«Το τέλος βρίσκεται στην αρχή κι όμως συνεχίζεις»
Ποιά η έννοια του τέλους για τον άνθρωπο; Είναι το τέλος της βιολογικής ζωής με τον ερχομό του θανάτου; Το τέλος μιας οδυνηρής κατάστασης και η σπίθα μιας καινούριας προοπτικής; ΄Η μήπως το τέλος των αξιών, των ιδανικών κι ενός ολόκληρου παγιωμένου πολιτισμού;
Πριν το ξεκίνημα του έργου, οι τέσσερις ήρωες της ιστορίας βρίσκονται ήδη στη σκηνή. Ο Χαμ είναι ένας ηλικιωμένος τυφλός, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και καταδικασμένος σε αέναη ακινησία. Δίπλα του, ο μονίμως θλιμμένος Κλοβ έχει αναλάβει να τον υπακούει και να τον υπηρετεί καταδικασμένος σε αέναη κίνηση. Στην άκρη, κρυμμένοι μέσα σε δύο βαρέλια κατοικούν ο Ναγκ και η Νελ, οι γεννήτορες του Χαμ. Με αφορμή αυτό το αλλόκοτο κουαρτέτο, ο Σάμιουελ Μπέκετ συμπυκνώνει όλη την απαισιοδοξία και τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου και της μετέπειτα εποχής.
Με το στόμα του Χαμ ο συγγραφέας κραυγάζει πως τίποτα δεν κινείται, τίποτα δεν αλλάζει, τα πάντα είναι πτωματοποιημένα. Η ζωή μοιάζει με φάρσα, η φύση ξέχασε τον άνθρωπο, πέφτουν τα μαλλιά, τα δόντια, τα ιδεώδη του. Δεν πιστεύει σε καμιά λυτρωτική κι ελπιδοφόρα μέλλουσα ζωή και η έννοια του Θεού είναι ανύπαρκτη μέσα στο υπαρκτό χάος. Παρ’ όλη τη σκοτεινιά το παιχνίδι συνεχίζεται με όσες δυνάμεις απομένουν, ενώ η συχνή επανάληψη όλων των ερωτήσεων αντικρίζει πάντοτε την ίδια σκληρή απάντηση: «δεν υπάρχει πια». Δεν υπάρχουν πια ούτε τα πιο αυτονόητα – ένα κουφέτο, ένας αρουραίος, ένα φάρμακο, μια κουβέρτα, ένα νόημα, τα έχει καταπιεί όλα η δίνη του τίποτα. Οι ήρωες, με λόγο συχνά παραληρηματικό και ξεκομμένο από τη λογική, φλερτάρουν έντονα με τον μηδενισμό χωρίς όμως εν τέλει να υποκύπτουν. Θα ήταν πολύ εύκολο να προχωρήσουν στο απονενοημένο διάβημα, όμως τελικά υπομένουν χωρίς να περνούν, σκόπιμα τουλάχιστον, τη διαχωριστική γραμμή ζωής και θανάτου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Όσοι περιμένουν ένα κλασσικό ανέβασμα με αυστηρή ακολουθία πλοκής και λόγου, μάλλον θα παραξενευτούν. Ο Κωνσταντίνος Χατζής μέσα από μια ιδιόρρυθμη αλλά συμβατή με το κείμενο σκηνοθεσία και με ελάχιστα, απολύτως λειτουργικά σκηνικά δουλεύει όλες τις ερμηνείες με εξοντωτική λεπτομέρεια. Οι σιωπές, παρατεταμένες και χωρίς να καλύπτονται από μουσική επένδυση, εντείνουν την αίσθηση της απραξίας και του κενού. Μοναδική εξαίρεση οι καθημερινοί και οικείοι ήχοι (το ανεβοκατέβασμα της σκάλας, το καρότσι, το ξυπνητήρι). Με το φως και το σκοτάδι να παίζουν κρυφτό, το μαύρο του υπογείου και της ύπαρξης επαναλαμβάνεται στις σκιές των ηρώων που κινούνται στο φόντο της σκηνής, ενώ το διάσπαρτο σαρκαστικό και πικρό χιούμορ γίνεται ο σύμμαχος που ελαφραίνει τη ζοφερή πεσιμιστική ατμόσφαιρα και τη βαριά θεματολογία.
Η Λυδία Κονιόρδου είναι φυσιογνωμικά αγνώριστη και μας χαρίζει ένα ερμηνευτικό διαμάντι στον ρόλο του πλήρως εξαρτημένου τυφλού και ανάπηρου Χαμ που δεν χάνει ευκαιρία να γίνεται κακότροπος, να υποτιμά και να υποτάσσει τους γύρω του κάτω από τον φόβο της εξάρτησης. Μεταβάλλει τη χροιά της φωνής της, μιμείται και μορφάζει με κάθε φράση, ερώτηση, διαπίστωση σε μια ξέφρενη εκφραστικότητα λόγου και κίνησης.
Η Έλενα Τοπαλίδου είναι ο πιστός υπηρέτης Κλοβ. Το βάρος της ψυχικής εξάντλησης έχει αφήσει το αποτύπωμά του στις πλάτες του: γερασμένος πριν την ώρα του, περιφέρει το συνεχώς σκυφτό σώμα και πνεύμα του. Στο πρόσωπό του ο Μπέκετ αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας κι αισιοδοξίας – το παιχνίδι του τέλους γι’ αυτόν γίνεται η μεγάλη ανατροπή που τον απαλλάσσει από τις αόρατες αλυσίδες του σπιτιού-φυλακής.
Η Τζίνα Θλιβέρη και η Γεωργία Τσαγκαράκη είναι οι γονείς του Χαμ. Ανάπηροι και οι ίδιοι και παραριγμένοι, φυτοζωούν με μοναδικό στήριγμα αναμνήσεις και παλιές ιστορίες. Η παρουσία τους με τη μορφή γελωτοποιών υπογραμμίζει την ταυτόχρονη κωμικότητα και τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ωστόσο, αφήνουν μια ανατριχιαστική αίσθηση κάθε φορά που βγαίνουν κι εξαφανίζονται απότομα μέσα στους σκουπιδοτενεκέδες. Κοντά στη δύση της ζωής τους μοιράζονται ακόμα τρυφερότητα και αποτελούν τη ζωντανή αντίθεση με το δίδυμο Χαμ-Κλοβ και την αρρωστημένη εξαρτημένη σχέση αγάπης-ανάγκης-μίσους. Απολαυστική η Τζίνα Θλιβέρη στη διήγηση του ανέκδοτου με τον Εγγλέζο.
Ποιό είναι άραγε το τέλος αυτού του περίεργου παιχνιδιού; Τι απογίνονται οι ήρωες; Ο χρόνος κλείνει πάντα τους λογαριασμούς του και η μοίρα μιλά στον καθένα διαφορετικά: κάποιος ίσως εκεί έξω θα βρει ένα πράσινο λιβάδι, κάποιος θα συνεχίσει μια μάχη προ πολλού χαμένη, κάποιος θα σωπάσει για πάντα.