Μια σπαρακτική διαμαρτυρία εναντίον του ρατσισμού, της αστυνομικής βίας, της αυθαιρεσίας που μαστίζει τους παρίες των κοινωνικών, τους αποσυνάγωγους και τους νέους που ζουν και επιβιώνουν στο περιθώριο. Μια διαμαρτυρία για την ανεπάρκεια της αγάπης να σώσει τον κόσμο, για το ανυπόφορο των αναπόδραστων συναισθημάτων, για την ψυχική επιβάρυνση που δημιουργεί η δυστυχία, για το κενό στο οποίο εκπίπτει η παραιτημένη ζωή.
Η δολοφονία του Σαΐντ, ενός δεκαπεντάχρονου Άραβα, από την εκπυρσοκρότηση του όπλου ενός αστυνόμου κατά τη διάρκεια ενός τυπικού ελέγχου και η αθωωτική απόφαση της δίκης πυροδότησαν διάπυρες ταραχές και έγιναν η αφορμή για μια διάττορη κοινωνική αναστάτωση που σημάδεψε την περιοχή στην οποία γεννήθηκε μερικά χρόνια αργότερα ο Ματιά. Ο Ματιά είναι ένα αγόρι που σε όλη του τη ζωή φέρει το τραύμα αυτής της ιστορίας τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, αφού ο πατέρας του νιώθοντας ευθύνη για το χαμό του δεκαπεντάχρονου παιδιού των φίλων του αρχικά παραφρόνησε και κλείστηκε σε ψυχιατρείο και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Ύστερα από την απόπειρα αυτοκτονίας του επτάχρονου Ματιά η κηδεμονία του ανατέθηκε από τη μητέρα του στον Ζε, έναν νεαρό που γνώρισε τον πατέρα του Ματιά στο ψυχιατρείο όπου νοσηλεύονταν και οι δύο και ο οποίος ζει με την επίσης διαταραγμένη ψυχολογικά Γκαμπριέλ.
Η αφήγηση μάς παρουσιάζει τον εντεκάχρονο πια Ματιά να προσπαθεί να επιβιώσει στο σπίτι του Ζε ενώ γύρω του καταρρέει κάθε ελπίδα μεταλλαγής καθώς, όπως λέει: «Τα πράγματα δεν αλλάζουν. Ποτέ. Αναπηδούν, απλώς, αλλά επιτόπου. Αυτό είναι το μόνο που έχω καταλάβει». Η μεταβολή είναι ψευδαίσθηση για τον Ματιά. Και ο κόσμος των ενηλίκων ένας δύσκολος κόσμος για να πιστέψεις: «Τώρα είμαι δύσπιστος. Έμαθα να κοιτάζω πέρα από αυτό που θέλουν να μου δείξουν, αφού την ουσία, οι ενήλικοι την κρατούν πάντα για τον εαυτό τους».
Η εντεκάχρονη αφηγηματική φωνή του Ματιά καθορίζει το μυθιστόρημα και θέτει ουσιαστικά ερωτήματα που προσδιορίζουν τη φύση των σύγχρονων κοινωνιών. Μπορεί κανείς τελικά να συγχωρέσει; Πού αρχίζει και πού σταματά η εκδίκηση; Είναι απλώς μια χίμαιρα η αντίληψη ότι όλα μπορούν να αλλάξουν και να επανέλθει ο κόσμος στις ανθρώπινες διαστάσεις του; Ποια τα όρια και οι ευθύνες των κοινωνιών απέναντι στη νεότητα και στην αθωότητα την οποία καλείται να χάσει πολύ νωρίς; Πόσο έτοιμες είναι οι σύγχρονες κοινωνίες να αποδεχτούν το ισλαμικό στοιχείο που όλο και περισσότερο παρεισφρέει; Υπάρχει ρατσισμός και σε ποιο βαθμό μπορεί να αποσοβηθεί ή ως πού μπορεί να φτάσει; Θα καταφέρει να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας και να ανακόψει την αποδόμησή της μια ομάδα ανθρώπων που επιλέγουν να μη συμβιβαστούν, να μην ξεχάσουν, να διατηρήσουν την αλήθεια πέρα από κάθε δικαστική απόφαση, που γράφουν συνθήματα στους δρόμους, που διαδηλώνουν και διεκδικούν τη μνήμη ως εξεγερτικό στοιχείο ενάντια σε κάθε κρατική και αστυνομική εκτροπή; Μήπως, εν τέλει, η εξέγερση είναι αποτέλεσμα της αδικίας και της αιματοβαμμένης αθώωσης και η αυθαιρεσία η μήτρα που γεννά την αντίδραση, την εκδίκηση, την απαρχή μιας νέας σειράς γεγονότων που ανατρέπουν τον συμβιβασμό και διεκδικούν τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ισονομία ως απαραίτητα στοιχεία μιας εξελικτική κοινωνίας;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Τζίνα, η αδελφή του Ματιά, εκπροσωπεί αυτή τη γενιά που αποφασίζει να εκδικηθεί, που γεννιέται μέσα στις στάχτες της κατάφωρης ρατσιστικής αδικίας, που αρνείται να συμβιβαστεί. Η Τζίνα είναι ένα ρεύμα επαναστατικού ανέμου. Θα σαρώσει όλα όσα η συνείδησή της αρνείται να δεχτεί και θα θέσει τον εαυτό της στη διάθεση της κοινωνικής αποκατάστασης. «Ορκίστηκα ότι θα έφευγα για κει όπου κανένας δεν θα προσπαθούσε να με κάνει να πιστέψω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να σωθεί σ’ αυτό τον ετοιμοθάνατο κόσμο», λέει αλλά κάθε φορά επιστρέφει για να προετοιμάσει μια δραστική επαναφορά της μνήμης στην κοινωνία που υπνώττει και να την αφυπνίσει, να τη βγάλει από το λήθαργο της σιωπής αφού: «Η σιωπή κερδίζει το έδαφος που της ανήκει, μας καταβροχθίζει ρουθουνίζοντας, χορτασμένη».
Αν και πολλοί θα έβρισκαν κάποια μελοδραματικά στοιχεία στην αφήγηση της Μεντί και ίσως να σκεφτούν ότι έχει μια ήπια νουάρ ατμόσφαιρα, χωρίς πολλές ανατροπές και εξελίξεις που να δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό αυτό, εντούτοις αυτό που έχει τεράστια σημασία στο βιβλίο αυτό είναι το κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο της γαλλικής κοινωνίας και η σχέση δράσης αντίδρασης των πολιτών με ένα σαθρό κοινωνικό σύστημα που δημιουργεί ασφυκτικές αδικίες. Η μετάφραση του Γιάννη Καυκιά δημιουργεί μια αφήγηση απρόσκοπτη και θελκτική σε μια καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση.
Διαβάστε επίσης:
Τίποτε δεν χάνεται – Cloé Mehdi