Ο Τσέχωφ συμβαδίζει με τους μεγάλους ποιητές της αρχαίας τραγωδίας που ήξεραν πως να μεταβάλλουν την ήττα σε πνευματικό θρίαμβο..
Άγγελος Τερζάκης
Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ (29 Ιανουαρίου 1860 – 15 Ιουλίου 1904) θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας που άσκησε, μαζί με τον Ίψεν και τον Στρίντμπεργκ, μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής, οι ανθρώπινες σχέσεις, η μοναξιά, ο θάνατος, όχι μόνο της ρώσικης εποχής αλλά ως πανανθρώπινα ζητήματα. Ο γιατρός Τσέχωφ είδε με ευαισθησία το παράξενο και το γελοίο, το βαθύ και το συγκινητικό της ανθρώπινης ψυχής και το ανέδειξε με “χειρουργική ακρίβεια” και “τραγικό χιούμορ”.
110 χρόνια μετά το θάνατο του σπουδαίου αυτού δραματουργού τα έργα του συνεχίζουν να ελκύουν σκηνοθέτες και να γοητεύουν το θεατρόφιλο κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο. Στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του βρίσκονται μικρά μονόπρακτα αριστουργήματα που χαρακτηρίζονται για την φαρσική τους “γοητεία”.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το Κύκνειο Άσμα, ένα από τα πρώτα μονόπρακτα του Τσέχωφ, γράφτηκε το 1886 – 7 και η παγκόσμια πρεμιέρα του έγινε στο Θέατρο Κορς της Μόσχας, στις 19 Φεβρουαρίου 1888. Στην Ελλάδα, το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ωδείο Αθηνών, στις 20 Απριλίου 1929, από τον Μιχάλη Κουνελάκη, ο οποίος ανέλαβε μετάφραση και ερμηνεία. Δύο ακόμα παραστάσεις του έργου, που αξίζει να μνημονεύσουμε, ήταν: το 1968, από το Κ.Θ.Β.Ε, σε σκηνοθεσία Θάνου Κωτσόπουλου και το 1981, από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν· Το Κύκνειο Άσμα ήταν και το κείμενο που ερμήνευσε στην τελευταία ραδιοφωνική του παράσταση ο Αιμίλιος Βεάκης, το 1951.
Το Κύκνειο Άσμα, δραματική σπουδή σε μία πράξη
Νύχτα μέσα σε ένα σκοτεινό και άδειο θέατρο… Η παράσταση έχει τελειώσει και ο κωμικός ηλικιωμένος ηθοποιός (Βασίλι Βασίλιεβιτς Σβετλοβίντωφ) ξυπνά, ξεχασμένος στο καμαρίνι του… Ανάμεσα στους κρύους τοίχους κάνει τον απολογισμό της ζωής που έπαιξε στο σανίδι αλλά δεν έζησε στην πραγματικότητα, πνίγοντας τον πόνο του στη βότκα. Μοναδικός ακροατής και συνερμηνευτής ο υποβολέας του (Νικήτα Ιβάνιτς), στις σύντομες σκηνές από Μπόρις Γκοντούνοφ, Βασιλιά Ληρ, Άμλετ, Οθέλλο.
Οι μεγάλοι ρόλοι του παρελθόντος ξαναζωντανεύουν και τότε δίνει την τελευταία του παράσταση, που θα είναι και η καλύτερη της ζωής του!
Η φετινή παράσταση του έργου, που παρουσιάζεται στο Θέατρο της Ημέρας, σε σκηνοθεσία της Ανδρομάχης Μοντζολή τιμά τον σπουδαίο δραματουργό, τον ηθοποιό και το ίδιο το θέατρο.
Ένα μπαούλο με πολλαπλές λειτουργίες, ένα σκαμνί, δύο μπουκάλια βότκα, είναι τα αντικείμενα που βρίσκονται στο λιτό και λειτουργικό σκηνικό, που φρόντισε η Ανδρομάχη Μοντζολή. Η αίσθηση της αστάθμητης μελαγχολίας, του παλιού, της φθοράς και της εγκατάλειψης διαγράφονται στο σκηνικό διάκοσμο. Διακριτικές ήταν και οι υπομνήσεις της ρωσικής ατμόσφαιρας, στη μουσική και στη σκηνογραφία. Έχω ωστόσο την άποψη ότι η τοποθέτηση του κύκνου στην έναρξη και στη λήξη της παράστασης είναι περιττή, μπροστά στην δυνατή σκηνική παρουσία του 93χρονου ηθοποιού. Ο φωτισμός του Γιώργου Σηφάκη αποδίδει την εσωτερική δράση του έργου και τονίζει την κλιμάκωση και τη θερμότητα των συναισθηματικών διακυμάνσεων. Οι μουσικές νότες των Ιωάννη Παπλωματά και Θάνου Αστερίου συσχετίζονται απόλυτα και εναρμονίζονται με τη σκηνοθετική οπτική και τις ζωντανές φιγούρες που φιλοτεχνούν οι δύο ηθοποιοί.
Η επιλογή του Μιχαήλ Γιαννικάκη, για το ρόλο του υποβολέα, κρίνεται απολύτως ταιριαστή, στην όψη και στο λόγο. Ενισχύει με την υποκριτική του την αίσθηση των στιγμών που περνάνε ανεπιστρεπτί, χωρίς να στοχεύει στον εντυπωσιασμό, δείχνοντας ότι κατέχει μία μεγάλη γκάμα τόνων και εκφράσεων. Στα θετικά της υπόκρισής του εγγράφεται το οργανικό δέσιμο πάνω στη σκηνη και η αμοιβαιότητα στη σχέση του με τον συμπαίχτη του, καθώς και η ερμηνεία του ως Κρέοντας (“Κανείς δεν είναι τόσο γέρος που να μην θέλει να γεράσει λίγο ακόμα”).
Ας μου επιτρέψουν όμως οι υπόλοιποι συντελεστές να δώσω τη βαρύτητα που αρμόζει στον πρωταγωνιστή της παράστασης…
Μία γνήσια ερμηνεία
Ο ύμνος του Τσέχωφ στους ηθοποιούς και στις θυσίες που υπόκεινται για την τέχνη τους και η κατάδυση στις μνήμες, στα ερμηνευτικά μεγαλεία μιας άλλης εποχής, αποδίδονται από τον 93χρονο Κοσμά Παναγιωτίδη με σπάνια λιτότητα και εσωτερική πυκνότητα. Ο κ. Παναγιωτίδης έδωσε στο κοινό μία πλούσια ερμηνεία, σε ουσία και συναίσθημα, καθώς ισορροπεί ανάμεσα στις κωμικές νότες και στο ζωντανό συναίσθημα· Τρυφερότητα, θέρμη, ευγένεια και αισθαντικότητα, χαρακτηρίζουν το παίξιμό του. Ο ηθοποιός, με απόλυτα ελεγχόμενες τις κινήσεις του, ανταποκρίθηκε επάξια στις απαιτήσεις του δραματικού χαρακτήρα που ενσάρκωσε και μετέφερε στο κοινό το γέλιο, τη συγκίνηση, τη περηφάνια και την απογοήτευση για τα χαμένα όνειρα και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Στο τέλος το πάζλ ολοκληρώνεται και μένει η εικόνα ενός ανθρώπου που έδωσε όλη του τη ζωή για το θέατρο και πληρώνει το τίμημα της τέχνης του…τη μοναξιά! Η εικόνα αυτή όμως εισπράττει ένα αυθόρμητο και αληθινό χειροκρότημα, ως αναγνώριση του ώριμου και γνήσιου υποκριτικού ταλέντου, που είναι η απόδειξη των θαυματουργών δυνατοτήτων του θεάτρου.
Γιατί “όπου υπάρχει ταλέντο, δεν υπάρχουν γεράματα”, όπως λέει και ο ήρωας του Κύκνειου Άσματος.
Δεν χρειάζονται πάντα πρωτοτυπίες και μοντερνισμοί, ευτυχώς υπάρχει και αυτό το θέατρο στη σκυθρωπή εποχή μας, που δηλώνει έντονα τη παρουσία του μέσα στο χρόνο και παραδίδει τη “σκυτάλη” στους επόμενους.
Έτσι απλά, “για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι..”!
*Πληροφορίες για τις παραστάσεις του Κύκνειου Άσματος στην Ελλάδα πάρθηκαν από:
Κωνσταντίνος Κυριακός, Τα έργα του Τσέχοφ στην ελληνική σκηνή, 1902-1993, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1995, σελ. 568.
Το Κύκνειο Άσμα του Άντον Τσέχοφ, για όλες τις Δευτέρες του Φεβρουαρίου θα παρουσιάζεται στο Θέατρο της Ημέρας, σε σκηνοθεσία της Ανδρομάχης Μοντζολή. Μην χάσετε μία παράσταση που μιλάει για την “αγάπη του χθες που αντέχει στο σήμερα”! ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ