Το «Ημερολόγιο ενός Βιβλιοπώλη» του Σον Μπάιτελ και ο μαγικός κόσμος των βιβλίων

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, διαβάζουμε το «Ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη» του Σον Μπάιτελ και γιορτάζουμε την ύπαρξη των βιβλίων στη ζωή μας.

Aκόμα θυμάμαι πώς ξεκίνησα να αγαπώ τα βιβλία. Θυμάμαι ότι το καθημερινό ραντεβού με τη μαμά μου για να διαβάσει παραμύθια σε εμένα και τον αδερφό μου πριν κοιμηθούμε, όταν ακόμα δεν μπορούσα να τα διαβάσω μόνη μου, ήταν ίσως το αγαπημένο μου ραντεβού της ημέρας· και ότι οι επισκέψεις με τον μπαμπά μου στο υπέροχο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μας για να αγοράσουμε βιβλία πριν τις διακοπές δεν ήθελα να τελειώσουν ποτέ.

Θυμάμαι τα βράδια που ξενυχτούσα, κι ας είχα σχολείο την επόμενη μέρα, γιατί δεν ήθελα να αφήσω την ιστορία στη μέση, μαγεμένη από τους κόσμους που ανοίγονταν μπροστά μου μέσα στη νύχτα. Θυμάμαι τις καλοκαιρινές εκθέσεις που με μαγνήτιζαν και με καλούσαν να περάσω ώρες ξεφυλλίζοντας και προσπαθώντας να διαλέξω μερικά μόνο από τα βιβλία που θα ήθελα να πάρω μαζί μου στο σπίτι. Ακόμα και σήμερα, το να βγω από ένα βιβλιοπωλείο με άδεια χέρια, κι ας μεγαλώνει έτσι η λίστα με τα αδιάβαστα, φαντάζει άθλος.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι πολλοί αυτοί που κατέφυγαν, επέστρεψαν ή παρέμειναν στα βιβλία, βρίσκοντας εκεί καταφύγιο τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς, της απομόνωσης, της μαυρίλας του θανάτου που έμοιαζε – και μοιάζει ακόμα – να σκιάζει συχνά τα πάντα γύρω μας. Φαίνεται είχαμε περισσότερη ανάγκη από ποτέ να μπούμε σε άλλους κόσμους, να ταξιδέψουμε σε άλλες πραγματικότητες που είτε θα έκαναν το παρόν πιο ανεκτό και λιγότερο παράδοξο, βοηθώντας μας να συνειδητοποιήσουμε πως η δυστυχία, η αρρώστια, η μοναξιά ήταν πάντοτε κομμάτι της ζωής, είτε θα μας υπενθύμιζαν πόση μαγεία υπάρχει εκεί έξω, πόσο όμορφη και συναρπαστική μπορεί να είναι η ζωή.

Photo by Ben Please

Το «Ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη»

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, γράφω λίγα λόγια για το «Ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη», μιας και είναι ένα βιβλίο για τα βιβλία – που σήμερα γιορτάζουν. Ο τίτλος μιλάει από μόνος του: δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, και ούτε πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο, αλλά για το ημερολόγιο του Σον Μπάιτελ, ιδιοκτήτη του δεύτερου μεγαλύτερου παλαιοβιβλιοπωλείου της Σκωτίας ονόματι The Book Shop. Στριμώχνοντας  100.000 βιβλία στους στριφογυριστούς διαδρόμους του και στα 1,5 χιλιομέτρου ράφια του, αυτός ο βιβλιοπαράδεισος βρίσκεται στη μικρή επαρχιακή πόλη Ουίγκταουν, που παρά το μέγεθός της έχει φανατικούς αναγνώστες και υποδέχεται κάθε χρόνο τη Γιορτή του Βιβλίου και πολλούς βιβλιόφιλους από όλο τον κόσμο.

Όποιος έχει δουλέψει σε βιβλιοπωλείο μπορεί να καταλάβει τις δυσκολίες αυτής της δουλειάς που περιγράφονται με δεξιοτεχνία, καυστικότητα και χιούμορ από τον Μπάιτελ. Αλλά και να νιώσει γιατί, παρά τις δυσκολίες – και το ατελείωτο κουβάλημα – που ενίοτε απομυθοποιούν το ρομαντικοποιημένο επάγγελμα του βιβλιοπώλη, έχει τόση γοητεία το να δουλεύεις ανάμεσα σε βιβλία, να συναντάς τόσα διαφορετικά είδη αναγνωστών και να μιλάς μαζί τους για όλους τους μοναδικούς κόσμους που βρίσκονται εκεί, γύρω σας, τυπωμένοι σε χαρτί. Ναι, ακόμα κι αν κάποιους από αυτούς εύχεσαι να μην τους ξαναδείς.

Ο Μπάιτελ όμως είναι εκτός από βιβλιοπώλης και ιδιοκτήτης, βιώνοντας έτσι επιπλέον όλες τις καθημερινές δυσκολίες επιβίωσης ενός επαρχιακού παλαιοβιβλιοπωλείου, όπως αυτές προκύπτουν τη σημερινή εποχή της τεχνολογίας και της Amazon. «[Τ]α επισφαλή οικονομικά της επιχείρησης, οι αδιάκοποι καβγάδες με το προσωπικό και τα ατελείωτα, κουραστικά παζάρια με τους πελάτες» είναι μερικά από τα προβλήματα που περιγράφει στο ημερολόγιό του ολόκληρο το έτος 2014. Στον αντίποδα αυτών, περιγράφει όμως και τις ζηλευτές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που οργανώνει και καταλήγουν σε ολονύχτιες κρασοσυζητήσεις, τις ενδιαφέρουσες λογομαχίες με τους απαιτητικούς και εκκεντρικούς πελάτες του, όπως και τις επισκέψεις του σε βρετανικές επαύλεις και οίκους πλειστηριασμών για να ‘κυνηγήσει’ και να ανακαλύψει πιθανούς κρυμμένους θησαυρούς.

Μπορεί το βιβλίο ανά στιγμές να θεωρηθεί ανιαρό ή γλωσσικά υπερβολικά λιτό, όπως άλλωστε μπορεί ενίοτε να θεωρηθεί κάθε είδους καθημερινότητα, όσο συναρπαστική κι αν είναι κατά τ’ άλλα. Εξάλλου, γίνεται σαφές εξαρχής ότι δεν πρόκειται για λογοτεχνία, αλλά για καταγραφή μιας πραγματικότητας – ίσως βέβαια πασπαλισμένης με κάποιες δόσεις υπερβολής που φέρνουν κατευθείαν στο μυαλό τον λατρεμένο Μπέρναρντ Μπλακ, πρωταγωνιστή βιβλιοπώλη στη βρετανική τηλεοπτική σειρά «Black Books».

Μεταξύ άλλων, το βιβλίο αυτό με έβαλε σε σκέψεις για το κατά πόσο θα άξιζε να αφήσουμε λίγο χώρο στη λίστα των σούπερ σταρς για κάτι τέτοιους/-ες βιβλιοπώλες και βιβλιοπώλισσες που δίνουν τη μάχη τους καθημερινά για να καταλήγουν όλοι οι θαυμαστοί κόσμοι των βιβλίων στα χέρια μας, τα τραπέζια μας, τα κομοδίνα, τους καναπέδες και τις ξαπλώστρες μας. Στην περίπτωση αυτή, ο δύστροπος Μπάιτελ θα κέρδιζε σίγουρα μια θέση στη λίστα, ύστερα βέβαια από τη θρυλική Σίλβια Μπιτς, την ιδρύτρια του εξίσου θρυλικού Shakespeare and Company στο Παρίσι.

Σήμερα λοιπόν γιορτάζουμε το βιβλίο, όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως ύλη: όλα εκείνα τα στοιχεία που του προσδίδουν μαγεία και που κάνουν κάποιες εκδόσεις να ξεχωρίζουν περισσότερο από άλλες. Όπως αυτά του εν λόγω βιβλίου που κυκλοφορεί στα ελληνικά με υπέροχο εξώφυλλο από τις εκδόσεις Key Books σε μετάφραση του Τάσου Νικογιάννη. Γι’ αυτήν την έκδοση θα πρέπει σίγουρα να είναι περήφανος ο Μπάιτελ που τόσο υπερασπίζεται το βιβλίο στην παραδοσιακή του μορφή και διασκεδάζει με το να πυροβολάει Kindle στην εξοχή όπως αναφέρεται στο ίδιο το βιβλίο.

Πράγματι, όσο κι αν η τεχνολογία κάνει συχνά τη ζωή μας ευκολότερη, όσοι αγαπούν τα βιβλία ίσως θα προτιμούν πάντα το ξεφύλλισμα και τη μυρωδιά του χαρτιού, κι ας πρέπει να επωμίζονται λίγα κιλά παραπάνω στη βαλίτσα των διακοπών. Τα βιβλιοπωλεία όμως, όπως καταγγέλλει ο Μπάιτελ, κινδυνεύουν κι από τις διαδικτυακές αγορές, από όσους χαζεύουν στο βιβλιοπωλείο, απολαμβάνουν τη ζεστασιά του και ζητούν τις συμβουλές όσων δουλεύουν εκεί, για να αγοράσουν μετά το βιβλίο τους από την Amazon.

Κι όμως, αυτοί οι μοναδικά φιλόξενοι χώροι είναι ακόμα εδώ για να καταφεύγουμε τις ώρες της χαράς και της λύπης. Σε μία από τις εξομολογήσεις του, ο βιβλιοπώλης μας αναφέρει:

«Τόσο σπάνια βρίσκω πια χρόνο για να διαβάσω που όταν τα καταφέρνω μοιάζει με ονειρεμένη απόλαυση που ξεπερνάει κάθε άλλη αισθητική εμπειρία. Όταν στα τριάντα μου έλαβε τέλος μία σημαντική σχέση, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να διαβάζω. Μάζεψα μία στοίβα βιβλία και βυθίστηκα σε αυτά, δραπετεύοντας από τον κόσμο γύρω μου και μέσα μου.»

Κι αυτό είναι μία υπενθύμιση ότι όποια κι αν είναι η ερώτηση, η τέχνη – ως δημιουργία και ως απόλαυση – είναι πάντα η απάντηση. Τα βιβλία είναι τέχνη, ως περιεχόμενο αλλά και ως ύλη, και είμαστε τυχεροί που υπάρχουν ως καταφύγιο, για να μπορούμε να δραπετεύουμε από τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας, να ονειρευόμαστε διαφορετικές πραγματικότητες και να αντέχουμε αυτήν στην οποία ζούμε.

Kεντρική φωτογραφία θέματος: Colin Tennant

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ