Από τις Εκδόσεις Εξάντας κυκλοφορεί το βιβλίο του William Thackeray, Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας σε μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου.
Ο Ουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ -ο ανήσυχος αυτός Βικτωριανός, όπως τον θέλουν οι βιογράφοι του- είναι ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς λογοτέχνες όλων των εποχών. Μετά από μακροχρόνια θητεία στη δημοσιογραφία και τη δημοσίευση μυθιστορημάτων υπό μορφή συνεχειών, το 1848 παρουσιάζει το “Πανηγύρι της ματαιοδοξίας”, που θεωρείται το αριστούργημά του.
Η πανοραμική απεραντοσύνη και πολυπλοκότητα της σύνθεσης, ο απόλυτος έλεγχος του συγγραφέα στο υλικό του και ο αδιάπτωτος συγκερασμός της σάτιρας με την ανθρωπιά καθιστούν το “Πανηγύρι της ματαιοδοξίας” το καλύτερο ίσως βιβλίο του καιρού του.
Η ιστορία τοποθετείται στις δεκαετίες 1810 και 1820 με ορόσημο τη μάχη του Βατερλώ. Κεντρικό της θέμα είναι η ζωή δύο γυναικών, της Μπέκι Σαρπ και της Αμέλια Σέντλεϊ, διαφορετικών όσο η μέρα με τη νύχτα. Η δεύτερη είναι γλυκιά, απλή, ενάρετη, ανυπόφορα βαρετή, χωρίς φαντασία, άβουλη και άτολμη. Η πρώτη ραδιούργα, αδίστακτη, ψεύτρα, υποκρίτρια, γοητευτική, συναρπαστική, χαρισματική. Γύρω τους, μια πληθώρα χαρακτήρων εξίσου αντιφαντικών και γι’ αυτό αληθινών.
Ο Θάκερεϊ γελοιοποιεί την υψηλή κοινωνία, παρουσιάζοντας την Μπέκι Σαρπ να εκμεταλλεύεται την κενότητα και τη διαφθορά της, αλλά συγχρόνως κρίνει αυστηρά την πορεία της ηρωίδας του, χωρίς να ξεπέφτει ποτέ σε κουραστικά διδάγματα και ηθικολογίες· διατηρώντας, δηλαδή, μια θαυμαστή ισορροπία δίπτυχης ηθικής μορφής.
Μα εκείνο που ξεχωρίζει τον Θάκερεϊ είναι το καταλυτικό του χιούμορ, αιχμηρό, κομψό, πικρό όταν αμφισβητεί τις κατεστημένες αντιλήψεις ή καταγράφει την κατανομή των ρόλων, τους φόβους, τη ματαιοδοξία, ακόμη και τον πανικό μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Ο Ουίλλιαμ Μέηκπης Θάκερυ (William Makepeace Thackeray) γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1811, στην Καλκούτα της Ινδίας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Ρίτσμοντ Θάκερυ, ανωτάτου υπαλλήλου της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, και της Αν Μπήτσερ, κόρης επίσης ανωτάτου υπαλλήλου της Εταιρείας. Η μόρφωση που πήρε -στο περίφημο Τσάρτερχαουζ και στο Κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Καίμπρητζ- ήταν άριστη, αλλά διακόπηκε απότομα, όταν ο νεαρός Ουίλλιαμ έχασε στα χαρτιά ένα μέρος των πατρικών δικαιωμάτων του, αποτελούμενο από το τρομακτικό ποσό των είκοσι χιλιάδων λιρών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1830, ταξίδεψε στη Γερμανία και γνώρισε τον Γκαίτε, ενώ τα επόμενα τρία χρόνια τα σπατάλησε προσπαθώντας να πάρει πτυχίο νομικής, για να καταλήξει στο Παρίσι, όπου σπούδασε σχέδιο και ζωγραφική. Στο Λονδίνο επέστρεψε το 1837, παντρεμένος με μια φτωχή Iρλανδή, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, και άρχισε αμέσως να δουλεύει ως δημοσιογράφος. Έγραφε ακατάπαυστα για τα γνωστότερα περιοδικά και τις μεγαλύτερες εφημερίδες εκείνης της εποχής. Τα πρώτα κείμενά τους (στο περιοδικό Punch) που τράβηξαν την προσοχή του κοινού, σατίριζαν τον αγγλικό σνομπισμό και αποτέλεσαν αργότερα το περίφημο “Βιβλίο των σνομπ” (“The Book of Snobs”). Το 1840 η κυρία Θάκερυ εκδήλωσε νευρική κρίση, από την οποία δεν συνήλθε ποτέ, αν και έζησε περισσότερα χρόνια από τον σύζυγό της. Ο Ουίλλιαμ αναγκάστηκε να στείλει τα παιδιά στη Γαλλία, στη μητέρα του, απ’ όπου επέστρεψαν το 1846 για να μείνουν έκτοτε μαζί του. Το πρώτο μυθιστόρημά του “Κάθρην” (“Catherine”), αν και γράφτηκε για το περιοδικό Fraser’s Magazine, όπου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, κάθε άλλο παρά “λαϊκό ανάγνωσμα” ήταν. Παραβίαζε τις αφηγηματικές συμβάσεις της εποχής του και αντιμετώπιζε τους ήρωες σαν ζωντανά πρόσωπα, χωρίς να εξωραΐζει την ανηθικότητα που τα χαρακτήριζε. Τα επόμενα χρόνια θα γράψει το αντι-ηρωϊκό μυθιστόρημα “Μπάρυ Λύντον” (“Βarry Lyndon”) και το θρυλικό “Πανηγύρι της ματαιοδοξίας” (“Vanity Fair”), ξεδιπλώνοντας σε όλο τους το μέγεθος το αφηγηματικό ταλέντο και την διεισδυτικότητα της κριτικής ματιάς του. Ο Θάκερυ πέθανε ξαφνικά την παραμονή των Χριστουγέννων του 1863, αφήνοντας πίσω του μερικά από τα σημαντικότερα έργα της ευρωπαϊκής γραμματείας.