«Το ρόδο είναι ρόδο» ή και όχι | Κριτική

Η παράσταση «Το ρόδο είναι ρόδο» της Κατερίνας Λούβαρη – Φασόη ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260 σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη.

Το έργο – Η παράσταση

Εμπνευσμένη από την ιστορία της Δήμητρας της Λέσβου, η συγγραφέας θέλησε να μιλήσει για όλους τους ανθρώπους που βίωσαν και βιώνουν παρόμοια αγριότητα από την κοινωνία όπου ζουν, αλλά και για όλη την υπόλοιπη Ελληνική κοινωνία. Ένας νεαρός, ο Τζώρτζης, επισκέπτεται την Διονυσία για να της πάει αυγά που έστειλε ο πατέρας του. Η Διονυσία τον καλοδέχεται, καθώς διακόπτει την, ηθελημένη σε σημαντικό βαθμό, μοναξιά της. Ο νέος, διστακτικός και απόμακρος αρχικά, δείχνει σταδιακά να απολαμβάνει την παρέα αυτού του ανθρώπου. Όταν ξαφνικά, όλα ανατρέπονται από την εισβολή τριών νέων ανδρών, που είναι φίλοι και συγγενείς του Τζώρτζη. Οι τέσσερις άνδρες είχαν στήσει παγίδα στην Διονυσία, αλλά ο Τζώρτζης άλλαξε γνώμη, αφού την συναναστράφηκε, έστω και για τόσο λίγο. Οι τρεις άλλοι νεαροί «τιμωρούν» την Διονυσία επειδή τους ντροπιάζει και αφού την τραυματίζουν και της διαλύουν το σπίτι, αποχωρούν. Μένουν πίσω ο μετανιωμένος και δειλός Τζώρτζης, με την μεγαλόψυχη Διονυσία, η οποία πλέον πορεύεται προς τον θάνατο.

Ο Παντελής Δεντάκης έστησε μια παράσταση προσπαθώντας να αναδείξει τα θέματα τα οποία θίγονται από την συγγραφέα και τα οποία είναι, δυστυχώς, διαχρονικά και εξαιρετικά επίκαιρα ακόμα και στις μέρες μας. Θίγονται, μεταξύ άλλων ο άκρατος συντηρητισμός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας και δή στις ακριτικές περιοχές της χώρας, όπου εκτυλίσσεται το έργο, καθώς επίσης η βιαιότητα που συνοδεύει αυτό τον συντηρητισμό, συνέπειες της απουσίας επαρκούς εκπαίδευσης και καλλιέργειας. Η αντίθεση της καλλιεργημένης, αν και αμόρφωτης Διονυσίας, που νιώθει με την ψυχή της την όπερα μολονότι δεν καταλαβαίνει τα λόγια, σε αντίθεση με τους θερμοκέφαλους νέους είναι περισσότερο από προφανής.

Ο σκηνοθέτης διατήρησε με επιτυχία στο πρώτο μέρος μια ρομαντική διάθεση για αξίες και ανθρώπους που έχουν χαθεί, δημιουργώντας έντονη αντίθεση με το δεύτερο μέρος, όπου η βία και η επιθετικότητα ξεχειλίζουν, διαλύοντας οποιαδήποτε δυνατότητα για ανθρώπινη επικοινωνία. Ωστόσο, η ανεπαρκής και αφελής δραματουργία παρέσυρε τον Παντελής Δεντάκης σε ασφαλείς λύσεις, χωρίς πρωτοτυπία. Ο σκηνοθέτης αρκέστηκε κυρίως σε μια ανάγνωση του έργου, ενώ όπου τόλμησε σκηνοθετικά δικαιώθηκε. Έτσι, εξέτρεψε το ρυθμό της παράστασής του, ενώ έμεινε στην παράθεση των γεγονότων, χωρίς να τα φωτίσει σκηνοθετικά.

Οι ηθοποιοί

Ο Χρήστος Στέργιογλου δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία σαν Διονυσία. Ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος της παράστασης, η ερμηνεία του καθηλώνει τον θεατή. Το παίξιμό του φανερώνει επισταμένη μελέτη και έρευνα, αποδίδοντας με τρομερή επιτυχία το ρόλο του ανθρώπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε σαν άνδρας, αλλά έζησε σαν γυναίκα και μάλιστα σε ένα μικρό χωριό. Αποδίδει μοναδικά το ρόλο της Διονυσίας, θυμίζοντας μάλιστα έντονα ηλικιωμένες γυναίκες της επαρχίας, τόσο με τις κινήσεις του, όσο με τον τόνο της φωνής του, αλλά και τον τρόπο ομιλίας. Στο τέλος του δεύτερου μέρους, όπου τον ξαναβλέπουμε, συνεχίζει να διατηρεί τη συγκρότηση του ήρωα του.

Πολύ καλός δίπλα του και ο Τζώρτζης του Γιάννη Παπαδόπουλου, ο οποίος απέδωσε με έντονο ρεαλισμό την αρχική απέχθεια και εχθρότητα του ήρωα, αλλά και τη συναισθηματική μεταβολή του. Μολονότι έδειξε υποκριτική αμηχανία στο δεύτερο μέρος, τόσο παρουσία των υπολοίπων τριών, όσο και στο τέλος, όταν μένει μόνος του με την Διονυσία, κατάφερε να χειριστεί με επιτυχία τον ρόλο του. Ο Τζώρτζης αποτυπώνει το μέρος της κοινωνίας το οποίο από φόβο να εκτεθεί στους υπόλοιπους, σύρεται σε έκτροπα, υπογραμμίζοντας έτσι ότι και η σιωπή σημαίνει συνενοχή.

Καλοί επίσης οι Θανάσης Κρομλίδης, Βασίλης Ντάρμας και Γιάννης Σέρρης, στους ρόλους των τριών νέων που επιτίθενται στην Διονυσία.

Υπόλοιποι Συντελεστές

Τα ρεαλιστικά κοστούμια (Κική Γραμματικοπούλου) και δή αυτά της Διονυσίας, είχαν σημαντικό ρόλο στην παράσταση, τοποθετώντας το δραματουργικό χρόνο στο εδώ και τώρα. Εξαιρετική ήταν η μουσική επιλογή (Νίκος Κυπουργός) που δημιουργούσε ατμόσφαιρες.

Εν κατακλείδι

Η παράσταση, αρχικά, κερδίζει τον θεατή. Η ανατροπή του δεύτερου μέρους προοιωνίζεται και είναι αναμενόμενη από διάφορα σκηνοθετικά στοιχεία (λ.χ. το καπέλο του Τζώρτζη με την ελληνική σημαία, το επανειλημμένο χτύπημα του τηλεφώνου του στο οποίο δεν απαντάει κ.α.). Ωστόσο, ξαφνιάζει η επιθετικότητα των τριών νέων, καθώς η έντονη βωμολοχία απλώς κουράζει και απομακρύνει το κοινό από το συναίσθημα, όπως το είχε οικοδομήσει προηγουμένως ο σκηνοθέτης. Γενικά, στο δεύτερο μέρος εκτρέπεται ο ρυθμός της παράστασης, καθώς επιμηκύνονται οι βιαιοπραγίες και οι συνεχείς βωμολοχίες. Ως αποτέλεσμα, διαλύεται το συναίσθημα και η συνειδητοποίηση του κοινού γύρω από άκρως κοινωνικά θέματα, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ωμότητα και ο ρεαλισμός. Η υπηρέτηση ενός, πολύ ετεροχρονισμένου In-yer-face, καταστρέφει τα κοινωνικά (και ηθικά) διδάγματα της συγγραφέως, ενώ γίνεται με άτσαλο δραματουργικά τρόπο. Το γεγονός άλλωστε ότι το συγκεκριμένο κείμενο βασίζεται στην τραγική ιστορία ενός αληθινού ανθρώπου, καθιστά κάθε σκηνική ωμότητα και επιδίωξη ρεαλισμού, απλώς περιττή. Ο σκηνοθέτης θα έπρεπε να κινηθεί με μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία, γεγονός που σίγουρα θα τον αποζημίωνε, καθώς η παράσταση είχε σκηνική, αλλά όχι δραματουργική, δυναμική.

Photo Credit: Karol Jarek

Διαβάστε επίσης: 

Το ρόδο είναι ρόδο, της Κατερίνας Λούβαρη Φασόη σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη στην Πειραιώς 260

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ