Τα όνειρα που έγιναν εφιάλτες ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα της ζωγραφικής του Γκόγια, του περίφημου Ισπανού ζωγράφου που με όπλο το υποσυνείδητο υπαγορευμένο από την φαντασία του μα και τους εσωτερικούς του φόβους τον οδήγησε στην φιλοτεχνία πλήθος ζωγραφικών και κυρίως χαρακτικών έργων. Είναι αυτά τα όνειρα που κινητοποιούν το μυαλό και το οδηγούν σε περίεργες ατραπούς και σε στοές σκέψης πολλές φορές απρόβλεπτες, σε εικόνες και πρόσωπα που ίσως να μην είναι πραγματικότητα μα πώς μπορεί κάποιος να βάλει φρένο σε αυτά που η ψυχή εκπέμπει μέσα από έναν κυκεώνα γεγονότων, στιγμών; Πώς μπορεί κάποιος να αποφύγει την ίδια του την ψυχική κατάσταση και τις διεργασίες που τελούνται εν υπνώσει; Αυτά που συμβαίνουν και περιγράφει ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες (Adolfo Bioy Casares) σε αυτό το σπουδαίο δείγμα γραφής του είναι σημείο αναφοράς για τα όσα συμβαίνουν στον νου του ήρωά του Γάουνα.
Περιπλάνηση σε μια πόλη και σε μια ατμόσφαιρα που αιχμαλωτίζει κάθε βλέμμα
Ψήγματα αναμνήσεων και σκόρπιες σκέψεις ταλαιπωρούν τον πρωταγωνιστή, τον κατατρέχουν σαν να ήταν πρωτοβρόχια από τα οποία τρέχει να κρυφτεί. Βρέχεται το είναι του από διάφορες συναντήσεις και κυρίως από ένα περίφημο καρναβάλι του 1927 που είναι και το σημείο κατατεθέν της αφήγησης, τι έζησε και τι όχι; Ιδού η σαιξπηρική απορία. Ο ήρωας του Κασάρες είναι ένα πρόσωπο που πηγάζει από τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα, πρόσωπο με άλλο όνομα σαν εκείνα που εφεύρισκε και ο Φερνάντο Πεσσόα στα δικά του γραπτά, πρόσωπα που ο ίδιος ο συγγραφέας είχε την τύχη να γνωρίσει ή να ακούσει για αυτά. Εξάλλου, ο ίδιος ο Κασάρες αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου: «Πολλές από τις καταστάσεις που συναντά κανείς στο βιβλίο είναι αναμνήσεις από ιστορίες που ακούγονταν σε ένα καφενείο το οποίο ήταν τόπος συνάντησης ταξιτζήδων, στην οδό Μοντεβιδέο, όπου με πήγαινε ο Χοακίν, ο θυρωρός του σπιτιού μας, όταν ήμουν παιδί».
Η πόλη του Μπουένος Άιρες είναι το θέατρο όπου ο Κασάρες τοποθετεί την ιστορία του, είναι εκεί που το αργεντίνικο τανγκό του Κάρλος Γαρδέλ χορεύει στους ρυθμούς των δρόμων, εκεί που τα καφενεία και οι θαμώνες συζητούν έντονα ενώ οι έξοδοι των αγοριών είναι συνυφασμένες με το ποδόσφαιρο και το ποτό. Σε όλα αυτά προστίθενται η χαρά της ζωής, αυτή για την οποία είχε μιλήσει και ο Εμίλ Ζολά, και η γοητεία που ασκεί η μουσική. Ο Κασάρες μας μυεί στα σημεία της πόλης και γινόμαστε ταξιδευτές του χρόνου μέσα από τη γραφή του. Ο κόσμος του Μπουένος Άιρες αποπνέει άρωμα τοπικό αλλά και κάτι από εξωτερικό με τον κοσμοπολιτισμό που το διακρίνει. Η ιστορία και ο πολιτισμός βρίσκονται εκεί να μας περιμένουν να τα ανακαλύψουμε καθώς ο Κασάρες μέσω της παρέας του Γάουνα ξεδιπλώνει όλο το χρονικό γεγονότων, σημειώσεις των οποίων βρίσκουμε στο τέλος της έκδοσης χάρη στον μεταφραστή Νίκο Πρατσίνη που έχει επιμεληθεί με τόσο μεράκι την έκδοση.
Τα όνειρα των ηρώων τελικά, όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου με τη διαφορά πως είναι στον ενικό, είναι αυτά που γράφουν την ιστορία διότι οι πόλεις είναι ταυτισμένες με τις παρέες και τα πρόσωπα που την κατοικούν, άρα το άρωμά τους κυκλοφορεί και διασπείρεται σε κάθε σημείο και μέρος της πόλης. Η πόλη είναι ο τόπος όπου συμβαίνουν όλα αυτά τα ευχάριστα και δυσάρεστα που κοσμούν τη ζωή του Γάουνα και της σχέσης του με την αγαπημένη του Κλάρα, το κορίτσι εκείνο γίνεται για τον πρωταγωνιστή το άλλο του εγώ και εκείνη τον αναζητά διαρκώς από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους. Σαν σε όνειρο, η συνάντησή τους γίνεται το εφαλτήριο για τον Γάουνα να νιώσει αλλιώς τα όσα του συμβαίνουν μέσα του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Είναι πια έτοιμος να δώσει περισσότερο χώρο στην Κλάρα παρά στην παρέα του, είναι μια γνωριμία που τον κρατά σε εγρήγορση και τελικά εκείνη είναι που τον αναζητά και στο τέλος, ένα δύσκολο τέλος. «Η Κλάρα τού φαινόταν μια κοπέλα περιζήτητη, πρωτοκλασσάτη και απρόσιτη, ίσως η πιο σημαντική στη γειτονιά, δεν ήταν καθόλου για τα κυβικά του. Δε χρειαζόταν καν να απαρνηθεί την επιθυμία του γι’ αυτή, γιατί ποτέ δε διανοήθηκε να την επιθυμήσει. Τώρα την είχε εμπρός του: αξιοθαύμαστη σαν ζωάκι, λουλούδι ή μικρό τέλειο αντικείμενο, που έπρεπε να το φροντίζει, που ήταν δικό του». Η Κλάρα λοιπόν ανήκει σε εκείνες τις στιγμές που θέλει να θυμάται, που μέσα του ξυπνούν σαν ηφαίστειο και σαν σανίδα σωτηρίας.
Όλο το σκηνικό που στήνει ο Κασάρες είναι ένα διαρκές κυνηγητό που φέρει εκπλήξεις, που μοιάζει με λαβύρινθο και ο Γάουνα χαμένος στον χώρο και τον χρόνο αναζητά διέξοδο διαφυγής και επαναπροσδιορισμό σε ό,τι τον έχει στοιχειώσει. Διότι με την κολασμένη μνήμη να τον έχει προδώσει αγωνιά να ξαναδεί τι ισχύει και τι όχι, τι έχει όντως συμβεί και τι ανήκει αποκλειστικά στις κατακόμβες ενός κακού ονείρου από το οποίο ίσως ποτέ να μην ξυπνήσει. Βέβαιο είναι πως δίνει μια μάχη με τη μοίρα που του επιφύλαξε ένα παρόν δίχως παρελθόν και μια αγωνία για ένα μέλλον που προδιαγράφεται σκληρό, μα δεν το βάζει κάτω. «Το πεπρωμένο είναι μια άχρηστη επινόηση των ανθρώπων. Τι θα είχε γίνει αν κάποια γεγονότα ήταν διαφορετικά; Συνέβη ό,τι ήταν να συμβεί: ιδού το ευτελές δίδαγμα που ακτινοβολεί, με φως ταπεινό αλλά διαυγές, στην ιστορία που σας αφηγούμαι». Η ιστορία του Κασάρες αποτελούσε στοίχημα προσωπικό για τον ίδιο, ένα στοίχημα δημιουργίας και έμπνευσης σε μια δύσκολη μα και κρίσιμη χρονικά συγκυρία και το εγχείρημα μοιάζει επιτυχές και λογοτεχνικά απολαυστικό.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το όνειρο των ηρώων»:
«Στο μέλλον ρέει, όμοια με ποταμό, το πεπρωμένο μας, που εμείς οι ίδιοι διαμορφώνουμε εδώ κάτω»
«Αν δε βρίσκουμε στο μέλλον αυτό που ψάχνουμε, είναι γιατί δεν ξέρουμε να ψάξουμε. Μπορούμε όμως, πάντα, να περιμένουμε»