Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 25 Φεβρουαρίου 2016 την ταινία Το Δάσος (THE FOREST) με την Νάταλι Ντόρμερ.

ΣΥΝΟΨΗ

Η ταινία «Το Δάσος» είναι ένα μεταφυσικό θρίλερ που διαδραματίζεται στο θρυλικό Δάσος Αοκιγκαχάρα, στους πρόποδες του Όρους Φούτζι, στην Ιαπωνία. Μια νεαρή Αμερικανίδα, η Σάρα (Νάταλι Ντόρμερ των «Game of Thrones» και «The Hunger Games») αναζητεί την δίδυμη αδερφή της, που έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Παρά τις προειδοποιήσεις όλων να «παραμείνει στο μονοπάτι», η Σάρα θα μπει στο δάσος αποφασισμένη να ανακαλύψει την αλήθεια για την τύχη της αδερφή της – για να έρθει αντιμέτωπη με τις θυμωμένες και βασανισμένες ψυχές των νεκρών που κυνηγούν όποιον περιπλανιέται μέσα στο δάσος.

Στην παραγωγή της ταινίας συναντούμε τον Ντέιβιντ Σ. Γκόγιερ, σεναριογράφο των «Batman Begins», «Man of Steel» αλλά και του επερχόμενου «Superman v Batman: Dawn of Justice».

Πρωταγωνιστούν:

Νάταλι Ντόρμερ, Τέιλορ Κίνι, Έοιν Μακέν, Γιουκιγιόσι Οζάουα

Σκηνοθεσία:  Τζέισον Ζάντα

Σενάριο: Νικ Αντόσκα, Σάρα Κόρνγουελ, Μπεν Κετάι

Παραγωγή: Ντέιβιντ Σ. Γκόγιερ, Ντέιβιντ Λιντ, Τόρι Μέτζερ

Φωτογραφία: Ματίας Τρέλστρουπ

Καλλιτεχνική Διεύθυνση Κέβιν Φίλιπς

Μοντάζ: Τζιμ Φλιν

Μουσική: Μπίαρ ΜακΚρίρι

Κοστούμια: Μπογάνα Νικίτοβιτς

Διάρκεια: 93’

Διανομή: Tanweer

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Το θρυλικό δάσος Aokigahara που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Fuji στην Ιαπωνία, αποτελεί το φυσικό σκηνικό του μεταφυσικού θρίλερ ΤΟ ΔΑΣΟΣ. Μια αμερικανίδα, η Σάρα (Natalie Dormer/ Game of Thrones/ Hunger Games) αναζητά στο Δάσος την δίδυμη αδελφή της, Τζες, η οποία έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Ο σύζυγός της, ο Ρομπ (Eoin Macken) δεν καταφέρνει να την αποτρέψει από το να κάνει το ταξίδι των 6.000 μιλίων για την Ιαπωνία.

Στην περιπλάνησή της στο Δάσος την ακολουθεί ο δημοσιογράφος Άιντεν (Taylor Kinney/ Chicago Fire). Ο Ιάπωνας οδηγός τους, ο Μίτσι (Yukiyoshi Ozawa) τους προειδοποιεί να μη βγουν έξω από τα προκαθορισμένα μονοπάτια, και όταν πέφτει η νύχτα τους αφήνει να αντιμετωπίσουν μονάχοι τους τα στοιχειά του δάσους. Πολύ γρήγορα, ο φόβος θα κυριεύσει την Σάρα, η οποία αρχίζει να αμφισβητεί τα πραγματικά κίνητρα του Άιντεν. Αποφασισμένη  να ανακαλύψει την αλήθεια για την τύχη της αδελφής της, θ’ αντιμετωπίσει τις οργισμένες και βασανισμένες ψυχές των νεκρών που «κατοικούν» στο ΔΑΣΟΣ και επιτίθενται στους απρόσκλητους επισκέπτες.

ΤΟ ΔΑΣΟΣ είναι ένα μεταφυσικό θρίλερ που αντλεί το θέμα του από το δάσος Aokigahara, γνωστό και ως jukai, ή η «Θάλασσα των Δένδρων», που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του όρους Fuji. Η γαλήνια ομορφιά του Aokigahara έρχεται σε αντίθεση με τις ιστορίες βίας και μεταφυσικών φαινομένων που συνδέονται με το όνομά του. Ο μύθος μιλάει για τα ubasute που κατοικούν στα βάθη του δάσους – θλιβερά φαντάσματα ηλικιωμένων γυναικών που οι οικογένειές τους, μη μπορώντας να τις φροντίσουν τις έχουν εγκαταλείψει στο δάσος.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, το Aokigahara έχει γίνει γνωστό ως ένα μέρος όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για να βάλουν τέρμα στη ζωή τους, γι΄ αυτό και αποκαλείται και “Δάσος Αυτοκτονίας”. Το Aokighara θεωρείται ένα πολύ ανατριχιαστικό μέρος όπου τα κινητά τηλέφωνα και οι πυξίδες δεν λειτουργούν, εξαιτίας των κοιτασμάτων σιδήρου που υπάρχουν στο βουνό. Η πανίδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην περιοχή, ενώ το δάσος είναι τόσο πυκνό και σκοτεινό που κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να χαθεί σε αυτό.

Μέσα στο δάσος υπάρχει ένα νεκροτομείο, καθώς και μία ομάδα που είναι επιφορτισμένη σε τακτά χρονικά διαστήματα να εντοπίζει τα πτώματα εκείνων που αυτοκτονούν. Παντού υπάρχουν πινακίδες που λένε, «Γυρίστε πίσω» ή «Ακολουθήστε το μονοπάτι» ή «Σκεφτείτε τα αγαπημένα σας πρόσωπα.» Ο παραγωγός της ταινίας Ντείβιντ Γκόγιερ αισθάνθηκε ότι το Aokighara θα μπορούσε να είναι το τέλειο σκηνικό για το νέο του ψυχολογικό θρίλερ και μετάφερε την ιδέα του στην Lava Bear Films. Ο Μπεν Κετάι έγραψε το πρώτο σχέδιο σεναρίου, και στη συνέχεια το σενάριο ανέλαβε η Σάρα Κόρνγουελ. Στη συνέχεια, ο σεναριογράφος Νικ Αντόσκα πρότεινε κάτι εξαιρετικά σημαντικό: επέκτεινε μία ιδέα της Σάρα, σύμφωνα με την οποία το Δάσος καθρεπτίζει τη θλίψη των ανθρώπων. Εξέλιξε έτσι την ιστορία ως ένα ψυχολογικό παραμύθι, ξεφεύγοντας από τα σεναριακά κλισέ που συνηθίζονται στα θρίλερ.

Η ταινία χρειάστηκε περίπου τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ο Τζέισον Ζάντα  ήδη γνωστός από το Take This Lollipop, ανέλαβε τη σκηνοθεσία, κάνοντας έτσι το σκηνοθετικό του ντεμπούτο σε ταινίες μεγάλου μήκους.

Ο Ζάντα λέει για την πρωταγωνίστριά του, «Η Σάρα είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας. Επιφανειακά είναι μια ευτυχισμένη, γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα. Έχει υπό τη προστασία της την ψυχικά διαταραγμένη δίδυμη αδερφή της, Τζες. Ο ψυχολογικός τους δεσμός είναι μεγάλος. Η Σάρα είναι η ισχυρότερη, πιο σταθερή και πρακτική ως χαρακτήρας, αλλά τα ανεπίλυτα ζητήματά της την καθιστούν ευάλωτη. Βιώνει άρνηση για πολλά κομμάτια της παιδικής της ηλικίας. Στην πραγματικότητα η Τζες είναι περισσότερο υγιής ψυχολογικά από εκείνη. Αντιμετωπίζει τους δαίμονές της και είναι πιο ανοικτή και ειλικρινής με τα προβλήματα και τους φόβους της. Η Σάρα δεν είναι έτοιμη για αυτό. Ακόμα και η εξωτερική της εμφάνιση προδίδει ότι είναι ένας συντηρητικός χαρακτήρας, σε αντίθεση με την Τζες που έχει πολλά piercings, βάφει σκούρα τα μάτια και τα μαλλιά της, φορά πολύ make-up.

Ο Γιαπωνέζος ηθοποιός Ozawa που ενσαρκώνει τον Μίτσι, τον οδηγό της Σάρα και του Άιντεν στο Aokigahara, εξηγεί, «Στην Ιαπωνία, όλοι γνωρίζουν το μυστήριο που συνδέεται με το Aokigahara.  «AO» σημαίνει μπλε, «ki» είναι το δέντρο, και «gahara» είναι ένα μεγάλο πεδίο. Τα πνεύματα εκείνων που αυτοκτόνησαν λέγονται yurei, που σημαίνει ανήσυχα φαντάσματα. Επειδή ακριβώς ο θάνατός τους είναι βίαιος και μοναχικός, κατακλύζονται από συναισθήματα εκδίκησης, ζήλιας, μίσους, θλίψης.

Ο Ζάντα προσθέτει, «Τα yurei είναι πεινασμένα φαντάσματα, δεν θέλουν να αφήσουν τους επισκέπτες να φύγουν από το Δάσος. Στην ταινία έχει προστεθεί ακόμα ένα κομμάτι στο μύθο τους: ο μόνος τρόπος για να βγει μια ψυχή και ν’ αναπαυτεί εν ειρήνη, είναι κάποια άλλη να πάρει τη θέση της. Σύμφωνα με το θρύλο των yurei στο Aokigahara, πολλοί αναφέρουν σκιές να κινούνται αθόρυβα ανάμεσα στα δέντρα και πρόσωπα νεκρών να εμφανίζονται στους φλοιούς των δέντρων.

Η ενδυματολόγος Bojana Nikitovic και η ομάδα της έντυσαν τα yurei και τα ubusute με κιμονό που έφεραν από την Ιαπωνία. Κάποια από αυτά ράφτηκαν για τις ανάγκες της ταινίας και κάποια αγοράστηκαν μεταχειρισμένα. Στη συνέχεια, προκειμένου να φαίνονται παλιά, τα κιτρίνισαν, τα ξεθώριασαν, τα έσκισαν και τα τρύπησαν. Η ομάδα make up επιμελήθηκε την εμφάνιση όλων των ηθοποιών που έπαιξαν τα yurei και τα ubasute: πρόσθετα, φακοί επαφής, ειδικό make up. Τα ubasute υποτίθεται ότι είναι τυφλά οπότε φορούν λευκούς φακούς και είναι ντυμένα πιο παραδοσιακά. Τα yurei θυμίζουν περισσότερο ιαπωνικά θρίλερ, έχουν περίεργα μαλλιά, και χλωμό ραγισμένο δέρμα.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, που σχετίζονται με μεταφυσικά φαινόμενα, υπάρχουν υπόηχοι, που βρίσκονται κάτω από το ακουστικό φάσμα. Τέτοιου είδους ήχοι χρησιμοποιήθηκαν στην τελική επεξεργασία του ήχου της ταινίας, καθώς έχει αποδειχθεί ότι όταν χρησιμοποιούνται προκαλούν φόβο ή ακόμα και παραισθήσεις.

Στο πραγματικό δάσος, υπάρχουν τουρίστες που έρχονται καθημερινά για να θαυμάσουν από κοντά την ομορφιά αυτού του τόσο σημαντικού τοπίου για την ιαπωνική ιστορία και πολιτισμό.  Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που πηγαίνουν εκεί με πρόθεση να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Αυτή η «συνύπαρξη» οδηγεί αναπόφευκτα σε κάποιες αστείες στιγμές στην ταινία.  Ο Ζάντα θέλησε να επισκεφτεί και ο ίδιος το Δάσος πριν τα γυρίσματα. Τρεις οδηγοί δείλιασαν να τον συνοδεύσουν, προφασιζόμενοι ασθένεια, εφιάλτες ή κακό προαίσθημα. Τελικά βρέθηκε ένας πιο θαρραλέος που όμως επέμενε να βγουν από το Δάσος, πριν το σούρουπο.

Η παραγωγή έκανε γυρίσματα για μια εβδομάδα στο Τόκιο. Καθώς πλέον δεν επιτρέπονται τα γυρίσματα στο ίδιο το Aokighara, η παραγωγή έπρεπε να βρει κάποιο άλλο μέρος. Αφού εξετάστηκαν διάφορες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο, επιλέχτηκε το Εθνικό Πάρκο Tara στη Σερβία. Πρόκειται για μια τεράστια έκταση, που βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων ωρών από το Βελιγράδι. Για τα γυρίσματα στο Tara, η ομάδα παραγωγής χρειάστηκε να εξοπλιστεί λόγω του κρύου με πολλά ζεστά πουλόβερ, καφέ, σοκολάτες και πολλά εντομοαπωθητικά σπρέι.  Για τη σήμανση στο δάσος, αντιγράφηκαν οι ιαπωνικές πινακίδες, απλά τοποθετήθηκαν σε διαφορετικά σημεία. Στη Σερβία έγιναν και αρκετά γυρίσματα για εσωτερικούς χώρους. Μία αποθήκη χρησιμοποιήθηκε για να στηθούν τα σκηνικά για τα αμερικανικά σπίτια, ένα ιαπωνικό ξενοδοχείο και ένα παγωμένο σπήλαιο.

Η αίσθηση της αυθεντικότητας που έπρεπε να αποπνέουν τα σκηνικά ήταν υψίστης σημασίας για όλα τα sets που αναφέρονταν στην Ιαπωνία. Δύο μήνες πριν από τα γυρίσματα, κατά την προετοιμασία της ταινίας, ο υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής, Kevin Phipps, και η ομάδα του, έμαθαν πώς να κατασκευάζουν παραδοσιακό ιαπωνικό shoji, ή ριζόχαρτο και παραδοσιακά ξύλινα οικοδομικά υλικά. Ο εγκαταλελειμμένος δασικός σταθμός ήταν μια ξύλινη κατασκευή που στήθηκε ξανά από την παραγωγή, αντιγράφοντας με πιστότητα τον ιαπωνικό τρόπο. Ακολουθήθηκε ο παραδοσιακός σχεδιασμός, χρησιμοποιήθηκε καμένο και πεπαλαιωμένο ξύλο, «φύτεψαν» βρύα ανάμεσα από τους κορμούς για λόγους στεγανότητας. Στο εσωτερικό, δημιουργήθηκαν τεχνητοί ιστοί αράχνης και για τη διακόσμηση τοποθετήθηκαν σάπια φρούτα και ένα vintage στρατιωτικό ραδιόφωνο από τη Σερβία.

Οι γραφιστικές εργασίες αποδείχθηκαν από τις πιο χρονοβόρες.  Ο Phipps σημειώνει, «από τη μία είχαμε ένα πολύ καλό γραφίστα και από την άλλη πολύ υλικό αναφοράς. Για μία σκηνή σε ένα μπαρ, χρειάστηκε να φτιαχτούν 60 διαφορετικές ετικέτες μπουκαλιών στα ιαπωνικά! Ένας Ιάπωνας μας βοήθησε στο να κάνουμε τις απαραίτητες διορθώσεις και να χρησιμοποιήσουμε τις σωστές γραμματοσειρές.» Πολλά props απεστάλησαν από το Τόκιο και κάποια μεταφέρθηκαν από τη Βιέννη, όπου υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ιαπωνική κοινότητα. Μερικά στοιχεία του σπιτιού της Σάρα έφτασαν στο Βελιγράδι με τη βοήθεια της πρεσβείας των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το σενάριο, το σπίτι της Σάρα απέχει περίπου 55 λεπτά με το αυτοκίνητο από τη δουλειά της. Δεδομένου ότι εκείνη εργάζεται στην Ουάσιγκτον, η παραγωγή αποφάσισε το σπίτι της να βρίσκεται κάπου κοντά στη Βαλτιμόρη. Το επόμενο βήμα ήταν να ακολουθήσουν το στιλ των σπιτιών της περιοχής, ενώ η εσωτερική διακόσμηση θα έπρεπε να αποκαλύπτει κάτι για τη ζωή του ζευγαριού και των χαρακτήρων τους. Καθότι ο Ρομπ και η Σάρα δεν έχουν παιδιά και είναι και οι δυο τους νέοι επαγγελματίες με υψηλό σχετικά εισόδημα, μέσα στο σπίτι υπάρχουν πολλά ωραία αντικείμενα. Η τραπεζαρία είναι μόνο για το θεαθήναι. Τη χρησιμοποιούν σπάνια, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Το υπνοδωμάτιο είναι ρομαντικό με απαλά χρώματα, μία ωραία πολυθρόνα, και οι ντουλάπες σε ξεχωριστό δωμάτιο. Όπως και η ίδια η Σάρα, όλα είναι τέλεια τακτοποιημένα στο σπίτι.

Για τις αναδρομές στην παιδική ηλικία της Σάρα, χρησιμοποιήθηκε το σπίτι της γιαγιάς της. Η διακόσμηση του σπιτιού παραπέμπει στη δεκαετία του ΄70. Έτσι, τα πράγματα φαίνονται φθαρμένα, αλλά άνετα, με ζεστά μπεζ και καφέ χρώματα, ενώ οι τοίχοι είναι υπενδεδυμένοι με ξύλο. Υπάρχει και μία πόρτα που οδηγεί στο υπόγειο, που αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο για την παιδική ηλικία των διδύμων κοριτσιών.  Εκεί βρίσκονται όλα τα παιχνίδια τους, εις διπλούν, ένα για την καθεμιά τους.

Το πιο δύσκολο σετ ήταν η σπηλιά από πάγο και ο περίβολός της, μήκους 120 ποδιών. Για την κατασκευή της σπηλιάς χρησιμοποιήθηκε fiberglass και 200 κιλά λιωμένο κερί, ώστε να δίνεται η αίσθηση του πάγου. Στο Aokigahara, υπάρχουν αυτές οι ασυνήθιστες σπηλιές πάγου με τις υπόγειες καταβόθρες τους, όπου το νερό με την πάροδο του χρόνου, έχει διαβρώσει τις υπόγειες διαβάσεις. Για το σχηματισμό των σταλακτίτων χρησιμοποιήθηκε καθαρή ρητίνη και λειωμένο κερί ψεκάστηκε πάνω σε όλες τις επιφάνειες για να δημιουργήσει την αίσθηση του πάγου. Περίπου 20 άνθρωποι εργάστηκαν για να υλοποιηθεί αυτό το δύσκολο project. Το κερί έπρεπε να ρίχνεται ζεστό και να κρυώνει πριν από την τήξη του. Η διαδικασία ήταν ιδιαίτερα θορυβώδης, ενώ όλοι μετά είχαν κερί στα μαλλιά τους και στα ρούχα τους. Μετά από τον κάθε ψεκασμό με κερί, έπρεπε να πέφτει και νερό, ώστε το αποτέλεσμα να δίνει περισσότερο την εντύπωση σταλακτίτη. «Γενικά, ήταν ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο περιβάλλον για να δουλεύει κάποιος,» παραδέχεται ο Phipps.

Όταν η Ντόρμερ μπαίνει στη σπηλιά είναι ήδη τραυματισμένη και ιδιαίτερα αναστατωμένη. Η σπηλιά ήταν πολύ βρώμικη και ήταν γεμάτη έντομα, που κολλούσαν πάνω της, γεγονός που έκανε το εγχείρημα πολύ πιο δύσκολο για την ηθοποιό, αλλά πολύ πιο αυθεντική την εμπειρία για το κοινό.

Η παλέτα φωτισμού της ταινίας είχε τρεις διαβαθμίσεις. Στην Αμερική ήταν φωτεινή, στο Τόκιο το βασικό της χαρακτηριστικό ήταν τα φώτα νέον και τέλος στο Δάσος έγινε πιο σκοτεινή, ώστε να δημιουργηθεί μια δραματική και απειλητική ατμόσφαιρα. Το μόνο τεχνητό φως ήταν αυτό που προερχόταν από το κινητό τηλέφωνο της Σάρα. Για να κλιμακωθεί η αίσθηση του πανικού, χρησιμοποιήθηκαν φορητές κάμερες, steadicam και φακοί split diopter,  που καμία φορά κάνουν την εικόνα «ενοχλητική» για το κοινό. Η ταινία συνδυάζει τόσο κλασικά όσο και μοντέρνα στοιχεία κινηματογράφησης, προκειμένου να εντείνει το σασπένς.

Ο καιρός ήταν ακόμα μία πρόκληση για τα εξωτερικά γυρίσματα στο δάσος. Αποφασίστηκε ότι ο συννεφιασμένος ουρανός θα ήταν ο πιο ταιριαστός για την ατμόσφαιρα της ταινίας. Όσο οι πρωταγωνιστές ακολουθούν το μονοπάτι, υπάρχει φως και ήλιος, αλλά μόλις το εγκαταλείπουν όλα τα γυρίσματα γίνονται στη σκιά, μέχρι που δύει ο ήλιος και δεν υπάρχει καθόλου φως.

Όλες οι προσπάθειες τόσο του cast όσο και του συνεργείου είχαν στόχο τη δημιουργία μιας ταινίας που εκτός από τρομακτική να ενεργοποιεί το μυαλό του κοινού. Ο Γκόγιερ εκμυστηρεύεται, «ελπίζουμε ΤΟ ΔΑΣΟΣ να κάνει το κοινό να φοβηθεί να πάει στο δάσος με τον ίδιο τρόπο που η ταινία Jaws έκανε τον κόσμο να φοβάται να βουτήξει στον ωκεανό!»