Το «Ονειρόδραμα» του Στρίντμπεργκ και η αποδόμηση ενός έργου | Κριτική

Η Γεωργία Μαυραγάνη σκηνοθέτησε ένα από τα πλέον εμβληματικά έργα του Σουηδού συγγραφέα στην Κεντρική Σκηνή του Κτηρίου Τσίλλερ του Εθνικού Θεάτρου.

Το έργο

Ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ γεννήθηκε το 1849 στη Στοκχόλμη από έναν μεσοαστό έμπορο και μια υπηρέτρια. Το 1869 έγραψε τα πρώτα του θεατρικά έργα (Name-Day Gift, The Freethinker), ενώ ακολούθησαν μερικά από τα πιο γνωστά του έργα (Ο Πατέρας-1887, Δεσποινίς Τζούλια-1888, Οι Πιστωτές-1888), τα οποία και τον καθιέρωσαν ως εκπρόσωπο του Νατουραλισμού. Ωστόσο,  η εισαγωγή που έγραψε στην έκδοση της Δεσποινίδας Τζούλια και την οποία διένειμε ο Αντρέ Αντουάν πριν από την πρεμιέρα του έργου στο Théâtre Libre, ήταν αυτή που ουσιαστικά τον αναγνώρισε ως τον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο του Νατουραλισμού, μολονότι είχε ήδη προηγηθεί η έκδοση του μυθιστορήματος του Εμίλ Ζολά, Τερέζα Ρακέν (1867) που εισήγαγε τον όρο «Νατουραλισμός» στη λογοτεχνία. 

Ο νέος αιώνας όμως, στις αρχές του 1900, βρήκε τον Στρίντμπεργκ να απομακρύνεται από τον Νατουραλισμό και να εκδηλώνει την επιρροή του από τη γραφή του Μωρίς Μαίτερλινγκ, ο οποίος πλησίαζε προς την ψυχανάλυση. Ως συνέπεια, τα έργα του Στρίντμπεργκ που ακολουθούν αφήνουν πίσω τους τον Νατουραλισμό και προσεγγίζουν πλέον τις θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόυντ για τα Όνειρα, καθώς και την, νεοδημοσιευθείσα Ερμηνεία των Ονείρων (1899), όπως τα, Προς Δαμασκό-1898 (το δεύτερο μέρος γράφεται την ίδια χρονιά, ενώ το τρίτο μέρος ακολουθεί το 1901), Η Σονάτα των Φαντασμάτων-1907 και Ονειρόδραμα-1901. 

Ο Στρίντμπεργκ, με την ταραχώδη οικογενειακή και προσωπική ζωή, αλλά και με τις συχνές άλλοτε «inferno» και άλλοτε «post inferno» κρίσεις του, βρίσκει στην Ερμηνεία των Ονείρων τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει, σε ένα ονειρικό περιβάλλον, για πολύ προσωπικά, αυτοβιογραφικά του ζητήματα. Στο Ονειρόδραμα, η Αγνή, κόρη του θεού Ίντρα, αποφασίζει να κατέβει στη γη προκειμένου να γνωρίσει τους ανθρώπους και το μυστήριο της ζωής. Με ανθρώπινη πλέον μορφή, αντιμετωπίζει διάφορες και διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, μεταμορφώνεται σε άντρα, γυναίκα, θυρωρό, μπαλαρίνα, μάνα, κόρη, ερωμένη, δικηγόρο, διδάκτορα κ.α. Παράλληλα, βιώνει τον ανθρώπινο πόνο, βιολογικό και ψυχολογικό. Ερωτεύεται, παντρεύεται, έρχεται αντιμέτωπη με την απώλεια δικών της ανθρώπων, τον δικό της επικείμενο θάνατο, την εγκατάλειψη, τη λησμονιά. Διαπιστώνοντας την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης, πορεύεται προς το τέλος της και προς τις αγκάλες του πατέρα της, του θεού Ίντρα. Το έργο αντιμετωπίζει με υπαρξιστική διάθεση το ζήτημα της ζωής, όπως έγραψε ο ίδιος ο Στρίνμπεργκ και  στον πρόλογο του έργου του, προσπαθώντας να μιμηθεί «την ασύνδετη αλλά ωστόσο εμφανώς λογική δομή ενός ονείρου».

Ο συγγραφέας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην απώλεια της μητέρας του, στον κατεστραμμένο γάμο των γονιών του αλλά και στους δικούς του αποτυχημένους γάμους, στην ευτυχία του έρωτα και στην αναπόφευκτη φθορά του, στη θλίψη των γηρατειών, στην αγωνία του θανάτου. Πρόκειται για ένα ποιητικό, αλληγορικό κείμενο, με πολλά συνειρμικά στοιχεία, αλλά και έντονες επιρροές από το Σουρεαλισμό, με το οποίο ο συγγραφέας θέλησε να τονίσει ότι η ζωή μοιάζει με όνειρο. Όπως σημείωνε και στο Ημερολόγιό του, τον Νοέμβριο του 1901, «Όλα μπορούν να συμβούν, όλα είναι πιθανά και δυνατά. Ο χρόνος και ο τόπος δεν υπάρχουν». (Τӧrnqvist, Egil & Birgitta Steene. Strindberg on Drama and Theatre. Amsterdam U. Press, 2007.). 

Η παράσταση

Η Γεωργία Μαυραγάνη στάθηκε αμήχανα απέναντι στο κείμενο του Στρίντμπεργκ. Κατέφυγε στην, ενδιαφέρουσα γενικά, αλλά αταίριαστη στο προκείμενο έργο, ιδέα της θεατρικής συνθήκης, όπου όλοι οι ηθοποιοί είναι επί σκηνής, με «ρούχα εργασίας» και σε συνθήκες πρόβας. Η διχοτόμηση των ρόλων σε πολλά άτομα, η εν-συνόλω κίνηση και απεύθυνση των ηθοποιών, αλλά και η μινιμαλιστικής αισθητικής άδεια σκηνή αποτελούν ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές επιλογές, που όμως δεν λειτούργησαν σκηνικά στο συγκεκριμένο έργο. 

Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των πλέον προβληματικών επιλογών της σκηνοθέτιδος είναι, αρχικά, η διχοτόμηση των βασικών ρόλων σε περισσότερους του ενός ηθοποιούς. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε μια απίστευτη σύγχυση, γεγονός περιττό σε ένα κείμενο με ήδη συνειρμική και άναρχη δραματουργική φόρμα, που ομοιάζει σε όνειρο. Ταυτόχρονα, η Γεωργία Μαυραγάνη διατήρησε τον Πρόλογο, ο  οποίος αποτελεί μετέπειτα προσθήκη -γράφτηκε πέντε χρόνια μετά την έκδοση του έργου- του Στρίντμπεργκ. Με τον Πρόλογο, ο συγγραφέας παρουσίασε την Αγνή και τον πατέρα της, θεό Ίντρα, ως δύο οντότητες που παρακολουθούν την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό, το κομμάτι αυτό ο συγγραφέας το διαφοροποίησε δραματουργικά από το υπόλοιπο έργο προσδίδοντάς του έναν φαινομενικό ρεαλισμό. Στην παράσταση, η Αγνή διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους καθόλη τη διάρκεια, και όχι μόνον στον κομμάτι του Προλόγου, μιλώντας ψιθυριστά στο μικρόφωνο. Αρχικά, πρόκειται για μια επινόηση με θετικό σημειολογικό πρόσημο, η οποία όμως αφενός, δεν ξεχώρισε αρχικά την Αγνή και τον πατέρα της από τους ανθρώπους και αφετέρου, το γεγονός ότι μιλούσε ψιθυριστά απλώς συνέβαλε στη συνθήκη του ονείρου. 

Σημαντικά προβλήματα στη σκηνοθεσία δημιούργησε και η απουσία σκηνικών, με εξαίρεση τον μετακινούμενο τοίχο που ομοίαζε σε τοίχο θεατρικής σκηνής. Η Γ. Μαυραγάνη προσπάθησε να αποδώσει την απουσία χρόνου και χώρου στο έργο, αλλά οδηγήθηκε σε μια συνολική κατάργηση των σκηνικών αντικείμενων. Ωστόσο, ο ρευστός χώρος του έργου, υπογραμμίζεται από τον συγγραφέα με πολύ σαφείς σκηνικές οδηγίες, οι οποίες αφενός, βοηθούν τον θεατή στην καλύτερη κατανόηση της ιστορίας και αφετέρου, υπογραμμίζουν την αντίθεση που ενυπάρχει στα όνειρα, όπου συνήθως είναι συγκεκριμένοι οι χώροι και τα αντικείμενά τους, αλλά όχι και η δράση των ατόμων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ειδικά στην αρχή, καθώς η σκηνοθέτις έδωσε τις σκηνικές οδηγίες να τις «μιλήσουν» οι ηθοποιοί, δημιουργώντας σκηνική ασάφεια. 

Η σκηνική μονοτονία, με τη μονοχρωμία στα κοστούμια των ηθοποιών, αλλά και την απουσία σκηνικών αντικειμένων και δή με χρώμα, επιδεινώθηκε από τους φωτισμούς, οι οποίοι κινήθηκαν κυρίως στις λευκές αποχρώσεις, προσομοιάζοντας σε συνθήκες πρόβας. Από τις ελάχιστες στιγμές που έσπασε η σκηνική αυτή μονοτονία ήταν όταν, στιγμιαία σχεδόν, άλλαξε ο φωτισμός και κινήθηκε σε πιο κόκκινους τόνους. 

Οι Ηθοποιοί

Η εν συνόλω λειτουργία των ηθοποιών δεν άφησε πολλά περιθώρια διαφοροποίησης. Ειδικά επειδή οι ίδιοι ρόλοι διχοτομήθηκαν και μοιράστηκαν σε πολλούς ηθοποιούς προκειμένου να αποδοθεί σημειολογικά το αδιάσπαστο της ανθρώπινης ύπαρξης, σημαίνοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο, όπως επίσης ότι οι παρελθόντες εαυτοί μας είναι άλλοι από αυτό που είμαστε στο εκάστοτε παρόν. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο θίασος πέτυχε να παραδώσει ένα αποτέλεσμα χωρίς παραφωνίες, στο οποίο φάνηκε επί σκηνής αγαστή συνεργασία. 

Οι Συντελεστές

Το τόσο λυρικό και βαθιά υπαρξιακό κείμενο του Στρίντμπεργκ ακούστηκε στη σύγχρονη και αρκετά καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Το σκηνικό (Άρτεμις Φλέσσα) ήταν αρκετά λειτουργικό και ενδιαφέρον, με τον μετακινούμενο τοίχο, ο οποίος, όπως πλησίαζε το κοινό και απομακρυνόταν από αυτό, έμοιαζε ομοίως να αυξάνει και να μειώνει την αίσθηση ασφυξίας και απόγνωσης των ηρώων. Ωστόσο, είναι κρίμα που ο ρόλος της σκηνογραφίας περιορίστηκε σε αυτό μόνον το εύρημα, γεγονός που κόστισε στη συνολική πρόσληψη της παράστασης. Κάτι ανάλογο συνέβη με τα κοστούμια (Λίλη Κυριλή), τα οποία κινήθηκαν σε γήινους τόνους, παραπέμποντας σημειολογικά στην γήινη υπόσταση των ανθρώπων, ενώ παράλληλα θύμιζαν συνθήκες πρόβας. Η Αγνή σηματοδοτήθηκε μόνον με το σάλι που έφερε το βάρος της ανθρωπότητας, αλλά χωρίς κάποια άλλη διαφοροποίηση από τους υπόλοιπους. Τέλος, οι φωτισμοί (Χριστίνα Θανάσουλα) ήταν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της παράστασης, δημιουργώντας ατμόσφαιρες και συναισθήματα και διαταράσσοντας, εν μέρει, το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό μινιμαλισμό. 

Εν κατακλείδι

Η Γεωργία Μαυραγάνη αποφάσισε να αντιμετωπίσει το «Ονειρόδραμα» με μια προσέγγιση εντελώς διαφορετική από τον τρόπο που ανεβαίνει συνήθως. Η σκηνοθέτις θέλησε να αφήσει το κείμενο να ακουστεί, γεγονός που σε κάποια σημεία, ιδιαίτερα όπως στο τέλος, δημιούργησε μεγάλη συγκίνηση. Ωστόσο, προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτό το δύσκολο, ομολογουμένως, κείμενο, ακύρωσε το έργο με ορισμένες επιλογές της. Κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα τη σκηνική μονοτονία, η οποία επισκίασε, σε πολλές περιπτώσεις, το κείμενο του Στρίντμπεργκ. 

Photo Credit: Κάρολ Γιάρεκ

Διαβάστε επίσης:

Ονειρόδραμα, του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη στο Εθνικό Θέατρο

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ