Το «Μοντεβιδέο» του Ενρίκε Βίλα-Μάτας είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον κόσμο της συγγραφικής δημιουργίας

Το κυνήγι της ταυτότητας της συγγραφικής επαγρύπνησης στα χέρια του Βίλα-Μάτας είναι αέναο και μοιάζει με συναρπαστικό στοίχημα που γοητεύει τον αναγνώστη.

Η αποστολή του συγγραφέα που αναμετριέται με το παρόν του και τις ικανότητές του ως προς την έμπνευση και την απόδοσή του στη γραφή τον καθιστούν ευάλωτο, είναι ένας άνθρωπος που εξαρτάται από τις λέξεις και τις ιστορίες που πλάθει, από τις ίδιες του τις κινήσεις. Ποτέ δεν υπήρξε παρθενογένεση σε κανέναν τομέα, πράγμα που σημαίνει πως κάθε δημιουργός αν μη τι άλλο είναι ένα πνεύμα που επηρεάζεται και “παρασύρεται” από προηγούμενες καταστάσεις και από άλλους δημιουργούς. Αυτή είναι εν συνόλω μια πολύ σκληρή δοκιμασία για τον συγγραφέα είναι ένας δύσκολος γρίφος για να λύσει, είναι μια δοκιμασία στην οποία οφείλει να ανταποκριθεί με όλο του το είναι, να βρει τα πατήματά του και να χρησιμοποιήσει αν χρειαστεί, τις επιρροές αυτές για τη δική του λογοτεχνική ευημερία μακριά από πρέπει που δεν έχουν αντίκρυσμα. Το βιβλίο αυτό είναι μια αναμέτρηση του σπουδαίου Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Enrique Vila-Matas) με τον ίδιο του τον εαυτό γιατί με τον εαυτό του αναμετράται εδώ και αυτόν ανταγωνίζεται.

Συντροφιά με τις αγωνίες της δημιουργίας και ενάντια στο φάντασμα της απραξίας

Ο Βίλα-Μάτας οικοδομεί ένα ακόμα συναρπαστικό μυθιστόρημα όπου η πλοκή είναι η ίδια η λογοτεχνία, ο κόσμος των συγγραφέων όπως ο Χούλιο Κορτάσαρ, τον οποίο και τοποθετεί στο επίκεντρο της ιστορίας που μας αφηγείται. Παίζει το παιχνίδι της αποκάλυψης, σχεδιάζει τη βάση των όσων μας παρουσιάζει μέσα από το παιχνίδι της μνήμης, είναι η τελευταία ένα εργαλείο αναγκαίο και βασικό για να ξεδιπλωθεί η σκέψη του Βίλα-Μάτας, όλο το μυθιστόρημα έχει στοιχεία της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ιστορίας των τόπων στους οποίους αναφέρεται, το δωμάτιο στο ξενοδοχείο Θερβάντες όπου βρίσκεται συνδέεται με τον Κορτάσαρ και το περίφημο Μουσείο Πομπιντού στο Παρίσι πρωταγωνιστεί και αυτό στις αναφορές του. Είναι ένα μυθιστόρημα από αυτά που μας έχει συνηθίσει ο Ισπανός φίλος του Νταλί, ένας συγγραφέας που βγαίνει έξω από τα συνήθη αυστηρά πλαίσια της λογοτεχνικής αφήγησης για να ξετυλίξει τις δικές του αγωνίες, μια τακτική που έχει γοητεία και συνέχεια.

Ο Βίλα – Μάτας, γνωστός για τις αναζητήσεις του και την φιλοσοφική διάσταση της σκέψης του, δεν εφησυχάζει, απορεί, αναρωτιέται, αρθρώνει λόγο προβληματισμού για όσα συμβαίνουν στον κόσμο της διανόησης και της παραγωγής τέχνης. Η τελευταία δεν είναι κάτι ξένο προς την κοινωνία, τέχνη και κοινωνία είναι συγκοινωνούντα δοχεία και ο δημιουργός/καλλιτέχνης αντλεί έμπνευση από αυτήν ενώ διαδραματίζει ρόλο καίριο και κυρίαρχο σε αυτήν επηρεάζοντας τους ανθρώπους και τις γνώμες τους, μετέχοντας με το έργο στα κοινά. Ο Βίλα-Μάτας εδώ τοποθετεί εύστοχα, πολυεπίπεδα και πολύπλευρα το θέμα της σχέσης του δημιουργού με την κοινωνία των δημιουργών που τον έχουν επηρεάσει, τον δικό του ρόλο ως συγγραφέα και την θέση του στη λογοτεχνική σκακιέρα. Ο Βίλα-Μάτας, στην συνήθη τακτική του και με στρατηγική που θυμίζει σκακιέρα οικοδομεί ένα μυθιστόρημα ιδιόμορφο αλλά προσανατολισμένο στον διάλογο του ίδιου σε σχέση με το λογοτεχνικό παρελθόν και το δικό του παρόν και μέλλον.

Ουσιαστικά, μετατρέπει τα ταξίδια του και τις νοερές ή μη μεταβάσεις του από τόπο σε τόπο και από πόλη σε πόλη σε επίκεντρο ανάλυσης εκείνων που τον απασχολούν ως δημιουργό, γιατί η επαφή του με το παρελθόν, με τους συγγραφείς που δεν ζουν πια και όμως στοιχειώνουν τα όνειρά του και το μυαλό του είναι για εκείνον τροφή για πρόοδο, είναι η προσωπική του εξέλιξη σε αυτό το σύμπαν της λογοτεχνίας που είναι στην πραγματικότητα αχανές. Ο Βίλα-Μάτας, στην ωριμότητά του πια, αισθάνεται ελεύθερος να περπατήσει με μεγαλύτερη άνεση και δίχως περιορισμούς στις στοές των αγωνιών και των φόβων του, των ανησυχιών του για το ίδιο του το μέλλον. Μέσα από την εξιστόρηση διακρίνεται μια αναμέτρηση με το ποιόν των δικών του δυνάμεων, στα δωμάτια που βρίσκει ξεχασμένους φίλους βρίσκει και τον ίδιο του τον άλλο εαυτό με τον οποίο συνεχώς και αδιαλείπτως συνομιλεί.

Αποτέλεσμα της συνομιλίας αυτής είναι η εναλλαγή από μέρος σε μέρος και ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά: “Ώρες αργότερα, εκείνη την υπέροχη στιγμή πριν από την αυγή, εκείνη τη σπουδαία στιγμή που δεν ξέρεις αν κοιμάσαι ή όχι, εκείνη την ώρα που κάθε μέρα αντιλαμβάνεσαι και δεν αντιλαμβάνεσαι πως έχεις μπροστά σου την ευκαιρία να γίνεις άλλος άνθρωπος, φαντάστηκα πως ξυπνούσα με τον ήλιο, με χυμό από γουγιάβα και μια κούπα αχνιστού καφέ, κι έμενε πίσω η ατελείωτη, παράξενη ελβετική νύχτα, γεμάτη από ριπές τροπικής βροχής και ξαφνικές νεροποντές, που σταματούσαν πάντα ξαφνικά μετανιωμένες”. Είναι αυτή η παραμονή σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, εκείνου όπου έμενε ο Κορτάσαρ, ένας τρόπος για να φιλοσοφήσει τη ζωή και όσα τον απασχολούν; Είναι ένας τρόπος να ανταλλάξει απόψεις με τον ενδότερο εαυτό του και να επανεκκινήσει τη μηχανή αναζήτησης;

Η γραφή του Βίλα-Μάτας είναι μια συνεχής ροή στοχασμού, μοιάζει με ένα αινιγματικό παιχνίδι που δεν έχει τέλος διότι ο ίδιος ο συγγραφέας θέτει στον εαυτό του συνεχείς προκλήσεις για το μέλλον μην αφήνοντας περιθώρια για δημιουργικό εφησυχασμό. Ο αναγνώστης μόνο κερδισμένος βγαίνει από αυτή την ακατάπαυστη διαδικασία κατά την οποία ένας συγγραφέας, όχι κάποιος τυχαίος, αλλά ένας συγγραφέας του βεληνεκούς του Βίλα-Μάτας δεν γαληνεύει ποτέ, συνεχίζει να προβληματίζεται εφαρμόζοντας εκείνο που είχε δηλώσει ο Φλωμπέρ πως διαβάζω για να ζω και άρα γράφω για να ζω σε μια μικρή προσπάθεια παραλλαγής. Ο Βίλα-Μάτας παραμένει ακόμα και στην έβδομη δεκαετία της ζωής του την οποία διανύει με πλήρη πνευματική διαύγεια, ένας ενεργός και δραστήριος λογοτέχνης, από αυτούς που έχουμε ανάγκη γιατί η ομορφιά της λογοτεχνίας μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ανοιχτή θάλασσα»:

«Το Μοντεβιδέο είναι μια πόλη αλλά και μια κατάσταση ηθικού, ένας τρόπος να ζεις ήρεμα, έξω από το ταραχώδες κέντρο του κόσμου, ένας παλιός ρυθμός σε ξυπόλυτα πόδια»

«..εδώ και πολύ καιρό δεν δούλευα καθόλου, και την ομιλία την είχα γράψει πολύ προτού πέσω στην τρύπα της απραξίας. Στην πραγματικότητα, ήλπιζα ν’ αποκοιμηθώ ενώ ξανάβλεπα ματαίως εκείνη την ομιλία που δεν είχα σκοπό να επιμεληθώ, μην τυχόν και πάψω αμέσως να είμαι ένα κακόμοιρο θύμα του ίδιου μου του συνδρόμου»

Διαβάστε επίσης: 

Ενρίκε Βίλα Μάτας – Μοντεβιδέο: Ένα μυθιστόρημα με πρώτη ύλη την πίστη στη λογοτεχνία

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ