Από τις εκδόσεις Πάπυρος κυκλοφορεί το βιβλίο Το κόκκινο και το μαύρο του Stendhal.
Επιτομή του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, έργο σταθμός στην ιστορία της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το Κόκκινο και το Μαύρο είναι η ιστορία του Ζυλιέν Σορέλ, ενός νεαρού ονειροπόλου από την επαρχία, που γεμάτος θαυμασμό για τα ιδεώδη του Ναπολέοντα θέτει στόχο του να ξεφύγει από τα δεσμά της φτωχής του καταγωγής και να κατακτήσει την καταξίωση και τον πλούτο στην παρακμιακή γαλλική κοινωνία της Παλινόρθωσης των Βουρβόνων. Ευφυής και φιλόδοξος, ιδεαλιστής και μέγας υποκριτής, φύση επαναστατική και στυγνός οπορτουνιστής, θα χτίσει τη θριαμβευτική του καριέρα εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τον κώδικα της κοινωνικής υποκρισίας ώστε από την ταπεινή επαρχιακή Βεριέρ να βρεθεί στα σαλόνια του Παρισιού, κατακτώντας την καρδιά της όμορφης και ευγενικής κυρίας ντε Ρενάλ, συζύγου του πρώτου εργοδότη του, και ύστερα της αριστοκρατικής και αλαζονικής Ματθίλδης. Όσο όμως μετεωρική είναι η άνοδός του τόσο απότομη και σκληρή θα είναι η πτώση του.
Ο άνεμος της Ιστορίας που πνέει στο έργο, η γοργή ροή της αφήγησης, η ψυχολογική εμβάθυνση στους εμβληματικούς χαρακτήρες, που πλάθονται σαν πρόσωπα με σάρκα και οστά, η σύνδεση τους ηρώων με τον κοινωνικό τους περίγυρο, η ζωντανή απεικόνιση ενός ολόκληρου κόσμου σε όλες τις πτυχές του, καθιστούν το Κόκκινο και το Μαύρο μια ανεπανάληπτη αναγνωστική εμπειρία αλλά και ένα μέσο μύησης στη μεγάλη τέχνη του μυθιστορήματος.
Ο Σταντάλ (ψευδώνυμο του Henri Beyle) γεννήθηκε στη Γκρενόμπλ το 1783 και σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας του ήταν εύπορος δικηγόρος και κτηματίας. Το 1799 έφυγε για το Παρίσι, κυρίως για να ξεφύγει από την πατρική εξουσία. Κατατάχθηκε στον στρατό του Ναπολέοντα τον Μάιο του 1800 και έλαβε μέρος στις εκστρατείες στην Αυστρία, στη Γερμανία και στη Ρωσία. Το 1815, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, εγκαθίσταται στην Ιταλία, από όπου απελαύνεται ύστερα από επτά χρόνια ως ύποπτος κατασκοπείας. Επιστρέφει στο Παρίσι και διαμένει εκεί ως το 1831, οπότε επανέρχεται στην Ιταλία ως πρόξενος στην Τσιβιταβέκια, κοντά στη Ρώμη. Πέθανε στις 23 Μαρτίου του 1842, σε έναν δρόμο του Παρισιού, όπου είχε επανέλθει με αναρρωτική άδεια. Είχε ήδη συνθέσει την επιτύμβια επιγραφή του: “Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα”. Η ζωή του ήταν γεμάτη περιπλανήσεις και ερωτικά πάθη. Στα νεανικά του χρόνια αποπειράθηκε να γράψει θέατρο. Έμαθε να ζωγραφίζει και φιλοτέχνησε αίθουσες στο Παρίσι. Έγραψε μυθιστορήματα, βιβλίο για την ιταλική ζωγραφική, βιογραφίες του Χάιντν και του Μότσαρτ, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Στο αριστούργημα του “Το Κόκκινο και το Μαύρο”, η Ιστορία συνδέεται με τις προσωπικές ιστορίες εμβληματικών χαρακτήρων. Έχει χαρακτηρισθεί το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και είναι η πρώτη πραγματεία για την “επιτυχία”, την καινούργια κοινωνική θεότητα.