργώντας διακρίσεις.
Όπως η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη έτσι και η Μήδεια του Κοντολέων ακροβατεί ανάμεσα στην ανθρώπινη και στη θεία δίκη αλλά δεν τιμωρείται από αυτή. Στο πρόσωπό της ο Κοντολέων βλέπει την ανάγκη της σύγχρονης κοινωνίας να αποδεχτεί την υπαρκτική ετερότητα και να βαδίσει πλάι της κι έτσι η Μήδεια μετατρέπεται σε ένα σύμβολο κυριαρχίας της ανθρωπιάς σε μια κοινωνία που παρακμάζει και φθίνει. Σε μια κοινωνία που χρειάζεται επειγόντως να κρίνει ορθολογικά τα δεδομένα και να προσαρμοστεί στη διαφορετικότητα, στη συνύπαρξη, στη συνοδοιπορία, στην ισοτιμία των φύλων, των ανθρώπων και των πεπρωμένων, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρει να βαδίσει μπροστά με σθεναρά βήματα. Όταν μέσα στα μάτια του όποιου άλλου μπορεί να δει κατάματα τον εαυτό της και να τον αγκαλιάσει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η γλωσσική αισθητική του Κοντολέων, η ρυθμικότητα της αφήγησης, οι στοχασμοί, η τρυφερότητα της γραφής συνδυασμένη με τη χρήση λέξεων που φτάνουν ατόφιες από την αρχαιότητα στις μέρες μας, χωρίς ωστόσο να βαραίνουν το κείμενο, διαχέονται και σε αυτό το έργο του Κοντολέων και κάνουν το κείμενο να ρέει δημιουργώντας ταυτόχρονα εικόνες που αναφερόμενες στο παρελθόν αντανακλούν το σήμερα.
Ο Κοντολέων κοιτά το παρόν μέσα από τη παρελθόν, στηριζόμενος αυτή τη φορά στη Μήδεια και το διερευνά στο πλαίσιο της σύγχρονης οπτικής και αισθητικής. Στις διαχρονικές αξίες των αρχαίων συμβόλων αναζητά τη διαχρονικότητα των κοινωνικών εκτιμήσεων και καυτηριάζει την παρακμή και τη φθορά τους υπογράφοντας ταυτόχρονα ένα ακόμα εξαιρετικό μυθιστόρημα.
Διαβάστε επίσης:
Μάνος Κοντολέων – Σαν Μήδεια: Ένα βιβλίο διερεύνησης της μυθικής ηρωίδας